Ηταν εκείνα τα ατελείωτα καλοκαίρια. Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος και έντεκα ημέρες από τον Σεπτέμβρη. Ο χρόνος της εποχής του ήλιου αποκτούσε κάτι από την αίγλη της αιωνιότητας στα μικράτα μας.
Η ζωή σε έσερνε σε έναν αργόσυρτο χορό με μουσική υπόκρουση το τραγούδι ενός τζιτζικιού τη μέρα ή του γκιώνη τη νύχτα, εκείνης της μικροσκοπικής κουκουβάγιας που κάθε βράδυ κλαίει φωνάζοντας τον αδικοχαμένο αδελφό: «Γκιώνη, Γκιώνη, συγγνώμη…».
Αυτή την ιστορία μού έλεγε η γιαγιά μου η Αμαλία στο χωριό μας, τον Πήδασο, εννέα χιλιόμετρα από την Πύλο της Μεσσηνίας, εκεί κοντά στα ανάκτορα του Νέστορα και στους αμμόλοφους της Βοϊδοκοιλιάς, όπου παραθερίζαμε ολόκληρα καλοκαίρια μαζί με τον αδελφό μου τον Στάθη. Στον Πήδασο, που το όνομα αναφέρεται για πρώτη φορά στην Ιλιάδα και ανήκε σε έναν Τρώα πολεμιστή, γιο του Βουκολίωνα και της Νύμφης Αβαρβαρέας, αλλά και σε ένα από τα άλογα του Αχιλλέα. Εκεί, λοιπόν, μας ακουμπούσανε οι γονείς μας μήνες ολόκληρους για να ζήσουμε το καλοκαίρι μακριά από την Αθήνα, κοντά στη γιαγιά, παππούς δεν υπήρχε, πεθαμένος χρόνια από καρκίνο, για να ζήσουμε ένα καλοκαίρι κοντά στις χελιδονοφωλιές και τις οχιές τις διμούτσουνες. Θέλαμε δεν θέλαμε να πάμε τόσους μήνες, αυτό ήταν μια άλλη ιστορία…
Αλλά την ιστορία του Γκιώνη για όλα τα χρόνια που βρέθηκα εκεί ήθελα να την ακούω αδιαλείπτως, όσο κι αν με βασάνιζε. Κάτω από τα αστέρια, να μου αφηγείται η Αμαλίτσα μου για τον νεαρό βοσκό, τον Δήμο, που ζήλεψε τον άξιο αδελφό του, που όλοι τον παινεύανε και είχε πιο πολλά πρόβατα από εκείνον, μοσχοαναθρεμμένα, και που είχε όλα όσα εκείνος ήθελε να έχει, μα δεν τα κατάφερνε και τον έτρωγε το μαράζι, τον σκουλήκιαζε το σαράκι το φθονερό…
Ετσι μια μέρα, εκείνη τη ριμάδα τη μέρα, πάνω σε έναν καβγά, σε μια προσβολή, τον σκότωσε τον Γκιώνη ο Δήμος και του πήρε το κοπάδι. Αλλοτε τον σκότωνε με μαχαίρι, άλλοτε του χτυπούσε το κεφάλι στα βράχια, άλλοτε τον έπνιγε με τα ίδια του τα χέρια. Η γιαγιά η Αμαλίτσα είχε πολλές παραλλαγές στο κοφίνι της για να μου περιγράψει το φονικό. Αλλαζαν κάθε φορά ανάλογα με τα κέφια της. Το μόνο που δεν άλλαζε ήταν αυτή η φράση: «Μα, το μετάνιωσε ο έρμος, το μετάνιωσε πικρά», που μας έλεγε η γιαγιά. Και έκτοτε βολόδερνε στα βουνά σαν τον τρελό, σαν το θεριό, μαζί με τα τσακάλια, ξεσκίζοντας το σώμα του στα πουρνάρια, θέλοντας απλά να πεθάνει. Ωσπου μια νεράιδα ή ο Θεός ο ίδιος τον λυπήθηκε μεν, αλλά τον τιμώρησε δε για το αμάρτημά του και τον μεταμόρφωσε σε πουλί.
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
Ενα πουλί που η φωνή του, η κραυγή του, κάθε φορά που θα τραγουδά θα αρθρώνει το όνομα του αδελφού του, του βοσκού του Γκιώνη, ζητώντας του αιώνια συγγνώμη. Αιώνια συγγνώμη…
Μα, πόσο αληθινό ακουγόταν εκείνο το λάλημα της γλαύκας στα αυτιά μου. Αλήθεια σας το λέω, «Γκιώνη» φώναζε και μέσα στο σκοτάδι, εκεί στα γύρω βράχια εγώ έβλεπα πάντοτε κάποιον να ματώνει τα γόνατά του θέλοντας να σκοτωθεί για να λυτρωθεί, όση ώρα η γιαγιά μου πρόσθετε και κάτι διαφορετικό στην ιστορία της.
Πόσο μου πάγωνε την καρδιά η σκέψη πως κάποιος μπορεί να σκοτώσει από ζήλια τον ίδιο του τον αδελφό. Εγώ αγαπούσα
Της Χριστίνας Ανδρέου
Ειδήσεις σήμερα
Καιρός: Έρχονται ξανά 40αρια – Πότε & πού θα ανέβει ο υδράργυρος
Σοκ και δέος με την τιμή της βενζίνης – Ξεπερνά τα 2 ευρώ εκτός Αθήνας
Πανσέληνος του Οξύρρυγχου: Απόψε θα απολαύσουμε το μεγαλύτερο φεγγάρι του χρόνου