Με ιστορικό υπόβαθρο τον αγώνα των κολίγων του θεσσαλικού κάμπου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, εξυφαίνεται ένα σπαρακτικό ψυχογράφημα χαρακτήρων απόλυτα αναγνωρίσιμων και στη σημερινή κοινωνία. Το χωριό με τα καπνοχώραφα, ο Βόλος της εποχής με τα αρχοντικά και το νευραλγικής σημασίας λιμάνι του, το Πήλιο με τη σηροτροφία πηγή επιβίωσης και την άγρια ομορφιά του, είναι τα σημεία όπου διαδραματίζεται αυτή η καθηλωτική ιστορία που κόβει την ανάσα του αναγνώστη με τις συνεχείς ανατροπές και τη μυστηριακή της ατμόσφαιρα.
Το όνομα της κεντρικής ηρωίδας, Μελιχιώ, σύνθεσης αρχαίας ελληνικής και τουρκικής λέξης, αποτυπώνει την ίδια την ιστορία της Θεσσαλίας από την εποχή της Μήδειας με τα μαγικά της φίλτρα έως την υπό όρους προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος στα τέλη του 19ου αιώνα. Συγχρόνως αποδίδει και την προσωπικότητα της ίδιας της ηρωίδας, Μέλι και Οχιά, όπως ισχυρίζεται η μάνα της, η παιδεμένη Ζήσαινα. «Την έβλεπε αυτή, η Μελιχιώ ήταν φτιαξιά του διαόλου. Όσο ήσυχη και υπάκουη ήταν μικρή, τόσο αγρίεψε τώρα που το κορμί της φούσκωνε σαν καρβέλι στον φούρνο. Και τα μάτια της κάρβουνα αναμμένα, ποιο σερνικό θα την έβλεπε και δεν θα τη λιμπιζόταν, π’ ανάθεμά την. Μέλι κι οχιά, όπως το ‘λέγε και τ’ όνομά της». Με έντονο και ατίθασο χαρακτήρα, η Μελιχιώ είναι αποφασισμένη να επιβιώσει μέσα σε ένα περιβάλλον όπου η εκμετάλλευση του τσιφλικά, η αγριότητα του επιστάτη και των μισθοφόρων του, οι εκβιασμοί, οι βιασμοί, η φτώχεια και η αρρώστια αποτελούν το θλιβερό σκηνικό της αγροτικής κοινωνίας τους. Ελπίζουν ωστόσο. Ο ξεσηκωμός, τα συλλαλητήρια, οι αγώνες είναι τα μόνα τους όπλα απέναντι στο άδικο. Ονειρεύονται την μέρα που θα πετύχουν επιτέλους την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, εκείνη την ευλογημένη μέρα που θα ορίζουν τη γη τους, το βιος τους, που θα δικαιούνται να διαφεντεύουν την τύχη τους. Αντί γι’ αυτό όμως, έρχεται η σφαγή στο Κιλελέρ, τα όνειρα και οι ελπίδες γκρεμίζονται. Οι αγρότες χύνουν το αίμα τους και οι θύτες σέρνουν τα θύματα στη φυλακή κι από κει σε ατιμωτικές δίκες. Με το αίσθημα της αδικίας να τους πνίγει, άλλοι αντιδρούν συνεχίζοντας τον αγώνα κι άλλοι καταπνίγουν μέσα τους κάθε ίχνος συνείδησης με στόχο το ατομικό τους συμφέρον.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Πώς να αντισταθείς σε ένα πουγκί γεμάτο λίρες που υπόσχεται να σε βγάλει από τη μιζέρια σου; Πώς να πεις όχι σε μια κολασμένη συμφωνία που υπόσχεται να αλλάξει τη μοίρα σου; Βαρύ το αντίτιμο, αλλά… «Έπρεπε να γλιτώσει, να ξεφύγει από τη μιζέρια, τη δουλεία των καπνομάγαζων, την καταραμένη ζωή που τους έταξε η τύχη. Και θα γλίτωνε. Θα έκανε ό,τι έπρεπε. Δύσκολη δουλειά. Τέσσερα παιδιά, ούτε ένα ούτε δύο, ούτε τρία. Όλα τα παιδιά της οικογένειας. Πώς να τα ξεκάνει κανείς χωρίς να βρεθεί στα μπουντρούμια κι από κει στην καρμανιόλα; Καρμανιόλα. Σίγουρα εκεί θα κατέληγε μετά από τέτοιο έγκλημα». Όμως πρέπει να επινοηθεί ένα ιδεολόγημα που να δικαιώνει την αποτρόπαια πράξη. Και επινοείται. Λέγεται τρομοκρατία. Το έκανε για να τρομοκρατήσει τον καταπιεστή, είναι κι αυτό μια μορφή πάλης. Το μυαλό χρειάζεται μια δικαιολογία για να προχωρήσει αδίστακτα στον όλεθρο. Αλλά ο καθαρός αγωνιστής δεν πείθεται. «Τολμάς να ανέχεσαι την εξαχρείωση; Τα έχεις μπερδέψει τραγικά, κορίτσι μου. Άλλο επανάσταση κι άλλο τρομοκρατία. Η επανάσταση είναι το όπλο του καταπιεσμένου, η τρομοκρατία το άλλοθι του εγκληματία». Ο σκοπός είναι ξεκάθαρος, δεν είναι ο αγώνας αλλά το ατομικό, το ποταπό συμφέρον. «Ούτε ήθελες στ’ αλήθεια να τρομοκρατήσεις τον τσιφλικά με τα απανωτά θανατικά, όπως μου έλεγες. Πίσω από την τρομοκρατία σου κρυβόταν απλώς το συμφέρον σου, οι λίρες που σου έταξαν».
Εντούτοις, είναι νόμος της ζωής, έρχεται πάντα η στιγμή να πέσουν οι μάσκες. Και τότε, η αγάπη, το πάθος, οι ιδέες, οι οικογενειακοί δεσμοί ξεσκεπάζουν και την άλλη τους όψη, τη θανατερή. Αθώοι και ένοχοι μπερδεύονται δραματικά, οι ήρωες παραδέρνουν ανάμεσα στην εσωτερική τους πάλη, τα γήινα πάθη, τα ανομολόγητα μυστικά. Ο παράφορος έρωτας της Μελιχιώς για το ομορφόπαιδο της καπναποθήκης όπου εργάζονται κι οι δυο, οι προσωπικές της πληγές, η ήττα, η ματαίωση την παρασέρνουν σε μια ξέφρενη διαδρομή γεμάτη παγίδες και θανάσιμους κινδύνους. Είναι αθώα ή ένοχη; Η ετυμηγορία αλλάζει από σελίδα σε σελίδα αυτής της συνταρακτικής ιστορίας.
Σε καίρια σημεία της αφήγησης παρεμβαίνουν επιλεγμένα ιντερμέδια από το έργο του Θεόκριτου “Φαρμακεύτριαι” που λειτουργούν ως συνδετικός ιστός ανάμεσα στο απώτερο παρελθόν και το ζωντανό παρόν. «Οι μάγισσες… το μαγικό πουλί του έρωτα… ξέφτια μνήμης από τις διηγήσεις της γιαγιάς της αναδεύτηκαν στον νου της. Κάποια πανίσχυρη κλωστή έσερνε από το παρελθόν μυστήρια και μάγια στις ψυχές σοφών και ταπεινών». Οι επωδοί επαναλαμβάνονται συνεχώς, διηγούμενες τον καημό, τη λαχτάρα της ψυχής από τα βάθη των αιώνων ως σήμερα. “Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου ᾽γεννήθη η αγάπη”. Η συγκινητικά αφελής φαρμακεύτρια του Θεόκριτου σπαράζει όπως και η Μελιχιώ, ικετεύοντας τις σκοτεινές δυνάμεις: “Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι”. Στο μυθιστόρημα της Γιώτας Γουβέλη, οι ήρωες θα ανακαλύψουν με το αίμα της ψυχής τους το νόημα της αληθινής αγάπης και της ανθρωπιάς. Σε εκείνη τη μακρινή εποχή, όπως και σε κάθε εποχή.