Υπέκυψε σε μια ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος, διευκρίνισε σε ανακοίνωσή της η εταιρία, «εκφράζοντας τη βαθιά της ευγνωμοσύνη». «Το έργο του άσκησε μεγάλη επιρροή σε κινηματογραφόφιλους και σκηνοθέτες σε όλον τον κόσμο», υπογράμμισε.
Από τις αρχές του 1956, ο Σεϊτζούν Σουζούκι γύρισε για δώδεκα χρόνια ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού (B moovies) στη Nikkatsu, με μοναδική αίσθηση του χρώματος που οι οπαδοί του αποκάλεσαν “Seijun bigaku” (αισθητική του Σεϊτζούν).
Όμως, σύμφωνα με τον εκδοτικό οίκο Kinema-Jumposha, που εκδίδει βιβλία και περιοδικά για τον κινηματογράφο, ο Σουζούκι αποπέμφθηκε το 1968 από τον εργοδότη του, που χαρακτήρισε τα έργα του «ακατανόητα» μετά την κυκλοφορία της ταινίας «Γεννημένος δολοφόνος» (“Branded to kill”). Η υπόθεση οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη και ο σκηνοθέτης θα σταματήσει στη συνέχεια να γυρίζει ταινίες για μια δεκαετία.
Αυτός ο σπεσιαλίστας στο θρίλερ, με τα μακριά μαλλιά και το λευκό γενάκι, έδειχνε μια «υπερβολική προτίμηση στην πρόκληση», έγραφε στα 1997 το περιοδικό Les Cahiers du Cinéma με την ευκαιρία μιας ρετροσπεκτίβας για τον ιαπωνικό κινηματογράφο στη Γαλλία. Πόλεμος συμμοριών, πόρνες και «περιθωριακοί εχθρικοί στις συμβάσεις και στο καλό γούστο» κατοικούν στις ταινίες του.
Θα επανέλθει στην έβδομη τέχνη το 1977, αλλά η πραγματική επιστροφή του θα γίνει το 1980 με το “Zigeunerweisen” («Τσιγγάνικη μελωδία»), που τιμήθηκε με εύφημο μνεία στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου.
Η τελευταία ταινία του, “Operetta Tanukigoten” («Βασίλισσα ρακούν»), προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στις Κάννες το 2005, μια εκπληκτική μουσική φαντασία, μια ολόφρεσκη και εφευρετική οπερέτα όπου πρωταγωνιστεί η διάσημη κινέζα ηθοποιός Ζανγκ Ζιγί.
Η μεγαλοφυΐα του αναγνωρίστηκε από μεγάλους σκηνοθέτες όπως ο Κουέντιν Ταραντίνο, ο Τζιμ Τζάρμους, ο Γουόνγκ Καρ-Γουάι ή ο Τακέσι Κιτάνο.
Πρόσφατα ο Ντάμιεν Σαζέλ, διερχόμενος από το Τόκιο για την προώθηση της μουσικής κωμωδίας του “La La Land”, χαιρέτησε τον δάσκαλο.
«Έχω εμπνευστεί λίγο από τον “Αλήτη του Τόκιο” του Σεϊτζούν Σουζούκι», μια ταινία για τη Γιακούζα (ιαπωνική μαφία) της δεκαετίας του 1960, «πρόκειται για ένα είδος κρυφού φόρου τιμής» είχε πει. «Τα πολύ μεγάλα πλάνα αυτής της ταινίας και τα πολύ ποπ χρώματά της θυμίζουν μια μουσική κωμωδία με ρεβόλβερ», «είναι ένα είδος κρυφού φόρου τιμής».