Εικαστικός δημιουργός με πολυδιάστατη δραστηριότητα και επίδοση σε πολλούς τομείς, είχε επιδείξει μεγάλη παραγωγή σχεδίων και ζωγραφικών έργων, σκηνογραφιών και ενδυματολογικών μελετών και δημιουργιών εφαρμοσμένης τέχνης.
Νωρίς ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία στο θέατρο και συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες (Δ. Μυράτ, Κ. Κουν, Σ. Ευαγγελάτος, Μ. Βολανάκης, Σ. Καραντίνας) και με σημαντικά ελληνικά θέατρα (Εθνικό, ΚΘΒΕ, Θέατρο Τέχνης, Ελληνικό Χορόδραμα κ.ά.).
Κριτικός ρεαλισμός
Η στροφή του προς τον κριτικό ρεαλισμό με χρήση φωτογραφικών ντοκουμέντων, περιορισμένη χρωματικότητα και πολιτικό περιεχόμενο ήταν μια χαρακτηριστική φάση πρώιμης ζωγραφικής του, στα χρόνια της δικτατορίας. Στη συνέχεια της πορείας του κυριάρχησαν τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία και το έντονο χρώμα. Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του τα θέματα είναι ανθρωποκεντρικά και συχνά προσωπογραφικά.
Η αφαιρετική διάθεση, η ελευθερία της γραμμής και οι χρωματικές εντάσεις συνυπάρχουν με την οξύτητα της παρατήρησης, είτε πρόκειται για απεικονίσεις προσώπων είτε άλλων θεμάτων. Σε όλο του το έργο, η έμφαση στις εικαστικές ποιότητες φανερώνει τη βαθύτερη σχέση του με τις παραδοσιακές αξίες της ζωγραφικής.
Γεννήθηκε στην Χαλκίδα το 1934 και ήταν παντρεμένος με τη Χαρίκλεια Μυταρά. Παρά το ότι ήταν πολύ μικρός το 1940, η εμπειρία του πολέμου τον ωρίμασε και του έδωσε ένα σπάνιο μάθημα ζωής. Πέρασε πολλές δυσκολίες και, όπως ο ίδιος είχε αναφέρει σε συνέντευξή του μιλώντας για τα παιδικά του χρόνια, δεν είχαν στην οικογένειά τους ούτε να φάνε. Τη βιολογική του μητέρα δεν τη γνώρισε, καθώς πέθανε όταν εκείνος ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε μια γυναίκα η οποία τους βοήθησε και οικονομικά και ανέθρεψε και τον μικρό Δημήτρη Μυταρά.
Πρώτος καμβάς του ήταν ο τοίχος του σπιτιού του. Εκεί χάραξε τις πρώτες του εμπνεύσεις, δείχνοντας από νωρίς την κλίση του στη ζωγραφική.
Σπούδασε ζωγραφική στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1953-1958), με καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά. Συνέχισε σπουδές στη σκηνογραφία στην «École Supérieure des Arts Décoratifs» καθώς και εσωτερική διακόσμηση στη «Métiers d’Art» στο Παρίσι (1960-1964) με υποτροφία του ΙΚΥ, σκηνογραφία στο École Nationale des Arts Decoratifs και εσωτερική διακόσμηση στο École des Arts et Métiers με δασκάλους τους F. Labisse και J. L Barrault.
Η πρώτη του ατομική έκθεση έγινε στην Αθήνα (1961, Ζυγός). Το 1964 ανέλαβε τη διεύθυνση του εργαστηρίου εσωτερικού χώρου των Σχολών Δοξιάδη. Με την ολοκλήρωση των σπουδών του και την επιστροφή του στην Αθήνα το 1964, ανέλαβε τη διεύθυνση του εργαστηρίου εσωτερικού χώρου των Σχολών Δοξιάδη.
Το 1969 διορίστηκε βοηθός στο Εργαστήριο Ζωγραφικής στην ΑΣΚΤ. Το 1975 εξελέγη καθηγητής του Α’ εργαστηρίου ζωγραφικής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών, το 1977 εξελέγη τακτικός καθηγητής ενώ διετέλεσε πρύτανης της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών το διάστημα 1983-1985. Εργα του έχουν εκτεθεί στην Αθήνα, σε ατομικές εκθέσεις στις γκαλερί «Ζυγός», «Αστορ», «Μέρλιν», αίθουσα Τέχνης (Θεσσαλονίκη), καθώς επίσης και σε Μπολόνια, Φλωρεντία, Ρώμη, Γένοβα κ.α.
Συμμετείχε στις Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας Νέων, Sao Paulo και Βενετίας. Αρκετές είναι και οι αναδρομικές του εκθέσεις: στην Πινακοθήκη Πιερίδη και Βελλίδειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, στο Château de Chenonceau, Loire, στο Expo 93 στο Τόκιο, στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Millesgarden Museum της Στοκχόλμης, στο Palazzo Vecchio και τη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης. Το 1978, με τη συμβολή του Δήμου Χαλκίδας, υλοποιήθηκε το όραμα του ίδιου και της συζύγου του, Χαρίκλειας, να δημιουργήσουν ένα φυτώριο όπου θα «αναπνέει» η τέχνη και θα «μεταγγίζεται» στους νέους ανθρώπους στην πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ο ίδιος δίδασκε στη Σχολή Καλών Τεχνών και λόγω περιορισμένου χρόνου το Εργαστήρι Τέχνης Χαλκίδας, που άνοιξε τις πόρτες του το 1979, το ανέλαβε η σύζυγος του.
Το 2008 εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Την ίδια χρονιά όμως ξεκινά η περιπέτεια με την όρασή του και δύο χρόνια αργότερα ακολούθησε η διαγραφή του. Εχει λάβει πολλές διακρίσεις μεταξύ των οποίων το χρυσό μετάλλιο της πόλης της Χαλκίδας ενώ το 1999 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος απένειμε στον Δημήτρη Μυταρά τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα.
Πέθανε ο Γιάννης Κουνέλλης
Η arte έγινε πιο povera
Ο παγκοσμίου φήμης Ελληνας εικαστικός, Γιάννης Κουνέλλης, άφησε εχθές την τελευταία του πνοή σε ηλικία 81 ετών. Ο θάνατός του ανακοινώθηκε αργά τη νύχτα από τον ιταλικό Τύπο. «Πέθανε ο μετρ της arte povera στη Ρώμη», γράφει η «La Repubblica».
Ο Γιάννης Κουνέλλης (Jannis Kounellis) γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1936 στον Πειραιά και μεγάλωσε στον Προφήτη Ηλία. Αν και είναι ένας από τους πιο γνωστούς Ελληνες ζωγράφους και γλύπτες στο εξωτερικό -μάλιστα οι Ιταλοί τον θεωρούν δικό τους άνθρωπο, Ιταλό- το 1956 απορρίφθηκε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Αμέσως μετά έφυγε για την Ιταλία, σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης, ζούσε μέχρι σήμερα εκεί και ήταν ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους ζωγράφους και γλύπτες της εποχής μας. Ως perfomer ενσωμάτωνε τον εαυτό του στα έργα του και δημιουργούσε με αυτόν τον τρόπο παραστάσεις. Φτιαγμένες με ταπεινά υλικά, όπως το μαλλί και το κάρβουνο, οι δημιουργίες του λειτουργούν ως αντίβαρο σε καταναλωτικά πρότυπα, αντλούν μνήμες από την ιστορία, την κοινωνία και τη φύση.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου