Ωστόσο, λίγοι γνωρίζουν ότι η εμβληματική εκπρόσωπος της αστυνομικής λογοτεχνίας έγραψε το μυθιστόρημά της το 1916, εν μέσω Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (ή «Μεγάλου Πολέμου», όπως τον έλεγαν εκείνη την εποχή). Ο Πουαρό ήταν στην πραγματικότητα η λογοτεχνική απεικόνιση ενός προσφυγικού κύματος που λίγοι γνωρίζουν στις μέρες μας -ή μάλλον θέλουν να ξεχάσουν- καθώς αφορούσε στην πρώτη βίαιη, ενδοευρωπαϊκή μετακίνηση πληθυσμών του 20ού αιώνα. Ο Πουαρό γεννήθηκε στη φαντασία της Κρίστι τον καιρό που η Μεγάλη Βρετανία δεχόταν ένα προσφυγικό τσουνάμι από το κατεχόμενο από τους Γερμανούς Βέλγιο, που η τότε κυβέρνηση δυσκολεύτηκε να διαχειριστεί.
Υπολογίζεται ότι ούτε λίγο ούτε πολύ 250.000 Βέλγοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στις βρετανικές πόλεις, κατορθώνοντας να περάσουν τη Μάγχη για να αποφύγουν τους «Ούνους» (όπως έλεγαν τότε οι Σύμμαχοι τους στρατιώτες του Κάιζερ – και προδρόμους των ναζί).
Η αυτοκρατορική Γερμανία εισέβαλε στο ουδέτερο Βέλγιο στις 4 Αυγούστου 1914, σε μια προσπάθεια να καταλάβει γρήγορα το Παρίσι, επαναλαμβάνοντας το κατόρθωμα του Γαλλοπρωσικού Πολέμου του 1871. Περίπου 1,5 εκατομμύριο Βέλγοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους (1 στους 5 κατοίκους της χώρας) αναζητώντας, κυρίως, καταφύγιο στα ελεύθερα εδάφη, κοντά στη Γαλλία. Ομως, 600.000 από αυτούς προτίμησαν να πάνε στην Ολλανδία, στη Γαλλία και, κυρίως, τη Μεγάλη Βρετανία. Για μήνες ολόκληρους ένα προσφυγικό ρεύμα πέρασε στις βόρειες ακτές της Μάγχης και υπολογίζεται ότι μόνο στις 15 Οκτωβρίου 1914 αποβιβάστηκαν στο Φόλκστοουν 26.000 άτομα. Ηταν κάτι που δεν είχε ξαναζήσει ποτέ η Ευρώπη έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το 2015.
Στην αρχή η βρετανική κοινωνία υποδέχθηκε τους Βέλγους πρόσφυγες με περίσσευμα καρδιάς. Ο ανταποκριτής της «Vanguardia» στο Λονδίνο έγραψε, τον Οκτώβριο του 1914, πως «η κυβέρνηση και ο λαός της Αγγλίας γνωρίζουν πολύ καλά ότι έχουν την ηθική υποχρέωση να συνδράμουν τους Βέλγους πρόσφυγες, να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους και να τους κάνουν εύκολη τη ζωή ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος, δίνοντάς τους δουλειές στη χώρα».
Πολλές βρετανικές οικογένειες προθυμοποιήθηκαν να φιλοξενήσουν βελγικές στα σπίτια τους, ενώ ο Τύπος άνοιξε τραπεζικούς λογαριασμούς στήριξης. Ο ίδιος ο Πουαρό εκφράζει την ευγνωμοσύνη του γι’ αυτήν την ανθρωπιστική συμπεριφορά από το πρώτο κιόλας μυθιστόρημα, όταν συναντά τον Βρετανό μετέπειτα βοηθό του, Αρθουρ Χέιστινγκς: «Αν βρίσκομαι εδώ, το χρωστώ στη γενναιόδωρη κυρία Ινγκλθορπ (σ.σ.: αλληγορικό όνομα της Αγγλίας). Ναι, φίλε μου, πρόσφερε φιλοξενία σε επτά πρόσφυγες της χώρας μου. Εμείς, οι Βέλγοι, της είμαστε αιώνια ευγνώμονες».
ΒΙΒΛΙΟ - Χριστούγεννα 2024: «Μεταπολίτευση», «Δημοκρατία», «Ελευθερία» …«Στον Ιδιο Δρόμο»
Υπήρχαν, βέβαια, στη Βρετανία και αντιμεταναστευτικές φωνές, που εκπροσωπούνταν, κυρίως, από τον πρώτο λόρδο του Ναυαρχείου… Ουίνστον Τσόρτσιλ! «Οι Βέλγοι έπρεπε να μείνουν στην πατρίδα τους. Είναι δουλειά των Γερμανών να ασχοληθούν με την επιβίωσή τους, εμείς δεν έχουμε πολυτέλεια για φιλανθρωπίες!», διακήρυσσε με αναλγησία ο μετέπειτα «πατέρας της νίκης»! Είχε μάλλον πιάσει τον σφυγμό, καθώς το κοινωνικό αίσθημα μεταστράφηκε όσο παρατεινόταν ο πόλεμος και οι Βέλγοι έφτιαχναν τις δικές τους κοινότητες με τα δικά τους έθιμα, ενώ κατέλαβαν και 60.000 θέσεις εργασίας.
Ο διασημότερος εξ αυτών έμελλε να είναι ένα πλάσμα της φαντασίας. Ο κοντόχοντρος, υποχόνδριος, εγωκεντρικός και μονόχνοτος, πλην ασύλληπτα ευφυής, Ηρακλής Πουαρό λέγεται ότι γεννήθηκε στο μυαλό της νεαρότατης τότε Αγκάθα Κρίστι με βάση έναν Βέλγο απόστρατο χωροφύλακα που έμενε κοντά της, στο Τορκί. Τον έλεγαν Ζακ Ορνέ ή Ζακ Αμουάρ και είχε κάποια κοινά στοιχεία με τον ήρωα. Ομως, φαίνεται ότι ο χαρακτήρας του Πουαρό εμπλουτίστηκε -λογοτεχνική αδεία ή… λογοτεχνική κλοπή- με ψηφίδες από άλλους ήρωες αστυνομικών μυθιστορημάτων. Οι πιο προφανείς είναι ο ντετέκτιβ Ηρακλής Ποπό, ήρωας της Αγγλίδας μυθιστοριογράφου Μαίρη Μπέλοκ Λόουντες, και ο Ιούλιος Πουαρέ, Βέλγος ντετέκτιβ με δημιουργό τον συγγραφέα Φρανκ Χάουελ Εβανς. Αναμφίβολα, υπάρχουν αναφορές και στον Σέρλοκ Χολμς, του Αρθρουρ Κόναν Ντόιλ.
Ο Πουαρό έγινε αμέσως δημοφιλής στο αναγνωστικό κοινό και η Αγκάθα Κρίστι αναγκάστηκε να τον κρατήσει στη «ζωή» έως το 1975 -δηλαδή έναν χρόνο πριν από τον δικό της θάνατο!- μολονότι είχε εξομολογηθεί ότι δεν τον πολυσυμπαθούσε. Τόσο οικείος και δημοφιλής ήταν ο Πουαρό σε εκατομμύρια ανθρώπους, ώστε, όταν «απεβίωσε» από καρδιακή προσβολή, οι «New York Times» τού αφιέρωσαν νεκρολογία – κάτι πρωτοφανές για μη υπαρκτό πρόσωπο!
Εννοείται πως για την οικονομία της πλοκής, ο Πουαρό δεν επέστρεψε στο Βέλγιο μετά το τέλος του πολέμου. Εμεινε στη Βρετανία μαζί με περίπου 20.000 συμπατριώτες του, που μπόρεσαν να ενσωματωθούν οικονομικά και επαγγελματικά.
Στην τηλεόραση από το 1988 έως το 2013
Παρά το γεγονός ότι διάσημοι ηθοποιοί τον ενσάρκωσαν στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη -με τελευταίο τον Τζον Μάλκοβιτς το 2019-, η φιγούρα του δαιμόνιου ντετέκτιβ είναι ταυτισμένη με τον εξαιρετικό Αγγλο ηθοποιό Ντέιβιντ Σουσέ (David Suchet) (φωτό πάνω). Το παρουσιαστικό και η ερμηνεία του μάλλον θα άφηναν άφωνη την Αγκάθα Κρίστι, καθώς ο Πουαρό του Σουσέ καθήλωσε εκατομμύρια τηλεθεατές από το 1988 έως το 2013, κερδίζοντας το τηλεοπτικό βραβείο BAFTA, το 1991.
Aπό την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής