Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
«Θέλω ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι», είπε ήρεμα, απόλυτα. Και υπάκουσα. Χωρίς να ζητήσω όνομα ή ταυτότητα. Ή να ρωτήσω για πόσες μέρες.
Το άσπρο καπέλο και το κλειδί με τον αριθμό 655 ήταν οι μόνες αποσκευές που κρατούσε στο χέρι της καθώς άνοιγε την πόρτα του ασανσέρ για τον έκτο όροφο. Κι εγώ έμεινα να κοιτάζω τον γαλάζιο ορίζοντα προσπαθώντας να καταλάβω από πού είχε έρθει αυτή η μυστηριώδης ύπαρξη. Καστανά μαλλιά μέχρι τους ώμους, γλυκά μάτια που αμέσως σε κλείδωναν μακριά τους. Το πλοίο της γραμμής θα έπιανε λιμάνι στις εννέα και ήταν ακόμη οκτώ και μισή. Και στον μικρό όρμο μπροστά στο ξενοδοχείο δεν φαινόταν να έχει δέσει κανένα σκάφος. Ούτε είχε ακουστεί θόρυβος μηχανής στον χωμάτινο δρόμο.
Το επόμενο πρωί κατέβηκε στην τραπεζαρία ντυμένη πάλι στα άσπρα, παρέα με έναν κομψό άνδρα, αρκετά μεγαλύτερό της, που η σύντομη εμφάνισή του στο ξενοδοχείο έμοιαζε κι αυτή με μαγική εικόνα. Αργότερα διαπίστωσα με κατάπληξη πως στο βιβλίο πελατών ήταν καταχωρισμένο το όνομα Κάρλος Π. Η εξαφάνισή του ωστόσο, αμέσως μετά, μου ήταν αρκετή για να παραμείνω νηφάλιος αποφεύγοντας τις ερωτήσεις.
Μετά το πρωινό αποσυρόταν στο δωμάτιό της. Και τα απογεύματα καθόταν σιωπηλή στη βεράντα με το άσπρο μαγιό της ενώ πιο σπάνια ξάπλωνε σε μια σεζλόνγκ στην αμμουδιά. Οσες μεθόδους και αν σοφίστηκα προκειμένου να της αποσπάσω το όνομά της, παρέμειναν ακαρποφόρητες. Και το χειρότερο, ποτέ δεν απέσπασα ένα απειροελάχιστο βλεφάρισμα των ματιών της, που έμεναν αφοσιωμένα στον γαλάζιο ορίζοντα. Το άλυτο μυστήριο της γυναίκας με τα άσπρα μόνο σαν πρόκληση μπορούσα να το θεωρήσω για τα προσόντα ενός ιδιωτικού ερευνητή, που ήταν καιρός να αναλάβει την πρώτη του υπόθεση. Γιατί αυτό ήταν το κρυφό όνειρο ενός φοιτητή τουριστικών επαγγελμάτων.
«Οι υποθέσεις προηγούνται πάντα της βεβαιότητας», έλεγα μέσα μου, έχοντας βρει ήδη το μότο. Ηταν δυστυχισμένη. Εκείνος τη ζήλευε. Την εκβίαζε με κάποιον τρόπο και δεν την άφηνε να φύγει. Και το πιθανότερο, αυτή είχε χρήματα και αυτός τα έπαιζε στο τζόγο. Ή της τα είχε φάει με το πρόσχημα μιας άτυχης επένδυσης. Το βέβαιο ήταν πως ακόμη δεν της είχα θυμώσει που με κλείδωνε μακριά της. Στα μάτια του επίδοξου ντετέκτιβ ήταν το θύμα. Και ίσως κινδύνευε.
Μέχρι που ένα πρωί πίστεψα πως ήμουν πολύ καλός στην ανίχνευση θανάσιμων μυστικών. Την είδα για πρώτη φορά να γλιστράει στη θάλασσα με το κανό της. Φορούσε μαύρο μαγιό. Και πίσω της ακολουθούσε σε άλλο κανό ο Κάρλος Π. Ο οποίος είχε εμφανιστεί ξανά στον ορίζοντα. Ανησύχησα. Σκέφτηκα να τους ακολουθήσω. Ημουν βέβαιος ότι κινδύνευε. Ομως δεν μπορούσα να φύγω από το πόστο μου. Με ποια δικαιολογία θα έτρεχα πίσω τους; Αλλωστε τα κανό ήταν μόλις δύο.
Δεν τους είδα ποτέ να επιστρέφουν. Ούτε το επόμενο πρωί τους είδα στην τραπεζαρία. Σκέφτηκα να ανέβω στο δωμάτιό τους. Πριν προλάβω όμως να κάνω οποιαδήποτε κίνηση, νωρίς το απόγευμα είδα στην ακροθαλασσιά ένα σώμα να αγγίζει την άμμο και να γλιστράει άβουλα πίσω στο νερό. Αφησα τη ρεσεψιόν και έτρεξα. Ηταν ο άνδρας. Νεκρός. Δεν φαινόταν πουθενά στα ανοιχτά κανένα κανό. Ούτε εκείνη.
Το επόμενο καλοκαίρι ήμουν πάλι στη θέση μου, στο Hotel Bell Air. Είχα ξεχάσει το όνειρό μου να γίνω ντετέκτιβ. Ηθελα να ξεχάσω πόσο λάθος είχα κάνει. Η γυναίκα με τα άσπρα δεν βρέθηκε ποτέ. Τώρα στο μυαλό μου ήταν η δολοφόνος. Η έρευνα είχε κλείσει γρήγορα, το πόρισμα είχε καταλήξει σε θάνατο από πνιγμό. Το πιθανότερο κατά το Λιμενικό ήταν ότι το πτώμα της γυναίκας είχε παρασυρθεί από τα ρεύματα. Εγώ ήμουν σίγουρος ότι ήταν δολοφονία. Ομως ποιος ήθελε μια τέτοια εκδοχή!
«Ενα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι», την άκουσα να λέει ένα πρωί. Και αμέσως το χέρι μου έπιασε το 655. Μπλε στενό φόρεμα, μπλε καπέλο, ξανθά μαλλιά και τα ίδια γλυκά μάτια που με κοιτούσαν τώρα επίμονα.
«Γιατί ήρθε;», σκέφτηκα. «Ο δολοφόνος πάντα γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος», είπα μέσα μου. Δεν με περιφρονούσε τώρα, δεχόταν τον καφέ που της πρόσφερα στη βεράντα ή στην αμμουδιά. «Ηταν το σχέδιό της», σκεφτόμουν. Στο μυαλό μου κυριαρχούσε η ανάγκη να αυτοεπιβεβαιωθώ. Να βγάλω από πάνω μου τη ρετσινιά του αποτυχημένου ντετέκτιβ ή της ματαίωσης του ονείρου.
Την παρέσυρα με το κανό στα βαθιά. Για πρώτη φορά μού χαμογελούσε τόσο πλατιά. Οχι μόνο με το βλέμμα, αλλά με όλο της το πρόσωπο. Κι εγώ για πρώτη φορά ήμουν τόσο κοντά στην αποκάλυψη ενός εγκλήματος. Ενός εγκλήματος κυρίως εις βάρος μου. Την πίεσα να ομολογήσει. Συνέχισε να χαμογελάει, το έβρισκε αστείο. Μου έλεγε πως πρώτη φορά έπαιζε τέτοιο παιχνίδι. Επεσε στο νερό. Είχε βαρεθεί, μου είπε. Μου φώναζε να βουτήξω. Επιασα το κουπί και άρχισα να τρέχω μακριά. Την άκουγα που φώναζε το όνομά μου, που λαχάνιαζε καθώς κολυμπούσε πίσω μου για να με φτάσει. Ακουγα τη φωνή της πιο αδύναμη, πιο λεπτή. Μέχρι που έπαψα να την ακούω. Σαν το νερό να είχε καταπιεί όλη της την ανάσα.
Πήρα στροφή και γύρισα πίσω. Επεσα στο νερό. Την τράβηξα πάνω στο κανό. Καθώς παραμέριζα τα βρεγμένα μαλλιά της είδα στο παγωμένο πρόσωπο πόσο μοιάζει η αλήθεια με το ψέμα. Την επανέφερα με πολλές αναπνοές. Της έδωσα το πρώτο μου φιλί. Τα μάτια της με κοίταξαν έκπληκτα. Ικετευτικά.
Μισούσε τα άσπρα. Την έλεγαν Κρίστη. Πρώτη φορά ερχόταν στο νησί. Κι εγώ πρώτη φορά χαιρόμουν που δεν είχα βρει τη δολοφόνο. Ευγνωμονώ ακόμη αυτά τα μάτια για την πιο γλυκιά αποτυχία μιας καριέρας που δεν ξεκίνησε ποτέ.
Who is Who: Η Βίκυ Χασάνδρα είναι συγγραφέας – σεναριογράφος. Συνεργάτις του Πανεπιστημίου Greenwich του Λονδίνου, διδάσκει σενάριο στο Film Studies του New York College. Τα μυθιστορήματά της «Αόρατες φωνές» (2015) και «Αμμος στο βυθό» (2017) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Τόπος. Διηγήματα και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και sites. Σενάριά της έχουν γίνει ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr