Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Τη σύλληψή της είχε ακολουθήσει μια λακωνική ομολογία.
«Είχε αναλάβει μια υπόθεσή μου, με κορόιδεψε και μου έφαγε λεφτά», είχε δηλώσει η Αθηνά Πέτζου, μοδίστρα στο επάγγελμα, ετών πενήντα τεσσάρων, με καταγωγή από κάποιο χωριό κοντά στη Θεσσαλονίκη.
«Ετσι απλά;», αναρωτήθηκε ο Λεγάκος. Στη μακρόχρονη καριέρα του είχε συναντήσει λογής και λογής φόνους. Το βλέμμα της γυναίκας και ο λόγος που την είχε οδηγήσει στο φόνο δεν έπεισαν τον έμπειρο αστυνομικό. Την πίεσε να πει περισσότερα αλλά η γυναίκα κλείστηκε στον εαυτό της λέγοντας: «Ας με δικάσετε να τελειώνουμε».
Τις υποψίες του Λεγάκου ότι κάτι άλλο υπήρχε πίσω από το έγκλημα αυτό ενίσχυσαν και οι πενιχρές πληροφορίες που κατάφεραν να συγκεντρώσουν οι άνδρες του για το θύμα. Ο,τι έμαθαν για το δικηγόρο Πέτρο Ιασωνίδη αφορούσε στην περίοδο μετά το γάμο του -σημαντική προίκα- και το άνοιγμα του γραφείου του στην οδό Σταδίου. Ανάμεσα στους φακέλους με τις υποθέσεις του γραφείου του δεν βρέθηκε κανένας φάκελος σχετικός με την Πέτζου.
«Εμένα δεν με πείθεις ότι σκότωσες για έναν τέτοιο λόγο. Δεν φαίνεσαι κακός άνθρωπος. Πες κάτι για να ελαφρύνεις τη θέση σου», της είπε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Σιωπή.
Θεωρητικά θα μπορούσε να ψάξει περισσότερο τόσο στο παρελθόν της γυναίκας όσο και του θύματος. Αλλά η ομολογία είχε γίνει και έπρεπε να στείλει την ένοχο στον εισαγγελέα. Είχε περάσει τη νύχτα στην υπηρεσία, τα μάτια του έτσουζαν από τον καπνό των τσιγάρων των νεαρών συναδέλφων του και το στόμα του ήταν στεγνό και πικρό από τους καφέδες.
Σηκώθηκε βαρύθυμα από το γραφείο του αποφασισμένος να κλείσει το φάκελο. Ας έβρισκε ο εισαγγελέας τα πραγματικά αίτια – πράγμα για το οποίο αμφέβαλλε ο Λεγάκος, γνωρίζοντας την περιφρόνηση με την οποία οι εισαγγελείς συνήθως αντιμετώπιζαν τους παρακατιανούς ενόχους- και αν δεν τα κατάφερνε εκείνος τότε ας προσπαθούσε ο συνήγορός της.
Στην πόρτα τον περίμενε μια νεαρή γυναίκα. Τα μάτια της ήταν κόκκινα -από το κλάμα; την αυπνία;- και ήταν ντυμένη λιτά, σχεδόν φτωχικά.
Ηλέκτρα & Time Fusion: «FlashΒack – Σκάλα Μνήμης» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
«Μπορώ να σας μιλήσω, κύριε αστυνόμε; Πρόκειται για την Πέτζου…».
***
Ο Λεγάκος κάθισε απέναντι στην κρατούμενη και άφησε μπροστά της ένα ποτήρι νερό. Το βλέμμα της έδειξε για άλλη μια φορά την απόφασή της να μην μιλήσει.
«Είχα μια επίσκεψη πριν από λίγο στο γραφείο μου», της είπε. «Μπορεί εσύ να μη θέλεις να βοηθήσεις τον εαυτό σου, αλλά υπάρχει κάποιος που νοιάζεται για σένα και είναι αποφασισμένος να αγωνιστεί στο πλευρό σου».
Η γυναίκα τον κοίταξε με απορία. Τι ήθελε να πει; Δεν καταλάβαινε.
«Στο γραφείο μου ήταν η Αναστασία. Η κόρη σου. Τουλάχιστον γι’ αυτήν οφείλεις να μιλήσεις».
Τα μάτια της Αθηνάς Πέτζου βούρκωσαν, το πρόσωπό της συσπάστηκε από έναν δυνατό εσωτερικό πόνο και σκέπασε το πρόσωπό της με τα γερασμένα χέρια της.
«Ο Ιασωνίδης μεγάλωσε στη γειτονιά μου. Ερωτευθήκαμε και όταν έφυγε για να σπουδάσει τον ακολούθησα», είπε ύστερα από αρκετή ώρα. «Πίκρανα τους δικούς μου, με ξέγραψαν, αλλά εγώ τον αγαπούσα. Στην Αθήνα γράφτηκε στη Νομική αλλά ζούσαμε μέσα σε μεγάλη φτώχεια. Αυτός διάβαζε κι εγώ ανέλαβα τα υπόλοιπα. Επλυνα ξενόρουχα, σφουγγάρισα αυλές και σκάλες για να τον δω μια μέρα δικηγόρο. Να ζήσουμε μαζί μια καλύτερη ζωή, όπως μου έλεγε ξανά και ξανά».
Το παράνομο ζευγάρι -γιατί ο νεαρός φοιτητής έλεγε πως θα την παντρευόταν όπως έπρεπε αφού έπαιρνε το πτυχίο του- έφερε στον κόσμο ένα όμορφο κοριτσάκι. Η Αθηνά, παρά την κούραση και τη φτώχεια, έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τον Πέτρο, που είδε την άφιξη του μωρού σαν απειλή στις φιλοδοξίες του.
Και μια μέρα, λίγο μετά την αποφοίτησή του, εξαφανίστηκε.
Η γυναίκα έμεινε μόνη, δέχθηκε την περιφρόνηση της γειτονιάς και πείνασε. Αυτή και το μωρό της. Βσπου μια μέρα, μια ευτραφής και πλούσια κυρία εμφανίστηκε στο κατώφλι της και της πρότεινε να δώσει το παιδί της για υιοθεσία.
«Είσαι μόνη και πεινάς. Αυτό το πλασματάκι δεν το σκέφτεσαι;», της είπε πάλι και πάλι, μέχρι που την έπεισε.
«Ζούσα σαν φάντασμα, πονούσα από τον αποχωρισμό της μικρής και την προδοσία του Πέτρου», είπε η Πέτζου σκουπίζοντας τα δάκρυά της. «Ωσπου με λυπήθηκε και με μάζεψε μια μοδίστρα, με έμαθε την τέχνη και όταν πέθανε κληρονόμησα την πελατεία της. Αργότερα άρχισα να μαθαίνω νέα του. Είχε παντρευτεί μια πλούσια γυναίκα, πήρε προίκα και ο πεθερός του άνοιξε γραφείο. Αλλά έπνιγα την πίκρα και την οργή μου. Τι μπορούσα να κάνω εγώ;».
Το μεγάλο χτύπημα όμως ήρθε όταν πριν ένα χρόνο έμαθε πως πίσω από την υιοθεσία τής κόρης της κρυβόταν ο Ιασωνίδης. Της την είχε πάρει τότε για να τη δώσει σε μια φτωχή οικογένεια αναλαμβάνοντας ο ίδιος τα έξοδά της. Δεν είχε αποκτήσει παιδιά και πριν μερικά χρόνια αποφάσισε να της πει ποιος ήταν.
«Αλλά δεν της έδωσε το όνομά του», είπε η Πέντζου με ήρεμη φωνή και μάτια φλογισμένα από οργή στον Λεγάκο και πρόσθεσε: «Την άφησε “αγνώστου πατρός”. Και δεν της φέρθηκε σαν πατέρας. Προσπάθησε να κάνει ανομολόγητα πράγματα… σωστός τύραννος. Μέχρι και να παντρευτεί με κάποιον δικό του την πίεζε. Οταν βρήκα το κουράγιο να πλησιάσω την κόρη μου έμαθα όσα της έλεγε για μένα. Οτι ήμουν μια πόρνη που εγκατέλειψε πατέρα και παιδί για να κάνει τη μεγάλη ζωή. Πάλεψα πολύ για να βρω το κουράγιο να τον τιμωρήσω. Γιατί το έγκλημα, κύριε αστυνόμε, δεν το έκανα εγώ αλλά αυτός, και μάλιστα διπλό».
Ο Θεόδωρος Μπενάκης σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και εργάζεται ως δημοσιογράφος από το 1983. Από το 2013 εργάζεται ως αρχισυντάκτης αγγλόφωνων ιστοσελίδων των Βρυξελλών που καλύπτουν ειδησεογραφικά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Το μυθιστόρημα «Το παρελθόν του Κυρίου Ζωρζ» είναι το δεύτερο λογοτεχνικό του έργο στο οποίο πρωταγωνιστεί ο αστυνόμος Παναγιώτης Λεγάκος. Την είσοδό του στην αστυνομική λογοτεχνία έκανε με το μυθιστόρημα «Το λάθος βήμα του τραπεζίτη» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Στοχαστής το 2017.
Την Τετάρτη: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ: ME TH MOIΡΑ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr