Του Λευτέρη Γιαννακουδάκη*
Τέτοιες ώρες εύχεσαι να μπορούσες να σκοτώσεις καθετί καλό έχει συμβεί στο παρελθόν, ειδικά αν στην εν λόγω λιμνοθάλασσα πλέει ένα γυμνό πτώμα, η ώρα είναι τέσσερις το μεσημέρι, η θερμοκρασία στα μέσα του Ιούλη κοντεύει να φτάσει τους σαράντα βαθμούς και δεν έχεις άλλη επιλογή από το να περιμένεις να έρθει το Eγκληματολογικό να συλλέξει το άψυχο σώμα.
Eως να έρθει εκείνη η ώρα μπορούσα μόνο να κοιτάω τα κοντά μαύρα μαλλιά που έπλεαν στο υφάλμυρο νερό, το οποίο έφτανε έως λίγο πάνω από τον αφαλό μου και να τραβάω αργά τζούρες από το τσιγάρο μου σε μία μάταιη προσπάθεια να αποτινάξω τις αναμνήσεις που έμπαιναν στο κεφάλι μου σαν καλοκαιρινή καταιγίδα.
Είχε τα ίδια μαλλιά, στο χρώμα του έβενου τούτη η γυναίκα που έχασα έναν χρόνο πριν ακριβώς, 21 Ιουλίου ξανά, την ίδια μέρα που αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης κοντά σε μία άλλη θάλασσα, κατακαλόκαιρο, μ’ ένα πιστόλι όπως κι αυτό που έριξε τη σφαίρα που τρύπησε το κεφάλι του κορμιού που είχα μπροστά μου, ακίνητο σε βάθος λιγότερο του ενάμιση μέτρου, αλλά η τρύπα εισόδου -πυροβολισμός εξ επαφής το δίχως άλλο-, τόσο μικρή που θα φαινόταν αστείο ότι από αυτή χώρεσε να φύγει η ζωή της, ήταν ορατή, καθώς ένα τσιμπιδάκι, με τη φιγούρα μιας πεταλούδας πάνω του, στερέωνε τα μαλλιά στο κρανίο στο σημείο εκείνο, σαν ένα βελάκι από νέον που δείχνει το στόχο ή ένα μνημείο στη σκέψη που χάθηκε.
Βγήκα στάζοντας από το νερό, να θυμηθώ να μην φοράω τζιν την επόμενη φορά που θα βρεθώ σε σκηνικό φόνου σε παραλία, το παντελόνι είχε κολλήσει ήδη πάνω μου, το Εγκληματολογικό είχε καταφτάσει πλέον, όπως και το ασθενοφόρο, πλησίασα την επικεφαλής του κλιμακίου -δεν συμπαθιόμασταν-, τη χαιρέτισα ανόρεχτα, εκείνη στραβομουτσούνιασε, ανταλλάξαμε δυο-τρεις τυπικές φράσεις, ξέχασε να με ρωτήσει πώς και γιατί βρέθηκα πρώτος στον τόπο του εγκλήματος, η άμμος έκαιγε, έψαξα με το βλέμμα τα παπούτσια και τις κάλτσες μου, θα έπρεπε να περπατήσω και να τσουρουφλιστώ για να τα φτάσω αλλά θα έκανα οτιδήποτε για να ξεφύγω από τον άχαρο αυτό διάλογο, παρόλα αυτά δεν τα έβλεπα πουθενά, πήρα μια βαθιά ανάσα όταν τον είδα μακριά να στέκεται κάτω από έναν ευκάλυπτο, φορούσε κουστούμι και κρατούσε ένα ψαθάκι και με χαιρέτισε σηκώνοντας κουνώντας το με το δεξί του χέρι.
Κοίταξα γύρω μου, ήμουν ο μόνος που τον κοιτούσε, άρα σ’ εμένα απευθυνόταν το νεύμα το οποίο είχε τώρα αλλάξει και με καλούσε, η επικεφαλής της ομάδας είχε απομακρυνθεί από δίπλα μου κι όλοι είχαν επικεντρωθεί στην προσπάθεια να βγάλουν έξω το άψυχο σώμα, έπρεπε να διασχίσω όλη την απόσταση ανάμεσά μας χωρίς παπούτσια αν ήθελα να μάθω τι ζητούσε από μένα αυτός ο νέος με το παλιομοδίτικο κούρεμα και το θλιμμένο χαμόγελο, μηχανικά άρχισα να περπατάω προς το μέρος του, έφτασα κοντά του χωρίς να πονέσουν καθόλου οι πατούσες μου, όμως η ανάσα μου είχε κοπεί σαν να περπατούσα ώρες, έσκυψα κι άρχισα να ξερνάω νερό που έκαιγε τον οισοφάγο μου, νερό θαλασσινό, άδειασα ολόκληρος κι έκατσα κάτω από τη σκιά του δέντρου, ένιωσα το σώμα του δίπλα μου, «ξέρεις κολύμπι», μου είπε, «και δεν μπορείς να το ξεχάσεις, πώς να πνιγείς;».
Δεν μπορούσα πράγματι να ξεχάσω το κορμί της δίπλα μου μέσα στο νερό, το πρωινό να μας βρίσκει αγκαλιά, τα λόγια που έμπαιναν σαν σπόρος στο εύφορο χώμα, ένας χρόνος χαμένη κι εγώ να την ψάχνω παντού για να σβήσω τις όμορφες αναμνήσεις, να την κάνω να εξαφανιστεί όπως της άξιζε.
Ο άνδρας δίπλα μου έβγαλε ένα μικρό πιστόλι από την τσέπη του, πλακέ, δεν το είχα ξαναδεί, εννιάρι πρέπει να ήταν, «ελαττωματικό μου το πούλησαν, αλλά μου το ’φτιαξαν λέει και τώρα μπορεί να κάνει τη δουλειά του κι αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι δεν άλλαξα γνώμη από τα χθες μέχρι σήμερα, αυτό προσδιορίζει την επιθυμία σου να το έχεις σκεφτεί καλά, να μην είσαι παρορμητικός παρά να ξέρεις πού στοχεύσεις κι αν δεν μπορείς τη διαδρομή να ξεχάσεις καλύτερα να καταστρέψεις τον δρόμο».
«Καλύτερα τον ταξιδιώτη, έτσι θα λησμονήσεις μοναχά, καθένας επιλέγει τι τον στοιχειώνει». Σταύρωσε τα χέρια στην καρδιά κι έκλεισε τα μάτια, έβγαλα την μπλούζα και την τύλιξα γύρω από την παλάμη μου, πήρα στο χέρι μου το όπλο, η κάνη του ανέδιδε εκείνη τη μυρωδιά της πυρίτιδας που αποδείκνυε ότι είχε πρόσφατα χρησιμοποιηθεί, επέστρεψα στην άκρη του νερού, η επικεφαλής με κοίταξε με περιέργεια καθώς της έδειξα το πιστόλι, «τι είναι αυτό»; «Pieper Bayard των 9mm, το όπλο του εγκλήματος», «πού το βρήκες;», της έδειξα το έρημο πια δέντρο, «και την έσυρε ως τη θάλασσα; δεν υπάρχουν σημάδια πουθενά».
Κούνησα το κεφάλι, κάποια σημάδια δεν φαίνονται, σκέφτηκα να της πω, αλλά δεν είχε νόημα, δεν υπάρχει λόγος να λες όλα όσα συμβαίνουν στο μυαλό σου αν θέλεις να το ξεγελάσεις κι έτσι έμεινα να την κοιτάω καθώς καλούσε κάποιον από την ομάδα της για να του δώσει το πιστόλι, σίγουρα θα έψαχναν για δακτυλικά αποτυπώματα, αλλά εγώ ήξερα ότι δεν θα βρουν τίποτα, όλα τα σβήνει τελικά ο χρόνος, η επικεφαλής έκανε ένα βήμα αλλά σταμάτησε απότομα, γύρισε προς το μέρος μου, «τι ώρα σε κάλεσαν και ποιος; άντρας ή γυναίκα; γιατί εσένα;». Αναψα άλλο ένα τσιγάρο, δεν είχα καμία διάθεση να εξηγήσω, σημασία είχε ότι πλέον δεν υπήρχε κι αφού η ελπίδα έσβησε, η μνήμη θα ακολουθούσε με τη σειρά της. Πήρα μία τζούρα από το τσιγάρο, φύσηξα τον καπνό σε δαχτυλίδια.
«Μια ώρα πριν. Γυναίκα. Το όνομά της: Μαρία Πολυδούρη».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr