Της Έρικας Αθανασίου
Με τα χρώματα δεν φαινόταν ο ιδρώτας. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ένιωθα τυχερή που είχα δικό μου μπαράκι στην παραλία. Που μπορούσα, όταν η δουλειά υποχωρούσε για λίγο, να κάνω μια βουτιά στη θάλασσα.
Μόνο που εδώ και λίγα χρόνια μπορούσα να κάθομαι όσο ήθελα στη θάλασσα, μια και οι πελάτες που εξυπηρετούσα ήταν όλο και λιγότεροι. Καφέδες και αναψυκτικά ήταν πια τα μόνα που πουλούσα. Με αυτά όμως δεν έβγαινε ούτε το ενοίκιο ούτε τα μεροκάματα.
Και τα πράγματα γίνονταν χειρότερα. Πλέον ήταν περισσότεροι οι κάθε είδους ελεγκτές, παρά οι πελάτες. Και έρχονταν με κάτι χρωματιστές βερμούδες και μαγιό κι εκεί που χαμογελούσε το χειλάκι σου ότι κάθισαν πελάτες σε τραπέζι, άρχιζαν να ψάχνουν πότε έκοψες την τελευταία απόδειξη και αν η μαγείρισσα είχε τα σωστά ένσημα.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, σαν να μην έφτανε ότι το μαγαζί αντί για Απρίλιο είχε καταφέρει επιτέλους να ανοίξει Ιούλιο, τώρα είχαν βγει και επιθεωρητές με μεζούρες. Επιαναν έναν σπάγκο και μετρούσαν. «1,90», αποφαίνονταν.
«Δεν τηρείται η απόσταση των δύο μέτρων ανάμεσα στις ξαπλώστρες».
«Μα τι φταίω εγώ αν τη μετακίνησε ο χριστιανός για να πετύχει καλύτερη σκιά»;
«Να ρυθμίσετε τις σκιές στα δύο μέτρα».
«Μα ο ήλιος μετακινείται».
«Να μετακινείτε και τις ξαπλώστρες».
«Τι 1,90, τι δύο μέτρα, βρε άνθρωπε».
«Σοβαρολογείτε; Πρόστιμο. Και γιατί βγάλατε τη μάσκα;»
«Μα, μπήκα στη θάλασσα.»
«Είσαστε σε ώρα εργασίας. Πρόστιμο».
Πρόστιμο το πρόστιμο, δεν ήταν ότι θα το έκλεινα το ρημάδι, θα έμπαινα φυλακή. Και όχι για χρέη. Για φόνο. Κάποιον από όλους αυτούς με τις βερμούδες θα σκότωνα, κάποια από όλες τις κυράδες με τα πολλά βραχιόλια που τα κουνούσαν καθώς υποδείκνυαν ότι στα τραπέζια υπήρχαν περισσότερες καρέκλες από όσες επιτρέπονταν.
Αυτός που μισούσα περισσότερο ήταν ένας που σχεδόν κάθε Σάββατο θρονιαζόταν στο μαγαζί μου. Οχι σαν πελάτης. Σαν πελατοδιώχτης. Η αλήθεια ήταν ότι δεν έκανε διακρίσεις. Πήγαινε σε όλα τα μαγαζιά της παραλίας. Κάθε φορά με διαφορετικό όχημα. Να μην τον αναγνωρίσουμε. Αλλά με την ίδια αντιπαθητική φάτσα.
Ηταν Δευτέρα και είχα αργήσει να πάω στο μαγαζί. Είχα περάσει πριν από την τράπεζα να τακτοποιήσω κάποιο από τα πρόστιμα. Οταν έφτασα τον είδα. Καθόταν ήδη σε κάποιο από τα τραπεζάκια μου. Παραδόξως δεν κοιτούσε με βλέμμα αρπακτικού δεξιά αριστερά, αλλά είχε γείρει το κεφάλι, σαν να κοιμόταν.
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
Μπαίνοντας στην κουζίνα δεν μπόρεσα να αποφύγω να κοιτάξω τα μαχαίρια μου. Πολύ θα ήθελα να του κόψω με κάποιο από αυτά το λαιμό. Δεν θεωρούσα τον εαυτό μου βίαιο, τώρα όμως πια είχα γίνει. Ηθελα να τους σφάξω όλους. Από αυτούς που έδιναν τις εντολές, μέχρι αυτούς που τις εκτελούσαν.
Εβαλα τη μάσκα μου, τσέκαρα ότι δεν έφευγε τίποτα χωρίς απόδειξη από την κουζίνα και βγήκα έξω.
Περίμενα ότι θα με φώναζε, αλλά αυτός καθόταν στην ίδια θέση, ακίνητος. Κόντεψα να τον ξεχάσω, είχε πέσει και κίνηση στο μαγαζί και κάποια στιγμή που κοίταξα προς το μέρος του είδα ότι το κεφάλι του είχε πέσει στο τραπέζι. Πρέπει να κοιμόταν κανονικά.
Ισως και να έπιασαν οι κατάρες μας και να έπαθε καμιά ηλίαση να μας αφήσει ήσυχους σκέφτηκα. Μου έπιανε βέβαια το τραπέζι αλλά καλύτερα από το να έβρισκε ευκαιρία για κάποιο πρόστιμο. Τόσο πολύ χαλάρωσα καθώς τον έβλεπα σε αυτή την κατάσταση, που μέχρι και δύο ποικιλίες έστειλα έξω χωρίς απόδειξη. Και αυτός εκεί. Με το κεφάλι στο τραπέζι.
Δεν το είχε κουνήσει μέχρι που ο ήλιος έδυσε, η ώρα πέρασε και ήθελα να κλείσω. Χωρίς να το θέλω ανησύχησα. Βρε λες να έπαθε τίποτα και τον αφήσαμε όλη μέρα τον άνθρωπο στην καρέκλα, ακριβώς δύο μέτρα απόσταση από το διπλανό τραπεζάκι, με τον ήλιο να τον χτυπάει;
Εστειλα το σερβιτόρο να του μιλήσει. Και όταν έβγαλε μια κραυγή, καθώς ο τύπος σωριαζόταν από την καρέκλα, βγήκα πανικόβλητη έξω. Δεν ξέρω αν οι κατάρες πιάνουν αλλά αυτός φαινόταν εντελώς πεθαμένος.
Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν αν υπήρχε πρόστιμο αν κάποιος πέθαινε στο μαγαζί σου. Αν υπήρχε θα ήταν μεγάλο αλλά από όσο ήξερα δεν υπήρχε, εκτός αν πέθαινε από δηλητηρίαση. Μάλλον λοιπόν δεν υπήρχε λόγος να τον θάψω κρυφά. Γι’ αυτό μάλλον θα υπήρχε πρόστιμο.
Ηρθε το ασθενοφόρο και μαζί και η Αστυνομία. Κανείς δεν σκέφτηκε να αποδώσει το θάνατό του σε φυσικά αίτια. Ολοι ήξεραν ότι τον μισούσε όλη η παραλία. Με έσυραν στο τμήμα. Ηθελα να τους πω ότι αν ήθελα να τον σκοτώσω σίγουρα δεν θα το έκανα στο μαγαζί μου. Κάποιος συνάδελφος μου τον άφησε πεσκέσι.
Το πόρισμα βγήκε. Κάποιο μπλέξιμο με τα χάπια. Αντί για χάπια να του ρίξουν την πίεση, πήρε αυτά που του την ανέβαζαν. Οπως ανέβαζε τη δική μας κάθε φορά που τον βλέπαμε να καταφτάνει.
Οτι τα χάπια μπήκαν στη βαλίτσα του από τη γυναίκα του κι αν το υποψιάστηκαν, δεν μπόρεσαν να το αποδείξουν. Μετά από καιρό μια γυναίκα ήρθε στο μαγαζί και μου συστήθηκε. Ηθελε να δει πού πέθανε ο άνδρας της. Κάτι ανέφερε για το πόσο τον είχε επηρεάσει η δουλειά. Πόσο εκνευριστικός είχε γίνει με τους ελέγχους και στο σπίτι.
Πόσο έπρεπε να απέχουν τα έπιπλα μεταξύ τους, πώς έπρεπε να είναι τοποθετημένα τα βιβλία στα ράφια, πόσο ευθυγραμμισμένα τα ποτήρια στα ντουλάπια. Λίγο από αγανάκτηση, λίγο σαν φάρσα του έβαλε από τα δικά της χάπια. Αραγε θα έκανε έλεγχο εκεί που είχε πραγματική σημασία; Από ό,τι φάνηκε όχι.
Θα ήθελα να της πω ευχαριστώ που τον ξεφορτωθήκαμε, όμως κάποιοι άλλοι είχαν πάρει τη θέση του και σύντομα έδωσα το μαγαζί και δούλευα πια σε αυτό σαν σερβιτόρα. Ηξερα τι ώρα θα κάνω διάλειμμα, ήξερα πόσα χρήματα θα πάρω, μπορούσα να χαμογελάω στους διάφορους ελεγκτές και δεν ξαναπλήρωσα πρόστιμο.
● Για τη Λίτσα, που διατηρεί ένα υπέροχο beach bar στην Καλαμάτα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr