Συνέντευξη του Πέτρου Τατσόπουλου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Διαβάζοντας τα κείμενα του βιβλίου «Είσαι και φαίνεσαι» ανακάλυψα έναν διανοούμενο που γράφει θέλοντας να κάνει τον λόγο του παρεμβατικό και να πει τη γνώμη του. Από πότε ξεκινήσατε να γράφετε άρθρα και δοκιμιακά ή άλλου είδους κείμενα;
Από τα είκοσι ένα βιβλία που έχω δημοσιεύσει μέχρι σήμερα μονάχα τα δώδεκα είναι μυθοπλασίας (μυθιστορήματα και διηγήματα). Επιφυλλίδες, άρθρα και κριτικές γράφω εδώ και μια τριακονταετία (από το 1989) σε ποικίλα έντυπα, περιοδικά κι εφημερίδες. Μπορεί κάποιος να βρει πολλά από αυτά (όχι όλα) σε επτά από τα υπόλοιπα εννέα βιβλία μου: «Πιπέρι στη γλώσσα» (Καστανιώτης, 2000), «Το ραβδί και το καρότο» (Πατάκης, 2004), «Ο ουρανός στο κεφάλι μας» (Μεταίχμιο, 2004), «Νεοέλληνες» (Μεταίχμιο, 2007), «Το βιβλίο για τα βιβλία» (Οξύ, 2010), «Ημουν κι εγώ εκεί» (Μεταίχμιο, 2016), «Είσαι και φαίνεσαι» (Μεταίχμιο, 2019).
Αυτή η έκθεση στον Τύπο δεν δημιούργησε και αντιπάθειες για τις εκφραζόμενες γνώμες σας;
Θα έλεγα ότι «αντιπάθειες» είναι μια εξαιρετικά ήπια έκφραση για να χαρακτηρίσει κανένας ορισμένες από τις αντιδράσεις – ιδίως την εποχή των social media και, κυρίως, μετά την εμπλοκή μου στην ενεργό πολιτική (από το 2012 κι εντεύθεν). Δεν πειράζει. Το έχω πλέον συνηθίσει. Ο καθείς και τα όπλα του.
Πώς συνδυάζετε να είστε δημιουργός αλλά και κριτικός;
Δεν πρωτοτύπησα σε κάτι. Ηταν συνηθισμένο φαινόμενο στο παρελθόν: ο Μ. Καραγάτσης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Αγγελος Τερζάκης, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, τόσοι άλλοι… Πάντοτε θεωρούσα ότι η ιδιότητα του αναγνώστη (και τι άλλο είναι ο κριτικός παρά ένας εθισμένος αναγνώστης;) λειτουργεί συμπληρωματικά με την ιδιότητα του συγγραφέα: η μία ιδιότητα ανατροφοδοτεί την άλλη.
Πώς καταφέρνει ένας αρθρογράφος σε μια εφημερίδα να κερδίσει τους αναγνώστες του;
Δεν ξέρω. Εικάζω με το να είναι «διαβαστερός» (κανένας δεν μας υποχρεώνει να μην προσπεράσουμε τα άρθρα οποιουδήποτε) και να μην υποτιμάει τη νοημοσύνη του αναγνώστη του. Αλλά ούτε γι’ αυτό το τελευταίο είμαι σίγουρος. Εάν κρίνω από την ποιότητα ορισμένων αρθρογράφων -και του αντίστοιχου target group αναγνωστών, στο οποίο απευθύνονται-, μάλλον θεωρούν ως δεδομένη εκατέρωθεν την απουσία νοημοσύνης. «Μακριά από τις συμφορές της νοημοσύνης», όπως έλεγαν και οι Μόντι Πάιθον.
Δημήτρης Καταλειφός στον ΕΤ: «Μεγάλο φορτίο και να παίζεις και να σκηνοθετείς»
Πώς μαθαίνετε για ένα νέο βιβλίο που κυκλοφόρησε και πώς το προσεγγίζετε; Μπορεί να σας ξεφύγει και κάποιο βιβλίο που είναι τυπωμένο σε μικρό εκδοτικό οίκο;
Τα συντριπτικά περισσότερα βιβλία είναι… καταδικασμένα να μου ξεφύγουν: δεν προλαβαίνω να τα διαβάσω, πόσω μάλλον να γράψω γι’ αυτά. Θα χρειαζόμουν επτά ζωές, αφιερωμένες αποκλειστικά στο διάβασμα και στην κριτική βιβλίου, προκειμένου να καλύψω με στοιχειώδη επάρκεια την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή. Δεν νιώθω τύψεις, πρέπει να σας πω. Οπως ίσως γνωρίζετε -από τα στοιχεία του αλήστου μνήμης Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, του οποίου ένα φεγγάρι ήμουν αντιπρόεδρος-, ο ένας στους δύο ενηλίκους συμπατριώτες μας δεν διαβάζει κανένα βιβλίο στη ζωή του· αυτό δεν τον εμποδίζει να εκφέρει γνώμη επί παντός επιστητού.
Ενα άλλο στοιχείο που μου αρέσει στα άρθρα σας είναι ο σαρκασμός και οι αναφορές που κάνετε στις παθογένειες. Αλήθεια, δέχεται ο Νεοέλληνας να κάνει την αυτοκριτική του;
Αστειεύεστε; Ο σοφότερος λαός του κόσμου; Δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Χαράσσει έναν προστατευτικό κύκλο γύρω από τον εαυτό του – και κάπου εκεί εξαντλείται και το χιούμορ του. Πλάκα, ναι· ακόμα και χοντρή πλάκα. Αυτοκριτική, ποτέ. Ποτέ δεν φταίει ο ίδιος και οι επιλογές του. Από «προδοσία» σε «προδοσία» τον σέρνουν τον καημένο.
Τι λείπει από τον εκδοτικό χώρο της Ελλάδας που θα θέλατε να υπήρχε;
Αναγνώστες. Πέρα από την πλάκα, είναι ντροπή μας να επικαλούμαστε διαρκώς τους ένδοξους προγόνους μας και για το ίδιο το έργο τους να γνωρίζουμε την τύφλα μας. Πώς να μη μας πάρουν έπειτα οι ξένοι στο ψιλό; Ξέρετε κάτι; Δεν είμαστε οι μοναδικοί τενεκέδες ξεγάνωτοι στην υφήλιο. Εκείνο που μας διακρίνει από τους υπόλοιπους τενεκέδες ξεγάνωτους της οικουμένης είναι η αλαζονεία επειδή κάποιοι ομοεθνείς μας, πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, έδωσαν τα φώτα τους στην ανθρωπότητα. Εντάξει, εκείνοι τα έδωσαν. Εμείς τι δώσαμε; Μη μου απαντήσετε· ξέρω πως η απάντηση θα είναι σόκιν.
Πώς νιώθετε όταν με ένα άρθρο σας έχετε συνεισφέρει να γίνει γνωστό ένα θέμα ή ένα βιβλίο ή κάτι άλλο;
Δεν έχω αυταπάτες. Σήμερα όλες οι εφημερίδες μαζί δεν πουλούν ούτε το ένα δέκατο των φύλλων που πουλούσαν προ εικοσαετίας. Η απάντηση που θα δώσει ένα σαχλοκούδουνο σε ένα τηλεοπτικό ριάλιτι της συμφοράς μπορεί να επηρεάσει εκατονταπλάσιους ή και χιλιαπλάσιους από όσους θα επηρεάσω εγώ, όχι με ένα, αλλά με όλα τα άρθρα μου μαζεμένα. Και ο μοναχικός αναγνώστης που θα με σταματήσει στον δρόμο, και το ξεκάρφωτο επαινετικό μέιλ που θα λάβω -μέσα στην ομοβροντία των υβριστικών-, μου αρκούν ως ανταμοιβή. Σε λίγο καιρό οι άνθρωποι που διαβάζουν, οι άνθρωποι που γράφουν και, πρωτίστως, οι άνθρωποι που βάζουν ακόμα το καβουρντιστήρι μέσα στο κεφάλι τους να δουλέψει θα είναι δακτυλοδεικτούμενοι· όπως παλιά, οι τρελοί του χωριού.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ
Ο Πέτρος Τατσόπουλος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο τον Δεκέμβριο του 1959. Σπούδασε οικονομικά και πολιτικές επιστήμες. Εργάστηκε ως ασκούμενος κοινωνικός λειτουργός, συν-σεναριογράφος (Οι απέναντι [1981] του Γιώργου Πανουσόπουλου, Υπόγεια διαδρομή [1983] του Απόστολου Δοξιάδη), δημοσιογράφος, σύμβουλος εκδόσεων και παρουσιαστής πολιτιστικών εκπομπών στη δημόσια και στην ιδιωτική τηλεόραση: Πνεύμα αντιλογίας (ΕΤ-1, 1999-2000), Μεγάλοι Ελληνες-Ελευθέριος Βενιζέλος (ΣΚΑΪ, 2009), 1821 (ΣΚΑΪ, 2011), Μπρα ντε Φερ (Action 24, 2014). Μαζί µε τον Κώστα Μουρσελά, τον Γιώργο Σκούρτη και τον Αντώνη Σουρούνη μετείχε στο Παιχνίδι των Τεσσάρων (1998). Εχει δημοσιεύσει είκοσι ένα βιβλία. Ανάμεσά τους: Οι ανήλικοι (1980), Το παυσίπονο (1982), Η καρδιά του κτήνους (1987 – μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ρένο Χαραλαμπίδη το 2005), Η πρώτη εμφάνιση (1994), Τιμής ένεκεν (2004), Η καλοσύνη των ξένων (2006), Νεοέλληνες (2007), Ο Σίσυφος στο μπαλκόνι (2009 – Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), Το βιβλίο για τα βιβλία (2010), Ημουν κι εγώ εκεί (2016), Γκαγκάριν (2016), Η κυρία που λυπάται (2018).
Από την έντυπη έκδοση