Ετσι χαρακτηρίζει εφημερίδα του Μεσοπολέμου τους σκιτσογράφους της περιόδου, που, όπως και οι σημερινοί, σκιτσάρουν με ουρά διαβόλου, έχουν χιούμορ, αλλά δεν αστειεύονται…
Ο πρώτος που καταλαβαίνει τη δύναμη της εικόνας σε απλές κατανοητές γραμμές, που -σε αντίθεση με τον τυπωμένο λόγο- μπορεί να φτάσει εύκολα στους αγράμματους ακόμα συμπατριώτες του, είναι ο ίδιος ο στρατηγός του Αγώνα Γιάννης Μακρυγιάννης, που γράφει στα απομνημονεύματά του: «Είχα δύο όπου δούλευαν από το 1836 έως το 1839. Τους είχα μυστικούς και τους πλέρωνα και τους φαγοπότιζα κι έφτιασαν 125 εικονογραφίες». Σε αυτά τα έργα, όπου κυριαρχεί η παρουσία του λαϊκού καλλιτέχνη Γιώργου Ζωγράφου, αποτυπώνεται για πρώτη φορά ο πραγματικός ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων, που από τη μία συντελούν στην απελευθέρωση της χώρας, αλλά από την άλλη την αλυσοδένουν, πριν ακόμα κερδίσει την ανεξαρτησία της, με δυσβάστακτο οικονομικό ζυγό.
Ομως, ο Μακρυγιάννης είναι και ο πρώτος που νιώθει την απέχθεια της εξουσίας απέναντι στην εικονογραφημένη κριτική, όταν δέχεται την οργισμένη δίωξη του αντιβασιλέα Αρμασμπεργκ: «Αυτό το κάδρο τόμαθε αυτός και με κατέτρεχε, και για να μην ακολουθήση τίποτας, ήρθαν φίλοι εις το σπίτι μου, και σύμφωνος κι ο Ζωγράφος, ότι θα τον κατέτρεχαν ότι θα τον παίδευαν και χωρίς να είμουν εκεί τόκαψαν χωρίς να φανεί εις το φως, κι υποσχέθη να μου το ματαφτιάση και δεν τόφτιαξε».
Πρωτοπόροι του σκίτσου στην Ελλάδα του 19ου αιώνα είναι ο Αθανάσιος Ιατρίδης, ο Νίκος Μπίλλερ, που δημοσιεύει στην «Τράκα Τρούκα» και στον «Δημόκριτο», και ο σκιτσογράφος και… εφοπλιστής Στέφανος Ξένος, που είναι εκδότης της εφημερίδας «Βρετανικός Αστήρ». Ομως, ο κορυφαίος σκιτσογράφος εκείνου του αιώνα δεν είναι άλλος από τον Θέμο Αννινο, που ανοίγει το δρόμο για τη θεμελίωση της γελοιογραφίας στα έντυπα, ενώ ο ίδιος είναι εκδότης των κορυφαίων σατιρικών εντύπων της περιόδου, «Ασμοδαίος» και «Σατυρικόν Αστυ», που σταδιακά μετατράπηκε στην εφημερίδα «Αστυ».
Τέλος, την ίδια εποχή, ξεχωρίζει και ο σκιτσογράφος-εκδότης Παναγιώτης Πηγαδιώτης, με τις κλασικές -μέχρι και σήμερα- έγχρωμες λιθογραφίες που δημοσιεύει στα έντυπά του «Αριστοφάνης» και «Νέος Αριστοφάνης».
Ο ερχομός του 20ού αιώνα μαζί με την εξέλιξη της τυπογραφίας και την άνοδο του λαϊκού και σατιρικού Τύπου απελευθερώνουν το ρόλο του σκιτσογράφου, που μέχρι τότε ταυτιζόταν με αυτόν του ζωγράφου ή του χαράκτη. Απόδειξη του ασαφούς για κάποιους ρόλου του, αποτελεί μια διαφήμιση κάποιου περιοδεύοντος μπουλουκιού, το 1908, όπου βλέπουμε τους γελοιογράφους να αποτελούν κάποιο είδος γελωτοποιών τσίρκου, αφού το κείμενο της καταχώρησης αναφέρει: «Παραστάσεις του μεγάλου διεθνούς θεάτρου ποικιλιών. Μεταμορφωταί, αθληταί, γελοιογράφοι, γυμνάσματα ζώων, κωμικοί, χορευταί, εγγαστρίμυθοι κ.λπ.».
Πλέον, οι περισσότερες εφημερίδες έχουν στις τάξεις τους κάποιον σκιτσογράφο, που σκιαγραφεί την επικαιρότητα και εικονογραφεί τους πρωταγωνιστές στις δικαστικές αίθουσες -η φωτογραφία κάνει ακόμα τα αρχικά της βήματα στον Τύπο-, ενώ το ίδιο πρόσωπο κάποιες φορές μετατρέπεται και σε γελοιογράφο. Το πενάκι του σκιτσογράφου αποτελεί πλέον «όπλο» που όλο και περισσότεροι φοβούνται και σέβονται.
Στη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού, στο διαχρονικά αγαπημένο θέμα του ελληνικού Τύπου «τι γράφουν για εμάς στο εξωτερικό», προστίθεται πλέον και το «τι σκιτσάρουν για εμάς»: «Οι Γάλλοι γελοιογράφοι απέκτησαν την ακράδαντον πεποίθησιν ότι αποτελούν εθνικό παράγοντα και εθνικήν δύναμιν. Και καταναλίσκουν όλας τας πολυτίμους αρετάς των διά να γελάσουν εις βάρος της Ελλάδος, της Τουρκίας κ.λπ. Αλλοτε μας ειρωνεύονται διότι έχομεν μεγαλύτερον θράσος από δύναμιν. Αλλοτε τουναντίον ευρίσκουν ότι είμεθα δειλοί και άνανδροι, και ότι φοβούμεθα να κάμνωμεν χρήσιν της σχετικής υπεροχής μας. Και μας ονομάζουν ανίκανους, και μας ονομάζουν μικρούς. Και μας ονομάζουν ό,τι θέλετε. Μερικοί όμως γελοιογράφοι από πνεύμα αντιλογίας διαμαρτύρονται. Οι “Άνθρωποι της ημέρας”, ιδίως μετά την νότα των Δυνάμεων, είχον την αξιέπαινων τόλμην να δημοσιεύσουν μιαν Ελλάδα με κομμένα τα χέρια και τα πόδια της. Προχθές, το ίδιο περιοδικόν, εις μιαν θαυμάσιαν παρωδίαν του γαλλικού μιλιταρισμού, μας παρουσιάζει έναν Γάλλο ιππέα ανερχόμενον επί της Ακροπόλεως, εμπρός από έναν Ελληνα που έχει καρφωμένο το στόμα του».
Το 1926 ιδρύεται ο Σύνδεσμος Σκιτσογράφων, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου διοργανώνει εκθέσεις που συγκεντρώνουν την προσοχή του κοινού και τη θετική κριτική σημαντικών ανθρώπων του πνεύματος. Σε αυτές, εκθέτουν τα έργα τους οι σημαντικότεροι σκιτσογράφοι της εποχής, όπως οι Αλή Ντίνο Μπέη, Γεώργιος Γκεϊβέλης, Φωκίων Δημητριάδης, Ηλίας Κουμεντάκης, Νίκος Καστανάκης, Νήφων Μπεκρής (Σπύρος Βασιλείου), Ευάγγελος Τερζόπουλος (ο μετέπειτα εκδότης), Σταμάτης Πολενάκης και πολλοί άλλοι. Εφημερίδα του 1929 σχολιάζει την έκθεση εκείνης της χρονιάς: «Αφ’ ότου ο Θέμος Αννινος και ο Μ. Αθανασιάδης εξέλιπον παρήθλον τόσα έτη και μόνο εσχάτως ανεφάνησαν νέοι σκιτσογράφοι οίτινες και απετέλεσαν Σύνδεσμον, εμφανιζόμενον δι’ εκθέσεων. Η εφετινή είναι ανωτέρα και κατά ποσόν και κατά ποιόν της περσινής πρώτης εμφανίσεών των. Αλλά είναι τόσα πολλά τα σκίτσα -220- ώστε ζαλίζεται κανείς στο πέλαγος της κωμικής γραμμής».
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
Στα χρόνια του ελληνοϊταλικού πολέμου και της Κατοχής οι σκιτσογράφοι είναι στην πρώτη γραμμή της έντυπης μάχης. Ολοι έχουμε δει τα εκατοντάδες σκίτσα γελοιοποίησης του «κοκορόφτερου» Ντούτσε, στον οποίο βγάζουν το άχτι τους, αφού μέχρι τότε η δικτατορία του Μεταξά απαγόρευε τη γελοιογραφική απεικόνιση του Ιταλού δικτάτορα. Το έπος της Αλβανίας αναβαπτίζει τις εφημερίδες που ανακτούν τις προδικτατορικές κυκλοφορίες, αλλά και τους σκιτσογράφους που πρωταγωνιστούν σε όλα τα πρωτοσέλιδα της εποχής, σε λαϊκές αφίσες, ταχυδρομικά δελτάρια και στην κάθε είδους απεικόνιση του ηρωισμού του Μετώπου, συντελώντας έτσι στην ανύψωση του ηθικού του λαού.
Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει σε πλήρη άνθηση την ελληνική γελοιογραφία, αφού πλέον δεν νοείται έντυπο που να μην κοσμεί την πρώτη του σελίδα με κάποια γελοιογραφία. Η περίοδος αυτή, μέχρι τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, αποτελεί και τη χρυσή εποχή μιας σειράς λαϊκών εντύπων («Ρομάντζο», «Θησαυρός»). Οι σελίδες τους γεμίζουν με χιλιάδες γελοιογραφίες που σατιρίζουν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου. Σημαντικότερο όνομα αυτής της περιόδου είναι ο Φωκίων Δημητριάδης, αλλά και οι Κώστας Μητρόπουλος, Κυρ, Αρχέλαος, Παύλος Παυλίδης, Μιχάλης Γαλλίας (με τη χοντρή του «Θησαυρού»), Βασίλης Χριστοδούλου, οι οποίοι μαζί με τη νεότερη γενιά της Μεταπολίτευσης θα σκιτσάρουν με το πενάκι τους τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας.
Η γελοιογραφική έκθεση στον «Παρνασσό» με 152 έργα
«Και γελάει κανείς στον Παρνασσό με… 152 διαφορετικούς τρόπους» σημειώνει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Σταμάτης Φιλιππούλης
Τον Οκτώβριο του 1959 διοργανώνεται στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός» μια γελοιογραφική έκθεση στην οποία παρουσιάζουν τα 152 έργα τους οι γνωστότεροι σκιτσογράφοι εφημερίδων και περιοδικών της εποχής.
Απόλυτα ταυτισμένος στο χιουμοριστικό πνεύμα του χώρου είναι ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Σταμάτης Φιλιππούλης, που μας περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο ότι πιο… σοβαρά από άλλους την έκθεση την είχε πάρει το κοινό της, που ήταν ιδιαίτερα κριτικό με τους σκιτσογράφους: «Και γελάει κανείς στον Παρνασσό με… 152 διαφορετικούς τρόπους. Γελάει… Δημητριακά, συγνώμη Δημητριαδικά, γελάει… Γαλλικά, ω μπαρδόν Γαλλιακά, γελάει… αναστάσιμα βλέποντας τις γελοιογραφίες των αδελφών Μ. και Σ. Αναστασοπούλου, γελάει με στοργή με τα επιτεύγματα του Μητρόπουλου, γελάει όπως και να είναι, ανεξαρτήτως πολιτικών τοποθετήσεων. Εκανα μια μικρή, ας το πούμε, σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης για τη… γνώμη της επί των εν λόγω εκθεμάτων και ιδού το αποτέλεσμα. Αρχισα από ένα μεσόκοπο κύριο, που αρκετή ώρα στεκόταν μπροστά στις γελοιογραφίες του Φ. Δημητριάδη.
– Βλέπετε τις γελοιογραφίες του Δημητριάδη;
– Τις βλέπω.
– Βλέπεται τι κάνει στον Καραμανλή, στον Τσάτσο, στον Αβέρωφ, στον Παπανδρέου και σε όλους τους πολιτικούς;
– Το βλέπω.
– Εσείς, αν ήσαστε ο Καραμανλής, τι θα του κάνατε του Δημητριάδη;
– Τίποτα.
– Εγώ, όμως, αν π.χ. ήμουν ο Καραμανλής, θα του έκανα μήνυση.
– Ναι, αλλά δεν είστε.
– Δυστυχώς, απαντά ο μεσόκοπος κύριος, μουρμουρίζοντας αρκετά δυνατά: «Βρε τι τραβάνε. Βρε τι τραβάνε (οι πολιτικοί). Να μην μπορώ να τους κάνω μήνυση (στους γελοιογράφους)».
Λίγο αργότερο ο δημοσιογράφος πλησιάζει άλλον κύριο που… προσπαθεί να διαβάσει μια γελοιογραφία του «Μποστ».
– Αγαπάτε τον Μποστ;
– Αυτόν το… δολοφόνο;
– Δολοφόνος ο Μποστ;
– Μα δεν βλέπετε; Εχει κατακρεουργήσει την άμοιρη ορθογραφία.
– Μα είναι το ύφος του αυτό.
– Ωραίο ύφος. Αν τον είχα μαθητή μου, θα τον απέβαλλα διαρκώς».
Τη μεγαλύτερη έκπληξη ο Σταμάτης Φιλιππούλης θα τη δοκιμάσει… κρυφακούγοντας κάποιους που παρατηρούν μια σύνθεση του Παύλου Παυλίδη και σχολιάζουν την τιμή πώλησής της: «Για κοίτα τον (εννοεί τον γελοιογράφο), από τη μία σατιρίζει αυτούς που έκαναν τα έργα της Ομονοίας κι από την άλλη ζητάει για ένα σκίτσο της 16 χιλιάρικα». «Λοιπόν, να σου πω», λέει ο άλλος. «Εχω την εντύπωση ότι και ο Παυλίδης εργολάβος θα είναι».
Κωνσταντίνος Μπορδόκας
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής