Αντιθέτως, επικράτησε ζεστό και φιλικό κλίμα, που είχε και χαλαρές συζητήσεις με μπόλικο… μπάσκετ και ποδόσφαιρο. Και τον αρχηγό της Εθνικής Ελλάδας Τ. Μπακασέτα -που είναι ο πιο δημοφιλής παίχτης στην Τουρκία- να έχει την τιμητική του.
«Αλλος» Ερντογάν
Στην ατμόσφαιρα πλανιόταν η αίσθηση ότι στην αίθουσα βρισκόταν ένας «άλλος Ερντογάν, ένας αλλαγμένος Τούρκος πρόεδρος. Πολύ πιο διαλλακτικός και φιλικός και καθόλου ερειστικός. Ολοι γνώριζαν ότι η στροφή του Τ. Ερντογάν ήταν και είναι κυρίως εξ ανάγκης λόγω της απομόνωσης της Τουρκίας και της σφοδρής επιθυμίας του να αναθερμάνει τις σχέσεις του με τη Δύση και -κυρίως- να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για την τελωνειακή ένωση με την Ε.Ε. Μέσα από τις διυπουργικές συναντήσεις και την τετραμερή συνάντηση κορυφής προέκυψε ότι η Τουρκία θέλει και ζήτησε τη βοήθεια της Ελλάδας, για την αποκατάσταση των σχέσεών της με την Ε.Ε. Αναγνωρίζοντας έτσι, ότι η Ελλάδα είναι η μόνη γέφυρα για την ευρωπαϊκή προοπτική της.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντες ενδιάμεσοι σταθμοί, με σημαντικότερους το Κυπριακό, το casus belli και το τουρκολιβυβικό μνημόνιο. Αν δεν υπάρξει πρόοδος σε αυτά τα θέματα, μοιάζει δύσκολο να υπάρξει εξέλιξη στα μείζονα θέματα.
Ολοι ξέρουν ότι δεν λύθηκαν τα σημαντικά προβλήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αντιθέτως η ουσιαστική λύση (;) τους είναι μπροστά. Αλλά τα ήρεμα νερά και η απότομη μετάβαση από το «Μητσοτάκης γιοκ» και το «θα έρθουμε μια νύχτα», στο «φίλε Κυριάκο» και το χειροκρότημα του Τ. Ερντογάν, όταν ο Ελληνας πρωθυπουργός τον διόρθωσε με τακτ, για τη μουσουλμανική και όχι τουρκική μειονότητα στη Θράκη, όπως και να το δει κανείς, δημιουργεί μια πιο ασφαλή και καλή βάση για τη συζήτηση των «καυτών» θεμάτων, τα οποία παραμένουν.
Το κέρδος από την επίσκεψη του -«ήρεμου» και πιο «δυτικού» αυτή τη φορά- Τ. Ερντογάν είναι το νέο μορατόριουμ που υπεγράφη και το οποίο, εφόσον τηρηθεί, εξασφαλίζει «ήρεμα νερά» και χρόνο νηφαλιότερης συζήτησης, για τα σοβαρότερα θέματα που αφορούν την ουσία των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Η Διακήρυξη των Αθηνών (που με μια έννοια παραπέμπει στο μορατόριουμ Κ. Παπούλια – Μ. Γιλμάζ το 1998 και εξασφάλισε τουλάχιστον 6 χρόνια ηρεμίας) θεωρείται ιδιαίτερης σημασίας. Οχι μόνο γιατί συνιστά δέσμευση για ειρηνική επίλυση των προβλημάτων. Ούτε μόνο γιατί γίνεται σαφής επίκληση στο χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και το Διεθνές Δίκαιο, αλλά και γιατί μπορεί να γίνει επίκλησή του σε διεθνή φόρα και οργανισμούς, εφόσον υπάρξει παραβίασή του. Η Διακήρυξη δεν έχει νομική ισχύ. Ωστόσο έχει ισχυρή πολιτική ισχύ.
Δύο ραντεβού
Μπροστά υπάρχουν δύο σημαντικά ραντεβού: Η επόμενη συνάντηση των δύο αντιπροσωπειών στην Τουρκία τον Φεβρουάριο του 2024, όπου αφ’ ενός θα ελεγχθεί η τήρηση των συμπεφωνημένων στην Αθήνα και αφ’ ετέρου θα συζητηθεί η δυνατότητα επέκτασης της θετικής ατζέντας» και ίσως η περεταίρω ενίσχυση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Το πιο κρίσιμο ραντεβού όμως είναι την άνοιξη του 2024, όταν ο Κ. Μητσοτάκης θα επισκεφθεί την Αγκυρα και θα συναντηθεί εκ νέου με τον Τ. Ερντογάν. Κι εκεί, όπως φαίνεται, θα προχωρήσει ο πολιτικός διάλογος και θα κριθεί αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για το κρίσιμο βήμα. Το γεγονός ότι η συνάντηση θα γίνει πριν από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, δεν αφήνει περιθώρια για άμεσες εξελίξεις. Ομως ακολουθεί η συνάντηση των δύο ηγετών τον προσεχή Ιούλιο στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ.
Επιμένει ο Φιντάν: «Το θέμα δεν είναι μόνο το Αιγαίο, αλλά και η στρατιωτικοποίηση των νησιών»
Οπως τονίζει κορυφαία κυβερνητική πηγή, ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία ο ειλικρινής προσδιορισμός των διαφωνιών που υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών, παρά οι συμφωνίες που υπογράφηκαν και το καλό κλίμα που επικράτησε. Αυτό σημαίνει ότι όταν έρθει (;) η ώρα για την προσφυγή στη Χάγη τα δεδομένα θα είναι πιο καθαρά και σαφή. Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει αποστεί από την πάγια θέση ότι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μπορεί να αφορά μόνο ένα θέμα: Την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Ο δρόμος για τη Χάγη παραμένει μακρύς και δύσκολος, ωστόσο αρχίζουν και αχνοφαίνονται προϋποθέσεις προς αυτή την κατεύθυνση, χωρίς να θίγονται οι «κόκκινες γραμμές». Οπως καθίσταται πιο σαφές ότι για την υπογραφή συνυποσχετικού, μεσολαβεί η επίλυση αρκετών δύσκολων θεμάτων. Οπως π.χ. η διευθέτηση του Κυπριακού, η κατάργηση του casus belli και η κατάργηση του τουρκολυβικού μνημονίου. Σε κάθε περίπτωση όμως, υπάρχει ένα νέο και πιο θετικό τοπίο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το ποιους καρπούς μπορεί να αποδώσει, μένει να αποδειχθεί στην πράξη.
Η σύγκριση με το «πικρό» 2017
Βέβαιο επίσης είναι ότι η πρόσφατη επίσκεψη του Τ. Ερντογάν δεν έχει την παραμικρή σχέση με την επίσκεψή του το 2017. Οταν συναντήθηκε με έναν αμήχανο Πρόεδρο της Δημοκρατίας κι έναν ανίσχυρο πρωθυπουργό, προκαλώντας μείζον διπλωματικό και πολιτικό επεισόδιο, θέτοντας -μεταξύ άλλων- θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης.
Τότε ήρθε σε μια πρόχειρα προετοιμασμένη συνάντηση και πήγε και στη Θράκη «παίζοντας» με τη μειονότητα. Τώρα προσήλθε σε εξαιρετικά προετοιμασμένη -από τον Γ. Γεραπετρίτη, την Αλ. Παπαδοπούλου, την Ε. Μπούρα και τα στελέχη του υπ. Εξωτερικών- συνάντηση, την οποία αποδέχθηκε με προφανή προθυμία και δεν πήγε στη Θράκη.
Τότε, είχε συναντηθεί με την ηγεσία μιας χώρας οικονομικά και αμυντικά εξουθενωμένης. Τώρα συναντήθηκε με μια άλλη ηγεσία της ίδιας χώρας οικονομικά πολύ πιο ισχυρής και αμυντικά – διπλωματικά (εξοπλισμοί, συμφωνίες με ΗΠΑ, Γαλλία, Ισραήλ, Αίγυπτο και Ιταλία κ.λπ.), πολύ πιο ισχυρής. Η διαφορά φάνηκε διά γυμνού οφθαλμού. Οπως φαίνεται και η ελαφρότητα της κριτικής περί χώρας «προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης» ή απόψεις του τύπου «η άμυνα δεν είναι αυτοσκοπός».
Συναίνεση για εθνικό μέτωπο
Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να προχωρήσει στην προσπάθεια διαμόρφωσης ισχυρού εσωτερικού μετώπου στα εθνικά θέματα, εν όψει και των εξελίξεων που ενδέχεται να υπάρξουν. Η συναίνεση όσο το δυνατόν περισσότερων πολιτικών δυνάμεων παραμένει στις προτεραιότητες του Μ. Μαξίμου.
Στο πλαίσιο αυτό, εντάσσεται και η πρωτοβουλία του Γ. Γεραπετρίτη με επιστολή του στον Πρόεδρο της Βουλής, να ζητήσει σύγκληση της Διαρκούς Επιτροπής Αμυνας και Εξωτερικών, προκειμένου να ενημερωθούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης για τα αποτελέσματα του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας.