Η Επιστημονική Κοινότητα επισήμανε εγκαίρως ότι πολύμορφες και πολυσύνθετες ανθρωπογενείς παρεμβάσεις, κυρίως κατά τον 20ό αιώνα, έχουν προκαλέσει μιαν, επίσης ανθρωπογενούς προέλευσης, ανεξέλεγκτη αποσταθεροποίηση του Κλίματος, σηματοδοτώντας ταυτοχρόνως την επικίνδυνη μετάβαση από την Κλιματική Αλλαγή στην Κλιματική Κρίση. Συγκεκριμένα, “προφητικά” ο Svante Arrhenius υπολόγισε, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, ότι τυχόν διπλασιασμός του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα του Πλανήτη θα οδηγούσε στο φαινόμενο της “Θερμής Οικίας” (“Hot House”), κατά το οποίο η μέση θερμοκρασία σε αυτή θ’ αυξηθεί περισσότερο από 2 βαθμούς Κελσίου. Κατά τον 20ό αιώνα η ως άνω θεωρία ονομάσθηκε “Φαινόμενο του Θερμοκηπίου”. Kαι έχει ήδη αποδειχθεί ότι τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα -που είναι ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες του θερμορυθμιστικού συστήματος της Γης- έχουν αυξηθεί περισσότερο από 25%. Η τάση δε αυτή, παγκοσμίως, παραμένει ανησυχητικώς αυξητική.
Ο Καθηγητής Paul Crutzen ονόμασε την προμνημονευόμενη περίοδο “Ανθρωπόκαινο” (Anthropocène”). Λέξη σύνθετη, την οποία συναποτελούν οι επιμέρους λέξεις “άνθρωπος” και “καινός” και η οποία σημαίνει, κατ’ ουσία, την “πρόσφατη περίοδο”. Κατά την περίοδο αυτή η συχνότητα εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων εντείνεται μ’ εντυπωσιακό ρυθμό, εξ ου και η “επιβαρυντική μετάβαση” από την Κλιματική Αλλαγή στην Κλιματική Κρίση. Σύμφωνα με τις μετρήσεις, οι οποίες έχουν αρχίσει να διεξάγονται με αξιόπιστο τρόπο από το 1850, ο Πλανήτης έζησε κατά την τελευταία δεκαετία τα πέντε πιο θερμά έτη της μεταβιομηχανικής εποχής, με το 2023 να είναι το θερμότερο όλων. Τις μετρήσεις αυτές επιβεβαίωσε και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Κλιματικής Αλλαγής “Copernicus”. Παρά την κατά τα προεκτεθέντα έγκαιρη προειδοποίηση της Επιστημονικής Κοινότητας, η θεσμική αντιμετώπιση της “προ των πυλών” Κλιματικής Κρίσης καθυστέρησε δραματικά, δοθέντος ότι εν προκειμένω και η Διεθνής Κοινότητα και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν μάλλον ακολουθήσει μια –βεβαίως με τις μεταξύ τους διαφορές- τακτική “Επιμηθέων”. Ειδικότερα:
I. Tα δεδομένα του Διεθνούς Δικαίου για το Περιβάλλον
Έως την δεκαετία του ΄70, τα θέματα του Περιβάλλοντος γενικότερα, και κατ’ εξοχήν εκείνα της Κλιματικής Αλλαγής στην πορεία της προς την Κλιματική Κρίση, δεν είχαν απασχολήσει, από πλευράς θεσμικής-κανονιστικής ρύθμισης, την Διεθνή Κοινότητα. Κατά συνέπεια, το εν γένει Διεθνές Δίκαιο τα “αγνοούσε”. Αυτό οφείλεται στο ότι τα έως τότε τα περιβαλλοντικά ζητήματα εθεωρούντο, διαχρονικώς, τοπικά ή και περιφερειακά, ως εμφανιζόμενα μόνο σε περιοχές μ’ έντονη βιομηχανική δραστηριότητα και ανάπτυξη,.
1. Το πρώτον η Διεθνής Κοινότητα ασχολήθηκε θεσμικώς με θέματα περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος στο τέλος της δεκαετίας του ΄60, κατά την “Διάσκεψη για την Βιόσφαιρα”, η οποία διοργανώθηκε υπό την αιγίδα της UNESCO και τα συμπεράσματά της εντάχθηκαν στην έκθεση με τίτλο “Προβλήματα του Ανθρωπογενούς Περιβάλλοντος”, που δημοσιεύθηκε το 1969. Επρόκειτο για την πρώτη σοβαρή προειδοποίηση για τον επερχόμενο κίνδυνο της βαθιάς περιβαλλοντικής κρίσης, η αντιμετώπιση του οποίου έπρεπε να γίνει χωρίς χρονοτριβή. Σημαντικός επόμενος σταθμός ήταν η έκθεση της “Λέσχης της Ρώμης” για τα όρια της ανάπτυξης, η οποία δημοσιεύθηκε το 1972 και ήταν η πρώτη τεκμηριωμένη αναφορά ως προς την ευθεία σύνδεση της Παγκόσμιας Οικονομίας με την ραγδαία υποβάθμιση του Περιβάλλοντος. Την ίδια χρονιά, και για πρώτη φορά ύστερα από πρωτοβουλία του ΟΗΕ, συνήλθε, μεταξύ 5.6-16.6.1972, η Διάσκεψη της Στοκχόλμης, με την συμμετοχή 113 Κρατών,. Η Διάσκεψη της Στοκχόλμης κατέληξε σε μια διακήρυξη 26 αρχών που βασίζονται στο ότι η Προστασία του Περιβάλλοντος αντιμετωπίζεται εφεξής ως “ζέον” ζήτημα διεθνούς ενδιαφέροντος και χρήζει ανάλογης κανονιστικής ρύθμισης από πλευράς Διεθνούς Δικαίου. Το κείμενο αυτό -το οποίο συνέθεταν ειδικό σχέδιο δράσης και 106 συστάσεις- καίτοι μη δεσμευτικό αποτέλεσε την “αντηρίδα” για το μετέπειτα πλέγμα των κανόνων Διεθνούς Δικαίου αναφορικά με το Περιβάλλον.
2. Η πρώτη συστηματική και αρκούντως πλήρης προσπάθεια κανονιστικής παρέμβασης μέσω του Διεθνούς Δικαίου για την αποτελεσματική μείωση των επιπτώσεων της Κλιματικής Κρίσης καταβλήθηκε το 1990 όταν και θεσμοθετήθηκε, με πρωτοβουλία του ΟΗΕ, η “Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος”. Με την σύνταξη της πρώτης, μόλις, Έκθεσης της Επιτροπής αυτής, το 1990, συγκλήθηκε δύο χρόνια μετά, το 1992, η “Σύνοδος Κορυφής της Γης” στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Ήταν τότε που υπογράφηκε εκεί η “Σύμβαση-Πλαίσιο” του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, ενώ αμέσως μετά ακολούθησαν “Συνεδριάσεις των Μερών” για την πρόοδο εφαρμογής της και για την περαιτέρω θέσπιση νέων, επιτακτικών, περιβαλλοντικών στόχων. Στην τρίτη “Συνεδρίαση των Μερών”, το 1997, υιοθετήθηκε το “Πρωτόκολλο του Κιότο”, το οποίο συνιστά και την πρώτη, περισσότερο δεσμευτική, συμφωνία για την μείωση των εκπομπών “αερίων του θερμοκηπίου”. Ύστερα από πολλές διακυμάνσεις και παλινωδίες, το “Πρωτόκολλο του Κιότο” υιοθετήθηκε και νομικώς στην “Σύνοδο του Μαρακές”, το 2001. Το 2009 οι “Συνεδριάσεις των Μερών” κατέληξαν στο “Σύμφωνο της Κοπεγχάγης”, το οποίο καλλιέργησε κάποιες, έστω και περιορισμένες, προσδοκίες. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι το “Σύμφωνο” αυτό προετοίμασε το “Σύμφωνο των Παρισίων”, του 2016. Πρόκειται για το πιο σημαντικό κείμενο Διεθνούς Δικαίου αναφορικά με την προστασία του Περιβάλλοντος σε ό,τι αφορά την Κλιματική Κρίση, δοθέντος μάλιστα ότι έγινε αποδεκτό από 196 ηγέτες Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας. Το κεκτημένο του “Συμφώνου των Παρισίων” του 2016 έγκειται στο ότι είναι σήμερα το μόνο νομικώς δεσμευτικό -έστω και σε περιορισμένη, κατά τα προεκτεθέντα, έκταση- σύνολο διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου. Σε γενικές γραμμές το “Σύμφωνο των Παρισίων” συνιστά ένα παγκόσμιας εμβέλειας σχέδιο δράσης για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του Πλανήτη, άρα αποτελεσματικής αντιμετώπισης του “Φαινομένου του Θερμοκηπίου”. Επιπλέον, αποτελεί μέρος της Σύμβασης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή που στοχεύει στην, σε μακροπρόθεσμη βάση, σταθεροποίηση της ανόδου της θερμοκρασίας του Πλανήτη σ’ επίπεδα κάτω των δύο βαθμών Κελσίου.
3. Τα όσα προεκτέθηκαν καταδεικνύουν ότι και το Διεθνές Δίκαιο του Περιβάλλοντος -όπως και το Διεθνές Δίκαιο εν γένει- παρουσιάζει, από την έποψη της κανονιστικής ισχύος του, σημαντικές ελλείψεις σε ό,τι αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή του στην πράξη. Κάτι το οποίο καθιστά ακόμη περισσότερο δυσοίωνη την προοπτική επαρκούς σεβασμού και των κανόνων εκείνων, οι οποίοι επιδιώκουν την σε παγκόσμια κλίμακα αντιμετώπιση της Κλιματικής Κρίσης. Το κυριότερο μειονέκτημα της κατά τ’ ανωτέρω μειωμένης κανονιστικής “αξιοπιστίας” του Διεθνούς Δικαίου -άρα και του Διεθνούς Δικαίου του Περιβάλλοντος- συνίσταται στην μειωμένη κανονιστική εμβέλεια και επάρκεια των κανόνων του, ανεξάρτητα από την μορφή που φέρει το κείμενο -π.χ. συμφωνία, συνθήκη κλπ.- εντός του οποίου αυτοί περιλαμβάνονται. Και η μειωμένη αυτή κανονιστική εμβέλεια και επάρκεια των διεθνών κανόνων δικαίου έχει την πιο διαβρωτική ρίζα της στην έλλειψη επαρκών δικαιοδοτικών κυρωτικών μηχανισμών, ικανών να εγγυηθούν εμπράκτως το κανονιστικό κύρος τους, και μάλιστα erga omnes. Υπό το φως των δεδομένων αυτών το Διεθνές Δίκαιο βρίσκεται, από πλευράς θεσμικής και κανονιστικής “ευρωστίας”, σε σαφώς πιο μειονεκτική θέση έναντι του Εθνικού Δικαίου αλλά ακόμη και έναντι του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του Εθνικού Δικαίου και, οπωσδήποτε σε μεγάλο βαθμό, του Ευρωπαϊκού Δικαίου, οι αντίστοιχες Έννομες Τάξεις συντίθενται από κανόνες δικαίου, οι οποίοι έχουν όλα τα κανονιστικά χαρακτηριστικά των leges perfectae, ιδίως ως προς την αποτελεσματικότητα των κυρωτικών μηχανισμών. Όλως αντιθέτως, είναι, όπως ήδη τονίσθηκε, η έλλειψη αντίστοιχων κυρωτικών μηχανισμών στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, η οποία καθιστά, σε μεγάλη κλίμακα, τους κανόνες δικαίου που το συνθέτουν σχεδόν leges minus quam perfectae ή, ακόμη χειρότερα, leges imperfectae. Αυτή την “αχίλλειο πτέρνα” του Διεθνούς Δικαίου δεν έχει, καθ’ όλη την ιστορική διαδρομή του, θεραπεύσει η παρέμβαση του Διεθνούς Δικαστή, οιαδήποτε μορφή και αν έχει το ad hoc όργανο του συστήματος Διεθνούς Δικαιοσύνης, το οποίο επιλαμβάνεται για την in concreto εφαρμογή του οικείου κανόνα δικαίου.
Για την ακρίβεια, κανένα δικαιοδοτικό όργανο στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου -είτε πρόκειται για stricto sensu δικαστήριο είτε για διαιτητικό όργανο- δεν έχει συμβάλει αποδοτικά σε μιαν άξια λόγου μεταστροφή αυτής της τάσης κανονιστικής απομείωσης του Διεθνούς Δικαίου. Και σε αυτό συνέτεινε και το ότι εκτός από την, μοιραία, γενικότητα και ασάφεια των κανόνων του, τα κατά τ’ ανωτέρω δικαιοδοτικά όργανα δεν εξοπλίζονται, από τους οικείους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που καθορίζουν την οργάνωση και την λειτουργία τους, με την δικαιοδοτική εκείνη “πανοπλία”, η οποία θα μπορούσε αφενός να υποχρεώσει τα αντιδικούντα στο διεθνές γίγνεσθαι μέρη να προστρέξουν υποχρεωτικώς σε αυτά.
Και, αφετέρου, να θωρακίσει τις αποφάσεις τους με πραγματική δύναμη δεδικασμένου. Τούτο δε ισχύει ακόμη και ως προς τα κορυφαία όργανα του δικαιοδοτικού συστήματος του Διεθνούς Δικαίου, όπως είναι π.χ. το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Έτσι όμως η ευόδωση της αποστολής του Διεθνούς Δικαίου συνιστά μέγεθος οριακό, με την έννοια ότι η τελική διαμόρφωση μιας Διεθνούς Κοινότητας, η οποία λειτουργεί και δρα υπό συνθήκες σταθερής Ειρήνης και πλήρους σεβασμού της Διεθνούς Νομιμότητας, φαίνεται, τουλάχιστον με τα δεδομένα της εποχής μας, εξαιρετικά δυσχερής, κατά την γνώμη δε πολλών ως και “ουτοπική”. Και όμως, ακριβώς μέσα σε αυτό το δυσοίωνο τοπίο, πρέπει να υπερασπισθούμε το Διεθνές Δίκαιο, κυρίως όταν έχει ν’ αντιμετωπίσει τεράστιας σημασίας νέες προκλήσεις για το σύνολο της Ανθρωπότητας, όπως είναι και οι προκλήσεις της Κλιματικής Κρίσης.
4. Παρήγορο “οιωνό” δυναμικής ενεργοποίησης των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου για την προστασία του Ανθρώπου από τις επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής και της Κλιματικής Κρίσης συνιστά η εντελώς πρόσφατη απόφαση –της 9ης Απριλίου 2024- του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου “Verein KlimaSeniorinnen Schweiz and Others v. Switzerland” (application no 53600/20). Με την απόφαση αυτή, η οποία λήφθηκε με μεγάλη πλειοψηφία (16 προς 1), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχθηκε την προσφυγή μιας Ελβετικής Ένωσης “Ηλικιωμένων Γυναικών για την Προστασία του Κλίματος” -2.500 γυναικών ηλικίας 73 ετών κατά μέσον όρο- εναντίον της Ελβετίας, ως Κράτους-Μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης το οποίο παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις κατά το Διεθνές Δίκαιο υποχρεώσεις του ως προς την ποσοτικοποίηση των εθνικών περιορισμών μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η προαναφερόμενη απόφαση είναι κλασικό δείγμα “arrêt de principe” του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δοθέντος ότι είναι η πρώτη φορά που αναγνωρίζεται ότι η παραβίαση, εκ μέρους Κράτους-Μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης, των υποχρεώσεών του, οι οποίες απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο για την Κλιματική Αλλαγή και την Κλιματική Κρίση, επιφέρει και παραβίαση συγκεκριμένων διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στην προκείμενη περίπτωση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι η προμνημονευόμενη παράλειψη της Ελβετίας επιφέρει ευθεία παραβίαση, από την πλευρά της, και των διατάξεων του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τον σεβασμό της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής.