«Βαθιά γνώση»
Αυτή η ομιλία του Κωνσταντίνου Τασούλα, αναφέρει η κόρη του Αβέρωφ, «αναδεικνύει τη βαθιά γνώση και αγάπη που είχε και τρέφει για τον μέντορά του. Γραμμένη με μια σπάνια συνθετική ματιά» προσθέτοντας ότι «Η σχέση Τασούλα – Αβέρωφ είχε μια αντιστοίχιση με εκείνη τη σχέση που είχε αναπτύξει ο τότε έφηβος Αβέρωφ με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου».
Η κυρία Αβέρωφ αποκαλύπτει πως «ο Κώστας Τασούλας υπήρξε για τον πατέρα μου ο πολυπόθητος γιος που ποτέ δεν απέκτησε. Ο γιος στον οποίο θα μετέδιδε τις αξίες και βαθιές σκέψεις του, τα μυστικά της πολιτικής, τις επιτυχίες αλλά και τις αγωνίες και απογοητεύσεις του. Ο γιος που θα στεκόταν δίπλα του ως μαθητής, ως φίλος, ως συνεργάτης και τελικά -όπως συμβαίνει στον κύκλο της ζωής- ως ο ενήλικας που θα γινόταν ο γονιός του γονιού του και θα τον συντρόφευε στον θάνατό του».
Προσεγγίζοντας τις κοινές αρχές που ο Αβέρωφ μεταλαμπάδευσε στον Κωνσταντίνο Τασούλα και αυτός τις τήρησε, η κυρία Τατιάνα Αβέρωφ σημειώνει πως ήταν «το κοινό τους κίνητρο για προσφορά, για την πολιτική ως “το μεγάλο μέσον για να ικανοποιήσει τη βαθύτερη ψυχική ανάγκη κάθε τίμιου και ευαίσθητου ατόμου να εργαστεί για τους άλλους, να εργαστεί για τον Ανθρωπο”» και συμπληρώνει: «παρακολουθώντας από κοντά τον πολυετή σύνδεσμό τους, πέρα από το πάθος για τον Ανθρωπο και την πολιτική, είχαν πολλές ακόμα κοινές αγάπες. Την αγάπη τους για τη λογοτεχνία, στην ευρύτητα, την πολυμάθεια αλλά και το χιούμορ. Την αντίληψη του στόχου αλλά και έναν γήινο ρεαλισμό, μια ενστικτώδη θέαση της μεγάλης εικόνας που τοποθετούσε το όραμα στην υπηρεσία της πραγματικότητας».
Αναζητώντας, μέσα από εκείνο τον λόγο που εκφώνησε ο κ. Τασούλας και ο οποίος έχει εκδοθεί το 2019 από τις εκδόσεις της Βουλής των Ελλήνων, αυτά που εκτίμησε από τον μέντορά του και ακολουθεί και ο ίδιος στη ζωή του, είναι οι αρετές του να είσαι «μια ασυνήθιστη σύνθεση χαρισμάτων», ενός πολιτικού που να μη διαθέτει μόνο πολιτική αρετή και γόνιμη ευαισθησία, αλλά να γίνεται ευεργετική παρουσία, να προάγει τα πολιτικά πράγματα και ήθη της χώρας του ή της εποχής του». Που η θεωρία και η πράξη, η γνώση και η ευαισθησία «να λειτουργούν αρμονικά, να γίνονται πάθος και αγώνας, ενίοτε και άγχος, για την προκοπή του τόπου του και για τη διαμόρφωση μιας ευγενούς πολιτικής συμπεριφοράς προσηλωμένης στο καθήκον και ικανή να αναδειχθεί σε υπόδειγμα», η έντονη «αίσθηση του καθήκοντος και του χρέους».
Ρίζες
Το Μέτσοβο για τον Κωνσταντίνο Τασούλα είναι όπως και για τον Ευάγγελο Αβέρωφ «ο ομφάλιος λώρος του με την παράδοση, τις ρίζες, που δεν τον έκοψε ποτέ, αλλά αντίθετα τον δυνάμωνε».
Πρόεδρος της Δημοκρατίας: Η πρώτη δημοσκόπηση για τους 3 υποψηφίους - Πρώτος ο Τασούλας στις προτιμήσεις των πολιτών
Ο Κωνσταντίνος Τασούλας είναι φανερό ότι αν και θα μπορούσε να έχει εύκολες βουλευτικές εκλογές σε άλλες περιφέρειες, ακολούθησε το υπόδειγμα του Ευάγγελου Αβέρωφ που «ενώ θα μπορούσε κάλλιστα και ασφαλώς ευκολότερα να πολιτευτεί στην Αθήνα, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, ακόμη και στην Εύβοια, προτίμησε την Ηπειρο, παρ’ όλο που στο ξεκίνημα, εκτός από την κωμόπολη του Μετσόβου, ήταν ζήτημα εάν τον ήξεραν καμία δεκαριά άνθρωποι».
Ενα ακόμη κοινό τους σημείο, που ένωσε τους δύο άνδρες, ήταν και η ποίηση, που και για τον κ. Τασούλα, όπως και για τον ποιητή Αβέρωφ, «αποτελούσε μια πολύ σεμνή και διακριτική υπόθεση» αψηφώντας ότι «στην Ελλάδα ένας πολιτικός κινδυνεύει να μη θεωρηθεί “σοβαρός” αν καταγίνεται με την ποίηση».
Τέλος, μια από τις πολλές κοινές ιδέες που ο Κωνσταντίνος Τασούλας φαίνεται να ασπάσθηκε από τον μέντορά του είναι η σχέση της πολιτικής με τις νέες αντιλήψεις, που, όπως είχε πει ο αείμνηστος πολιτικός, «τείνει να αντικαταστήσει την τέχνη της πολιτικής με την τεχνολογία της πολιτικής», εξηγώντας ότι «στην τέχνη της πολιτικής, ο πολιτικός αντιμετωπίζει τον πολίτη και τις σχέσεις του με βάση ένα σύστημα ηθικών και πνευματικών αξιών που συνιστούν τη δύναμη του πολίτη, μέσα στο οποίο η ανάγκη του ωραίου, η αναζήτηση της αισθητικής διαδραματίζει κορυφαίο ρόλο», σε αντίθεση με την τεχνολογία της πολιτικής «όπου ακολουθώντας τα ίχνη του μάρκετινγκ, μελετά και απευθύνεται στα πρωτόγονα ένστικτα του ανθρώπου και προσπαθεί να τον κάνει ιδεώδη καταναλωτή πολιτικών εμπορευμάτων», επισημαίνοντας ότι «η απουσία πνευματικής διάστασης στη σύγχρονη πολιτική δεν είναι παράλειψη, ίσα ίσα αποτελεί προϋπόθεση που έχει σαν αντικείμενο τον αδύνατο πολίτη».
Μάλιστα, ο Κωνσταντίνος Τασούλας έχει αναφέρει σχετικά με τον μέντορά του ότι «όταν η πολιτική μας ζωή βουλιάζει μέσα στη μαύρη θάλασσα της αντιπνευματικής τεχνογνωσίας, εγώ βλέπω τον Ευάγγελο Αβέρωφ να μας χαιρετά με τα λευκά χειρόγραφα του συγγραφέα μέσα από την τελευταία σχεδία του συγγραφέα-πολιτικού».
ΤΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
Ηπιος και με χιούμορ, καυστικός και ευθύς όταν έπρεπε…
Πρεσβευτής του πολιτικού πολιτισμού, της σηματοδότησης των υψηλών ιδανικών και αξιών της πολιτικής, του σεβασμού στον αντίπαλο, της περιφρούρησης και διαφύλαξης του κοινοβουλευτισμού, της σπουδής στην επίτευξη του παραγωγικού και ουσιαστικού έργου, είναι μερικά από αυτά που αφήνει ως αποτύπωμα ο Κωνσταντίνος Τασούλας σε αυτά τα περίπου 26 χρόνια βουλευτικής του πορείας.
Οι ομιλίες, οι παρεμβάσεις του, είτε ως απλού βουλευτή είτε μετέπειτα με την ιδιότητα του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Ν.Δ., αλλά και ως Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων, διακρινόντουσαν όχι μόνο για το μέτρο αλλά για τα παραδείγματα που φρόντιζε να τα διανθίζει μέσα από την αρχαία και νέα ελληνική γραμματεία, την Ιστορία, την Τέχνη, να ελαφρύνει τη δυσκολία της στιγμής με φλεγματικό χιούμορ.
Καβάφης
Είχε ιδιαίτερη αγάπη στον Κωνσταντίνο Καβάφη. Ισως γιατί όπως και ο μεγάλος Αλεξανδρινός στην ποίηση έτσι και αυτός στην πολιτική, ήθελαν να εκφράζουν μια τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα από το κλίμα του συρμού… Αλλωστε συχνά – πυκνά αυτοσαρκαζόμενος έλεγε: «Εγώ είμαι ντεμοντέ… πολιτικός, εκτός εποχής…».
Εραστής και βαθύς γνώστης της εξαιρετικά οργανωμένης και λογικής γλώσσας των Λατινικών, που ακονίζει το μυαλό, καλλιεργεί τη νοητική εγρήγορση, αυξάνει την προσοχή στη λεπτομέρεια, αναπτύσσει την κριτική σκέψη και ενισχύει τις ικανότητες επίλυσης προβλημάτων, μπορεί να συνομιλεί επί ώρες με τους φίλους του.
Η Βουλή ήθελε, όπως ανέφερε, «να αποτελέσει το ζωντανό και γόνιμο δημοκρατικό εργαστήρι της απαραίτητης πολιτικής σύνθεσης που σπρώχνει τα πράγματα προς τα εμπρός». Στις παραινέσεις του προς τους βουλευτές αυτό που ζητούσε ήταν «κανείς να μην καταδέχεται να γίνεται διακονιάρης της εφήμερης δημοσιότητας». Να αποφεύγονται «οι θεσμικές ακροβασίες, οι ευτελείς συμπεριφορές και οι ακρότητες, που μετατρέπουν τη Βουλή από πεδίο άσκησης πολιτικής και παραγωγής νομοθετικού έργου, σε μια διαρκή αρένα προς άγραν δημοσιότητας». Επανειλημμένως καλούσε κόμματα και βουλευτές σε «μια κοινοβουλευτική πορεία που δεν θα έχει στοιχεία ούτε κωλυσιεργίας ούτε περιττής καταπονήσεως ούτε αλαζονείας».
Από έδρας
Με καυστικό και με ευθύ λόγο, ως Πρόεδρος της Βουλής δεν απέφευγε να πάρει θέσει όταν υπήρχε κοινοβουλευτική εκτροπή. Οπως όταν χαρακτήρισε ως «κτηνώδη συμπεριφορά» πράξη βουλευτή που βιαιοπράγησε εναντίον συναδέλφου του, λέγοντάς του πως «η ποινή που σας επιβάλλω είναι χάδι, καθώς, δυστυχώς, ο Κανονισμός της Βουλής και ο νομοθέτης δεν είχαν τη φαντασία να προβλέψουν μια τέτοια κτηνώδη συμπεριφορά και να σκεφθεί ότι μπορεί να έρθει εδώ, εκλεγμένο από τον κυρίαρχο λαό, μέλος της Βουλής που θα γρονθοκοπήσει άλλο μέλος».
Το ίδιος καυστικός ήταν και όταν απευθυνόμενος στον Παύλο Πολάκη, για το απαράδεκτο επεισόδιο λεκτικής και απάνθρωπης βίας κατά της νομικής συμβούλου του υπουργού Υγείας Αδ. Γεωργιάδη, από έδρας τον κατήγγειλε για «ονειδιστική και υβριστική συμπεριφορά», λέγοντάς του «ντρέπομαι που αναγκάζομαι να ασχολούμαι με τέτοιους συναδέλφους» που γίνονται «χυδαίοι ζήτουλες της προσοχής μας μέσω των ύβρεων».
Πολιτικός των ήπιων τόνων και της αυτοσυγκράτησης ακόμα και σε περιόδους έντονης πολιτικής έξαρσης, όπως όταν η χώρα εισερχόταν σε προεκλογικές περιόδους, δεν δίστασε να καλέσει σε αυτοσυγκράτηση λέγοντας πως «δεν είναι δυνατόν εν ονόματι αυτής της έξαρσης του πολιτικού κλίματος να φτάσουμε σε πυροδότηση επεισοδίων. Πρέπει να σοβαρευτούμε και να έχουμε εμπιστοσύνη στην έκφραση του ελληνικού λαού. Αν ο ελληνικός λαός δεν συμφωνεί με ένα κόμμα, χίλιες φορές να το καταψηφίσει, αλλά η βία δείχνει ότι αυτοί οι οποίοι έμμεσα παροτρύνουν σε αυτήν υπό τον γελοίο και προφανή μανδύα της προφύλαξης δεν εμπιστεύονται τον ελληνικό λαό και θέλουν στη θέση της ψήφου και της πλειοψηφίας να βάλουν τη φασαρία, τον καβγά, τον φόβο, την αγωνία, την τοξικότητα, την υπερένταση».
Αντανακλαστικά
Ο Κωνσταντίνος Τασούλας, από την έδρα της Ολομέλειας, δεν ήταν λίγες οι φορές που επιστράτευσε καυστικές ατάκες και το δηκτικό χιούμορ στην προσπάθειά του να επιβάλει στις συνεδριάσεις τον Κανονισμό της Βουλής αποδεικνύοντας ότι διαθέτει υψηλά κοινοβουλευτικά ρεφλέξ. Ενδεικτική η φράση του «Πιο δυνατά, δεν ακούγεστε, φέρτε μια ντουντούκα στην κυρία Κωνσταντόπουλου» για τις συνεχείς επιδεικτικές διακοπές με φωνασκίες που έκανε στον ομιλούντα πρωθυπουργό, ή «Μη τον διακόπτετε, κυρία Πρόεδρε, θα ανακοινώσει κι άλλα μέτρα» ή με τον τρόπο που εγκάλεσε τον Ευκλείδη Τσακαλώτο γιατί διαμαρτυρόμενος διέκοπτε τον πρωθυπουργό λέγοντάς του «Αυτό δεν το περίμενα από εσάς, κ. Τσακαλώτο. Εσείς είστε της Οξφόρδης». Μια επίσης επική ατάκα ήταν όταν ακούγοντας τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο κατά την αγόρευσή του να λέει ότι «ο πατέρας μου, που ήταν αξιωματικός της Αστυνομίας, μου έλεγε ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα ο μόνος που χτυπά την πόρτα σου τα ξημερώματα είναι ο γαλατάς», τον διέκοψε και τον ρώτησε: «Εάν ο πατέρας σας ήταν ο Ουίνστον Τσώρτσιλ;».
Η ετοιμότητα είναι ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πολιτικού Κώστα Τασούλα, ακόμα και για τις δικές του δύσκολες πολιτικές στιγμές. Οπως όταν κατά την εκλογή του ως γενικού γραμματέα της Κ.Ο. της Ν.Δ. στην κάλπη βρέθηκαν πέντε άκυρα και δύο λευκά ψηφοδέλτια, εκείνος έσπασε την «παγωμάρα» της στιγμής με χιούμορ, λέγοντας ότι «όπως μου έχει πει ο μικροβιολόγος βουλευτής Τσιάρας, κάθε υγιής οργανισμός έχει και τα λευκά του».
Τι έχει πει
«Αυτά τα χρόνια έζησα τον έπαινο και τα ανεκτίμητα εύγε, αλλά τώρα σαν έτοιμος από καιρό, θαρραλέος, ανταποκρινόμενος στην υψηλή τιμή τίθεμαι σε μια άλλη σημαντική εθνική αποστολή».
«Μας ενώνει ένα “αόρατο νήμα”, η πρόοδος της Ελλάδας, η εθνική ενότητα, η προέλευση, το παρόν και οι προοπτικές μας».
«Βεβαίως υπάρχουν αντιθέσεις, βεβαίως υπάρχουν φιλοδοξίες, αυτά δεν τελειώνουν. Ετσι προχωράει η Δημοκρατία. Ετσι προχωρεί η ζωή. Πέρα από τις αντιθέσεις, τις φιλοδοξίες, τις αντιθέσεις, την ανάγκη να επιβεβαιωθούμε, να νικήσουμε, να ηττηθεί ο αντίπαλος, υπάρχουν και αυτά που μας ενώνουν. Αυτά είναι που θα πρέπει να τα κάνουμε ορατά, να τα φωταγωγούμε ώστε ο ελληνικός λαός να μπορεί να κρατηθεί, όπως ο Θησέας που έπιασε τον μίτο και βγήκε από τον λαβύρινθο».
«Η πρόωρη παραίτησή μου από βουλευτής και Πρόεδρος της Βουλής είναι θέμα ενός πολιτικού τακτ, δεν υπαγορεύεται από κάποιον Κανονισμό, αλλά δεν είναι και σωστό να κινούμαι στον ίδιο χώρο φέρνοντας σε δύσκολη θέση ανθρώπους που δεν θέλουν να με ψηφίσουν».
«Στην Ελλάδα ό,τι και να κάνεις από κάποιους παρεξηγείται. Για αυτό, είναι καλό να πράττεις αυτό που πιστεύεις, ασχέτως εάν κάποιοι βρεθούν να το παρεξηγήσουν».
«Πολλές φορές, τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά και όχι τόσο συναρπαστικά από όσο κάποιοι θέλουν ή σκέφτονται ή παρουσιάζουν».
Πάντα επιστρέφει στις ρίζες του
Το πατρικό -εκ μητρός- σπίτι, στους Ραφταναίους Ιωαννίνων, ο Κώστας Τασούλας το επισκέπτεται συχνά, καθώς είναι αυτονόητο ότι, όπως για όλους τους ανθρώπους, αποτελεί ένα «σύμβολο». Μια ρίζα, μια αφετηρία για τη ζωή του κάθε ανθρώπου, που οι μνήμες αλλά και η ιστορία του τόπου σε διαμορφώνουν.
Οι Ραφταναίοι είναι ένας τόπος, έτσι όπως μας ξεναγεί μέσα από τις σελίδες της «Μικρής πορείας» που έχει γράψει η μητέρα του, Βούλα Τασούλα, που είναι «μέσα στο δάσος, με μονοπάτια γεμάτα χρώματα λουλουδιών, αλλά και βράχους που τους χτυπούν οι θύελλες, με τον ήλιο γεμάτο φως να προβάλλει και να βαδίζει ήσυχα στη δύση του, με τη θολή αντάρα να ανεβαίνει από τη ρεματιά».
Το χωριό
Ενα χωριό σκαρφαλωμένο σε «μια κατήφορο πλαγιά, σχεδόν, χτισμένο, γερμένο στο προσήλιο που είναι σκεπασμένη με έλατα, κέδρα, ρείκια, έχοντας απέναντι τον τεράστιο όγκο των Τζουμέρκων (2.469 μ.) με τις ατελείωτες ράχες και τις αβάσταχτες κορυφές. Βουνό επιβλητικό, σχεδόν τραγικό, που δεσπόζει στις γύρω περιοχές με απότομες κλίσεις και στέκει σαν στήριγμα και απειλή». Με τα κτίσματα του χωριού «να είναι τόσο ταπεινά και χαμηλά για να μην ανταγωνίζονται τον όγκο και τη μεγαλοπρέπεια των βουνών. Σπίτια με σκεπές χαμηλές που νομίζεις πως πλησιάζουν τη γη, για να υποκλιθούν». Ενας τόπος, όπως άλλωστε και όλη η Ηπειρος, ποτισμένος «από τον πόνο των μαστόρων, την ώρα του αποχωρισμού στις εξώπορτες, καθώς ο μόχθος τους περίμενε σε κάποια άλλη άκρη. Με τη μοίρα αυτών των ανθρώπων που ήταν ανάμεσα στη φυγή και τον γυρισμό, καθώς η άγονη αυτή γη, η γεμάτη βράχους και λιθάρια, δεν έφτανε για τις ανάγκες τους». Με ανθρώπους που είχαν «το παράπονο στα χείλη» και στην καρδιά τους καρφωμένα «τα έκπληκτα μάτια των παιδιών που έμεναν πίσω προωθώντας τον γυρισμό τους. Γι’ αυτό, άλλωστε, και στα τραγούδια τους διακρίνονται η λαχτάρα και η νοσταλγία των ξενιτεμένων για τον τόπο τους».
Από τις στάχτες
Ενα πατρικό σπίτι, αυτό της μητέρας του Κωνσταντίνου Τασούλα, που εάν και ήταν ένα από τα πολλά του χωριού των Ραφταναίων που δεν γλίτωσαν από το καταστροφικό πέρασμα των Γερμανών, εντούτοις δεν «λύγισε» ολοκληρωτικά από τη φωτιά. Οι πέτρινοι τοίχοι διασώθηκαν, καθώς «εάν και είχε χτιστεί πριν από πολλά χρόνια, η κατασκευή ήταν γερή και ανθεκτική». Ενα σπίτι που ξαναφτιάχτηκε και έκτοτε έχει ανακαινιστεί πολλές φορές, καθώς, όπως της είχε πει ο παππούς της, «άνθρωποι τα έφτιαξαν. Θα τα ξαναφτιάξουμε», προσφέροντας «όλοι μαζί τις δυνάμεις μας να σταθεί το σπίτι πάλι, να ξαναζωντανέψει» και έτσι έγινε, «με πρόκες μέσα από τις στάχτες, με κάποιες σανίδες, με λάσπη και άχυρο για τα χωρίσματα και με τα επιδέξια χέρια το σπίτι ορθώθηκε και άρχισαν ξανά οι παλαιές συνήθειες…». Ενα σπίτι, σε ένα χωριό που έχει «δυνατούς ανθρώπους, οι οποίοι έχουν τη δύναμη και την ταπεινότητα, που πηγάζει από τα άγρια και τα ψηλά βουνά και που είναι όλοι τους κοντά στον Θεό και τη γη, που είναι πάντα για καλό, αλλά και το χειρότερο».
Παιδικά χρόνια και παραλίγο… ποδοσφαιριστής
- «Γεννήθηκα το 1959 στα Γιάννενα. Θυμάμαι την τεράστια βιβλιοθήκη του σπιτιού μας και τα “Ηπειρώτικα παραμύθια” του Χρηστοβασίλη, που μου διάβαζαν… Αν μελαγχολώ; Πιστεύω πως ο μόνος παράδεισος από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να σε διώξει είναι οι αναμνήσεις σου. Γιατί, συνεπώς, να μελαγχολώ, ιδιαίτερα σήμερα που μάλλον μας παρηγορούν αυτοί οι παράδεισοι των αναμνήσεων;».
- «Ως παιδί, ήμουν με μια μπάλα στο χέρι. Σε ηλικία 12-15 ετών κόντεψα να πιστέψω πως θα γίνω ποδοσφαιριστής! Είχαμε ήδη φύγει από τα Γιάννενα, μεσολάβησε η Κρήτη και ζούσαμε στην Κηφισιά. Είχαμε μεγάλο έρωτα με τη ΧΑΝ, στα γήπεδα της οποίας ξημεροβραδιαζόμαστε. Μια συζήτηση, όμως, με τον πατέρα μου με ταρακούνησε και άρχισα, κάπως καθυστερημένα, στα 16, να σοβαρεύομαι και να μελετώ. Με στόχο τη Νομική».
Απόσπασμα από μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του Κώστα Τασούλα, με προσωπική χροιά, το 2012.
Τι έχει πει
«Τώρα που γίναμε αυτό που θαυμάζαμε, πόσοι, άραγε, θαυμάζουν αυτό που γίναμε;».
«Η μεγάλη εικόνα για εμάς είναι να στερεώσουμε με διάρκεια τη χώρα μας και τους θεσμούς μας».
«Το έργο της Βουλής δεν είναι βασικά ποσοτικό, αλλά ποιοτικό. Η Βουλή, όμως, δεν θα κριθεί από τον αριθμό των ερωτήσεων ή επερωτήσεων που θα υποβληθούν αλλά από μια βαθύτερη ποιοτική διεργασία στη λειτουργία και στον προορισμό της».
«Καλούμαστε να είμαστε χρήσιμοι και γόνιμοι, όχι προφανώς συμφωνώντας σε όλα, αλλά μέσα από μια πολιτική αντιπαράθεση που εξελίσσεται σε αγώνισμα ελευθερίας».
«Πρέπει να εγκαταλείψουμε την πρωταρχία και την αποκλειστικότητα της τεχνολογίας της πολιτικής, που αξιοποιεί λυσσωδώς το πολιτικό μάρκετινγκ και να καταφύγουμε στις απαρχές της πολιτικής, στην τέχνη δηλαδή της πολιτικής, στην πράξη, στη δουλειά, στο αποτέλεσμα».
«Η πολιτική για να ξαναγίνει αυτό που ελάχιστοι σήμερα πιστεύουν, αυτό εξαρτάται από την έμπνευση, την αφοσίωση και την πεποίθηση όλων μας. Είναι στο χέρι μας να το επιτύχουμε».