Το ελατήριο της ελληνικής οικονομίας, επιτέλους, εκτινάχθηκε χάρη σε μια πολιτική που επένδυσε σε λογικούς -όχι απαραίτητα χαμηλούς- και σταθερούς φόρους.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ η Νέα Δημοκρατία επιβραβεύθηκε με θετική ψήφο στην κάλπη της 21ης Μαΐου -και ελπίζουμε και σε αυτήν της 25ης Ιουνίου- που θα κρίνει την αυτοδύναμη επόμενη κυβέρνηση.
Αυτός είναι και ο λόγος που πιστεύω ότι η μετατόπιση της προεκλογικής συζήτησης από το πεδίο της ανέξοδης παροχολογίας -στην οποία ήμασταν διαχρονικά εθισμένοι- στο γήπεδο της πραγματικής οικονομίας, των μετρήσιμων και κοστολογημένων προγραμματικών θέσεων, αποτελεί μια καθ’ όλα ευπρόσδεκτη αναβάθμιση του πολιτικού διαλόγου. Είναι και αυτό ένα δείγμα ωρίμανσης του πολιτικού μας συστήματος, αλλά και της κοινωνίας.
ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΕΙ, άλλωστε, να συζητάμε επί καλών προθέσεων και πολιτικών ευχών -με τις οποίες όλοι συμφωνούμε- για καλύτερη δημόσια Υγεία, Παιδεία, ασφάλεια, υψηλότερους μισθούς στην οικονομία και το κράτος, αν δεν είμαστε σε θέση να αποδείξουμε ότι όσα υποσχόμαστε στους πολίτες είναι και εφικτό να υλοποιηθούν; Γι’ αυτό και η Νέα Δημοκρατία επιμένει εξαρχής στην αντικειμενική και ανεξάρτητη κοστολόγηση των κομματικών προγραμμάτων, ώστε οι πολίτες να κρίνουν και να συγκρίνουν την εφικτότητα κάθε πολιτικής πρότασης.
Απόστολος Γκλέτσος: Τις ανεμογεννήτριες τις ξέρω καλά, με πίεσε ο χρόνος [βίντεο]
Η ΚΟΣΤΟΛΟΓΗΣΗ των τριών βασικών προγραμμάτων της Ν.Δ., του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, με βάση τα στοιχεία του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισμού, δείχνει ότι αυτά κοστίζουν στην τετραετία 9 (Ν.Δ.), 83 (ΣΥΡΙΖΑ) και 48 (ΠΑΣΟΚ) δισ. ευρώ, αντίστοιχα.
ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ μέτρα της Ν.Δ. προβλέπουν, μεταξύ άλλων, περαιτέρω μείωση ασφαλιστικών εισφορών, κατάργηση τέλους επιτηδεύματος, αύξηση αφορολογήτου κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, αύξηση αναπηρικών επιδομάτων, αύξηση μισθολογίου στο Δημόσιο και αύξηση συντάξεων κατά 3,5%. Είναι όλα ενταγμένα στο μεσοπρόθεσμο σχέδιο σταθερότητας που έχουμε καταθέσει στην Κομισιόν και χρηματοδοτούνται από τη σταθερά δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας κατά 3% ετησίως τα επόμενα χρόνια, χωρίς να δημιουργούμε ελλείμματα. Αλλά, το σημαντικότερο, και χωρίς κανένα νέο φόρο. Αποδείξαμε ότι μπορούμε να το πετύχουμε τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια και έχουμε την αξιοπιστία να το υποστηρίζουμε και για τα επόμενα τέσσερα.
ΤΑ ΜΕΤΡΑ των άλλων κομμάτων -καθ’ όλα θεμιτά ως ευρύτεροι στόχοι πολιτικής- απαιτούν, ωστόσο, είτε αύξηση φόρων είτε περαιτέρω δανεισμό και αύξηση του δημόσιου χρέους. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι πως ένα νέο κύμα φόρων στην επιχειρηματικότητα θα ανακόψει τη θετική αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και καλύτερων εισοδημάτων. Η φορολογία οφείλει, πρώτα από όλα, να λειτουργεί ως αναπτυξιακός μοχλός που αυξάνει το ΑΕΠ, την απασχόληση και τα δημόσια έσοδα και μετά ως αναδιανεμητικό εργαλείο. Οχι το αντίστροφο.
ΕΙΔΙΚΑ ΣΕ ΜΙΑ χώρα και οικονομία όπως η ελληνική που υποφέρει από μακροχρόνια αποεπένδυση, χαμηλούς μισθούς και διευρυμένη παραοικονομία, οι υψηλοί φόροι λειτουργούν σαν παγίδα οικονομικής καθήλωσης και επενδυτικής περιχαράκωσης. Ο λόγος είναι ότι δημιουργούν ένα μη ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ξένοι επενδυτές έχουν πολλές επιλογές για να μεταφέρουν τις επενδύσεις τους σε άλλες χώρες με πιο ελκυστικό φορολογικό περιβάλλον. Και μια χώρα που αλλάζει συνεχώς το φορολογικό της μίγμα, αιφνιδιάζοντας τις επιχειρήσεις με έκτακτους φόρους και υψηλούς συντελεστές, δεν αποτελεί χώρα πρώτης επιλογής.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ, τα οικονομικά επιτελεία των κομμάτων της αντιπολίτευσης θα πρέπει να σκεφτούν ότι η υψηλή φορολογία έχει ως παρενέργεια τη διεύρυνση της φοροδιαφυγής, άρα τα μειωμένα δημόσια έσοδα που οδηγούν σε χαμηλότερες δαπάνες προς τα δημόσια αγαθά της Υγείας και της Παιδείας. Ενώ ταυτόχρονα οδηγούν και σε αύξηση τιμών, καθώς αναπόφευκτα το υψηλότερο φορολογικό κόστος θα μετακυλιστεί στις τελικές τιμές καταναλωτή. Καταλήγουν, συνεπώς, να φέρνουν τα αντίστροφα αποτελέσματα από τα επιθυμητά: Χαμηλότερα έσοδα και μεγαλύτερη παραοικονομία, λιγότερες επενδύσεις και θέσεις εργασίας, καθήλωση εισοδημάτων, αλλά και ακρίβεια.
ΕΝ ΤΕΛΕΙ, αυτό που προκύπτει ως συμπέρασμα είναι ότι όσοι μιλούν για υψηλούς φόρους στις επιχειρήσεις, τελικά, θέλουν μια κλειστή και φτωχή οικονομία, με λιγοστές επενδύσεις και χαμηλά εισοδήματα. Αντιθέτως, η οικονομική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας είναι η μόνη που μπορεί να εγγυηθεί τη συνεχή και βιώσιμη αύξηση του ΑΕΠ μέσω της προσέλκυσης περισσότερων ξένων και ελληνικών επενδύσεων, τη μόνη και ικανή συνθήκη για να μειώσουμε την ανεργία, να δημιουργήσουμε πιο ποιοτικές θέσεις εργασίας, να αυξήσουμε τους μισθούς και να θεραπεύσουμε τις κοινωνικές ανισότητες που άφησε πίσω της η κρίση της περασμένης δεκαετίας. Αυτό είναι το όραμά μας για την Ελλάδα του 2030.
Ειδήσεις σήμερα
Εβρος-Συνοροφύλακες-δουλέμποροι: Ο ΕΤ αποκαλύπτει τη δικογραφία – Η αγωνία για τον στρατό και η ανοιχτή γραμμή με την Τουρκία
Πανελλήνιες 2023: Μαθηματικά «δίνουν» σήμερα οι υποψήφιοι των ΕΠΑΛ
Κύπελλο Αγγλίας: Το Μάντσεστερ στις… φλόγες – Σήμερα ο τελικός Σίτι-Γιουνάιτεντ