Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η κυρία Αχτσιόγλου:
Αντώνης Σαμαράς: Ομόφωνα εκτός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας
125.000 εργαζόμενοι αμείβονται με λιγότερα από 100 ευρώ το μήνα και ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι αμείβονται με λιγότερα από 1.000 ευρώ το μήνα.
Ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22%, και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών. Επομένως η Ελλάδα είναι πλέον μία χώρα με χαμηλό κατώτατο μισθό σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, με μία ιδιαίτερα απορρυθμισμένη αγορά εργασίας.
Οι μειώσεις στους κατώτατους μισθούς δεν βοήθησαν στην επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας, αντιθέτως αύξησαν τα ποσοστά της ανεργίας, από 7% το 2009 στο 27,9% το 2013, και η ανεργία των νέων διαμορφώνεται περίπου στο 50% στο 2016.
Οι συνέπειες ήταν η σημαντική αύξηση της μετανάστευσης υψηλά καταρτισμένου νεανικού εργατικού δυναμικού, οι δραματικές επιπτώσεις στην καταναλωτική ζήτηση και η μεγάλη αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.
Περισσότερο από το 50% των προσλήψεων το 2015 αφορούν ευέλικτες μορφές απασχόλησης, με αποτέλεσμα να αυξηθεί δραματικά ο αριθμός αυτών που ονομάζουμε «φτωχοποιημένοι εργαζόμενοι», ενώ επίσης αυξήθηκε κατά πολύ και η αδήλωτη εργασία.
Από το 2010 έχουν γίνει αρκετές «μεταρρυθμίσεις» στον τομέα των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα ήταν η κατάρρευση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αυτή την στιγμή υπάρχουν εν ισχύ μόνο οκτώ κλαδικές συμβάσεις εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι οι ατομικές συμβάσεις εργασίας ορίζουν τους κανόνες για την πλειοψηφία των εργαζομένων.
Η υπουργός Εργασίας θέλησε, παρουσιάζοντας τα στοιχεία αυτά, να κρατήσει «ζεστό» το ελληνικό αίτημα για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ενώ παραδέχτηκε τη διαφορά μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαίων και σε αυτό το θέμα, με το μεν πρώτο να αρνείται να συζητήσει το θέμα της αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύεσεων και τους δεύτερους να δείχνουν αλληλεγύη στις ελληνικές θέσεις.