Η απόφασή του να χαρακτηρίσει την περίοδο εκείνη ως «βρόμικο ‘89» αποτελεί βεβήλωση των πολιτικών του προγόνων και ευθεία προσβολή αρκετών εκ των σημερινών συντρόφων του. Οπως του Φώτη Κουβέλη που ήταν υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Τζανετάκη. Αν βέβαια ο Κουβέλης δεν έχει πρόβλημα και τον χειροκροτεί την ώρα που τον αποδομεί, υπάρχουν άλλοι που έχουν πρόβλημα και του θυμίζουν εκείνα που ηθελημένα ξεχνά ή θυμάται όπως τον συμφέρουν. Οπως ο Νίκος Φίλης που σοφά ποιώντας διαχώρισε τη θέση του: «Το 1989 η Αριστερά υπήρξε δύναμη κάθαρσης, όχι συνενοχής», είπε, μπερδεύοντας τον Κουβέλη που δεν ήξερε αν έπρεπε να χειροκροτήσει και τον Φίλη, ειλικρινά αυτή τη φορά.
Ο Νίκος Κωνσταντόπουλος πάλι, έχει σταματήσει να χτυπά παλαμάκια στον ΣΥΡΙΖΑ εδώ και χρόνια. Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΝασπισμού, που υπήρξε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Τζανετάκη, αλλά και εκ των κατηγόρων του Ανδρέα Παπανδρέου, είχε πολλούς λόγους να οργιστεί με τον Τσίπρα και τους είχε μαζεμένους. Δεδομένου και του εκρηκτικού χαρακτήρα του, η ανάφλεξη ήρθε με… ωρολογιακή ακρίβεια. «Σπάει το αποχετευτικό σύστημα του πολιτεύματος», «δρακογενιά παραγόντων», «ηθική εξαχρείωση», «μοίραζαν μεταξύ τους τις μετοχές του κράτους», «Ελ Σιντ ο Παπαγγελόπουλος», «ιστορικές καρικατούρες» και άλλα τρυφερά, που μόνο οι πρώην σύντροφοι τολμούν να πουν.
Ομως το θέμα δεν είναι τι λέει ο Κωνσταντόπουλος και τι δεν λέει ο Κουβέλης, αλλά τι ακριβώς νόμιζε πως θα πετύχει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι τόση ιστορική και πολιτική άγνοια μοιάζει εξωφρενική ακόμα και για τον Τσίπρα. Η κυβέρνηση συνεργασίας του ’89 και η διερεύνηση του σκανδάλου Κοσκωτά ήταν μονόδρομος για τη χώρα. Η Νέα Δημοκρατία, με ποσοστό 44,28%, δεν είχε αυτοδυναμία, απόρροια του νόμου Κουτσόγιωργα (ένα είδος απλής αναλογικής) και αν μεσολαβούσαν εκλογές, τα αδικήματα θα παραγράφονταν.
Οι στιγμές ήταν πράγματι πολιτικά πρωτόγνωρες. Την παραπομπή Κουτσόγιωργα ψήφισαν 247 βουλευτές, δηλαδή και η πλειονότητα των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, ενώ για τον Ανδρέα Παπανδρέου ψήφισαν 165, άρα υπήρχαν διαρροές από Ν.Δ. και Συνασπισμό (μαζί είχαν 173 βουλευτές). Οσο για την τελική ετυμηγορία ως προς τον Ανδρέα Παπανδρέου, αθωώθηκε με διαφορά μίας ψήφου (7 προς 6).
Εκ των πρωταγωνιστών εκείνης της εποχής, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αφηγείτο στον Αλέξη Παπαχελά: «Ως προς την κάθαρση η ηγεσία της Αριστεράς ήταν ομόφωνη, δεν είχε πρόβλημα. Η παραπομπή του Ανδρέα μάς απασχόλησε, και την κουβεντιάσαμε. Εγώ κυρίως με τον Φλωράκη την κουβέντιασα. Ολα αυτά που διαβάζετε σήμερα και ακούτε ο καθένας να λέει “Όχι, εγώ δεν…” δεν ισχύουν. Πρώτα από όλα είναι μύθος ότι ο Καραμανλής είπε ότι οι υπουργοί πάνε σπίτια τους και δεν πάνε στο δικαστήριο». Από την πλευρά του, ο Χαρίλαος Φλωράκης έλεγε πως η «Αριστερά ξεβρόμισε το ‘89» και ένιωθε υπερήφανος για τον νόμο της κυβέρνησης Τζανετάκη -με υπογραφή Κουβέλη- που σήμανε την άρση των συνεπειών του εμφυλίου.
Πολλά έχουν ειπωθεί για την ιστορική στάση της Αριστεράς εκείνη την εποχή, για εκείνους που βγήκαν μπροστά και για εκείνους που κρύφτηκαν. Ο Αλέξης Τσίπρας, σημερινός ηγέτης ενός μεγάλου μέρους του Συνασπισμού, επιλέγει και να κρύψει και να κρυφτεί. Νομίζει μάλιστα πως θα σωθεί αν ενδυθεί τον ρόλο του ηρωικού θύματος, αν γίνει Ανδρέας, που δεν ήξερε, στη θέση του Ανδρέα, που δεν ήθελε να μάθει. Το έχει προσπαθήσει και στο παρελθόν, με την ίδια ακριβώς αποτυχία.
Από την έντυπη έκδοση