Καταρχήν, το δόγμα της σκληρής λιτότητας φαίνεται να εγκαταλείπεται αργά αλλά σταθερά καθώς Γερμανία και Γαλλία επιβραδύνουν τους ρυθμούς ανάπτυξής τους (πριν οριστικοποιηθεί το Brexit) ενώ η Ιταλία μπορεί -έστω και οριακά- να αποφύγει φέτος την ύφεση.
Μια πρώτη ένδειξη είναι η σιωπηρή διάλυση της «τρόικας» για την Ελλάδα που ανακοινώνεται σταδιακά από τα κοινοτικά όργανα. Η ομάδα της Ε.Ε. διαλύεται ενώ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας μετασχηματίζεται σε μια ομάδα εποπτείας που θα υπάρχει σε όλα κράτη-μέλη του μηχανισμού που έχουν δανειστεί από τον οργανισμό. Ομοίως, η ομάδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μετατρέπεται σε τυπική ομάδα εποπτείας που ασκεί έλεγχο σε όλες τις τράπεζες της ευρωζώνης.
Πολύ νωρίτερα, το ΔΝΤ, που επέβαλε σκληρά μέτρα το 2017 χωρίς να έχει πρόγραμμα με την Ελλάδα, τώρα χρησιμοποιεί το ίδιο επιχείρημα (ότι δηλαδή δεν έχει πρόγραμμα σε ισχύ με την Ελλάδα) ώστε να αποστασιοποιείται από τις αποφάσεις της ελληνικής οικονομικής πολιτικής.
Παράλληλα, βέβαια, οι προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης για επιτάχυνση της ανάπτυξης και των επενδύσεων, τη βελτίωση της λειτουργίας του κράτους και την προώθηση μεταρρυθμίσεων με παράλληλη τήρηση της δημοσιονομικής πολιτικής ήταν ό,τι ήθελαν να ακούσουν οι εκπρόσωποι των θεσμών.
Ωστόσο, όλα θα κριθούν από τα αποτελέσματα του δεύτερου εξαμήνου του 2019. Αν η Ελλάδα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και επιταχύνει -έστω και λίγο- την ανάπτυξη, οι θεσμοί είναι έτοιμοι να προσφέρουν δημοσιονομικά «δώρα» από το 2020.
Καταρχήν έχει αρχίσει να συζητείται η χαλάρωση της αυστηρής -και εκ πολλοίς παράλογης- αποτύπωσης των εσόδων που θεσπίστηκε με το 3ο Μνημόνιο και φαίνεται ότι ακολουθείται και στο καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Για παράδειγμα, έσοδα από ANFA και SNP που στο 2ο Μνημόνιο αθροίζονταν στα δημόσια έσοδα κατά το 3ο Μνημόνιο υπολογίζονταν μόνο με βάση το βασικό δημοσιονομικό κανόνα της Ε.Ε. (ESA2010). Η αλλαγή που θα γίνει είναι να υπολογίζονται στα δημόσια έσοδα με βάση και την ενισχυμένη εποπτεία. Το ίδιο και τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις. Με αυτές τις δύο παρεμβάσεις ο δημοσιονομικός χώρος ως το 2022 αυξάνεται κατά τουλάχιστον 2-2,5 δισ. ευρώ (1,2 δισ. από ANFA και από 600 εκατ. έως 1 δισ. από αποκρατικοποιήσεις) σε σχέση με τις σημερινές προβλέψεις, επιτρέποντας την υλοποίηση του συνόλου της μείωσης φόρων που έχουν προγραμματιστεί για το 2020 και τα επόμενα χρόνια.
Αν η Ελλάδα πετύχει και φέτος πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ προωθώντας και το πρώτο κομμάτι της μείωσης φόρων σε ΕΝΦΙΑ και επιχειρήσεις, επόμενο μεγάλο βήμα θα είναι η επανεξέταση του καθεστώτος ενισχυμένης εποπτείας. Η αρχική συμφωνία που υπογράφτηκε τον Ιούλιο του 2018 προέβλεπε ότι το ειδικό καθεστώς της Ελλάδας θα διατηρηθεί μέχρι και το 2022. Παράλληλα, προέβλεπε ότι μετά από 18 ή 24 μήνες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έχει τον πρώτο λόγο στην εποπτεία της Ελλάδας, θα έχει το δικαίωμα να αναθεωρήσει το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας αν διαπίστωνε προώθηση των μεταρρυθμίσεων και συνέχιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ηδη οι πρώτοι 12 μήνες ενισχυμένης εποπτείας έχουν κλείσει αλλά ακόμη καταγράφονται καθυστερήσεις σε βασικές μεταρρυθμίσεις και αποκρατικοποιήσεις. Αν η εικόνα αλλάξει προς το καλύτερο ως το τέλος του χρόνου, τότε ο χρόνος θα αρχίσει να μετρά αντίστροφα για την αλλαγή της συμφωνίας του Ιουνίου του 2018 που προέβλεπε και τον δημοσιονομικό στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ ως το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ ως το 2060.
Το στοίχημα αναθεώρησης των δημοσιονομικών στόχων και η επανεκκίνηση του QE
Η δηλωμένη θέση του πρωθυπουργού για αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων περνά από άλλον ένα δύσκολο σταθμό. Θα πρέπει μετά την αναθεώρηση των στόχων η αποκλιμάκωση του χρέους ως καθεστώς του ΑΕΠ να είναι ίση ή μεγαλύτερη από αυτή που υπολογίστηκε το 2018 με βάση τους σκληρούς δημοσιονομικούς στόχους που συμφωνήθηκαν. Και εδώ η συγκυρία έρχεται να βοηθήσει την προσπάθεια. Ο κεντρικός τραπεζίτης του ευρώ την Πέμπτη έδωσε σήμα ότι τον Σεπτέμβριο η ΕΚΤ θα αποφασίσει για επανεκκίνηση του QE ενώ δήλωσε έτοιμος να μειώσει περαιτέρω τα ήδη ιστορικά χαμηλά επιτόκια παρέμβασης.
Αυτό από μόνο του δίνει ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και για την Ελλάδα στο μέλλον. Το σενάριο για το χρέος συντάχθηκε με βάση ένα μέσο επιτόκιο αναχρηματοδότησης του χρέους 4,8%. Σήμερα το επιτόκιο αυτό έχει μειωθεί στο 2,8% ενώ η Ελλάδα απέχει ακόμη από τη λεγόμενη επενδυτική βαθμίδα. Επίσης, οι υπολογισμοί έγιναν με βάση ένα ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 2,7% ως το 2021 και 1,5% του ΑΕΠ σε μέσα επίπεδα ως το 2060.
Στην τελευταία έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική η ΤτΕ τονίζει ότι η αύξηση κατά 1% του μέσου ρυθμού ανάπτυξης (που μπορεί να προκύψει και μόνο με τη μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων) και η αναχρηματοδότηση του χρέους με 100 μονάδες βάσης χαμηλότερο μέσο επιτόκιο θα είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματική από τη μείωση του χρέους μέσω υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Με δεδομένο ότι στόχος της κυβέρνησης είναι ο διπλασιασμός του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας και η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας το αργότερο μέχρι και το τέλος του 2020, τα μέσα του επόμενου χρόνου τόσο ο πρωθυπουργός όσο και το οικονομικό επιτελείο θα έχουν όλα τα επιχειρήματα για μια επιτυχημένη διαπραγμάτευση για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων όχι μόνο μέχρι το 2022 αλλά μέχρι και το 2060.
Από την έντυπη έκδοση