Το δημόσιο blame game (παιχνίδι καταλογισμού ευθυνών) μεταξύ Χαριλάου Τρικούπη και Σεβαστουπόλεως για το ποιος φταίει που βάλτωσε η προσπάθεια σύμπλευσης δεν εξέπληξε όσους δεν έχουν κουραστεί (ακόμη) να παρακολουθούν προσεκτικά τα τεκταινόμενα στην ευρύτερη Κεντροαριστερά, προοδευτικό, μεταρρυθμιστικό Κέντρο, φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία, όποιον όρο κι αν επιλέγει κανείς.
Ήταν από την αρχή σαφές ότι η Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης έδωσαν τα χέρια επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ήθελε να διευρύνει τη Δημοκρατική Συμπαράταξη και να αθροίσει, δίπλα στη ΔΗΜ.ΑΡ. και τις κινήσεις που συμμετέχουν, το Ποτάμι ενισχύοντας την εξουσία της και τη διαπραγματευτική της θέση εσωκομματικά και έναντι της σημερινής και της αυριανής κυβέρνησης. Και φυσικά, το σενάριό της προέβλεπε ότι η ίδια θα ήταν αρχηγός του σχήματος που θα προέκυπτε στη βάση των νέων συνεργασιών μέσα από μια διαδικασία εκλογής από τη βάση, στην οποία θα έπαιρνε μέρος μαζί με τον κ. Θεοδωράκη και τον πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ Θ. Θεοχαρόπουλο.
Ο επικεφαλής του Ποταμιού πιέστηκε πολύ από την πλευρά των Μεταρρυθμιστών, της κίνησης της ο-ποίας ηγείται ο δημοφιλής στον ενδιάμεσο χώρο Σπύρος Λυκούδης, ενώ δεν είχε κάποια συγκεκριμένη πρόταση από την πλευρά της Ν.Δ. και τα περιθώρια αυτόνομης πορείας του ήταν πολύ περιορισμένα μετά τις δημοσκοπήσεις που έδειχναν το κόμμα του να κινείται κάτω του ορίου κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (3%). Ο ίδιος φέρεται από συνομιλητές του να αισιοδοξούσε ότι θα μπορούσε να κερδίσει τη μάχη για την ηγεσία έχοντας γενικές και αόριστες υποσχέσεις στήριξης από διάφορους παράγοντες του χώρου, οι οποίες, όσο περνούσε ο καιρός, φαίνονταν όλο και περισσότερο κενές περιεχομένου.
Ο κ. Θεοδωράκης ήθελε να κατέβει ως εκπρόσωπος του εκσυγχρονιστικού μπλοκ αλλά δεν μαζευόταν κόσμος γύρω του για να φανεί ότι υπάρχει ομάδα που τον βάζει μπροστά και κάπως έτσι σύντομα βρέθηκε σε αδιέξοδο. Η κ. Γεννηματά βιαζόταν να καθοριστεί η διαδικασία γιατί έβλεπε ότι οι πιθανότητες είναι με το μέρος της, αφού ο μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ είναι ισχυρότερος κάθε άλλου στο μικρόκοσμο της Κεντροαριστεράς, ενώ οι πληροφορίες ότι μπορεί να βρει απέναντί της άλλα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όπως ο βουλευτής Γ. Μανιάτης και ο ευρωβουλευτής Ν. Ανδρουλάκης, ενίσχυαν τη διάθεσή της να τελειώνουν όλα το συντομότερο.
Τυπικά και επίσημα, με βάση τις δημόσιες θέσεις που διατυπώθηκαν, η βασική δια-φορά ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις έχει να κάνει με το αν θα διαλυθούν τα κόμμα-τα, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι, μετά την εκλογή ηγεσίας από τη βάση, προκειμένου να δημιουργηθεί ένας νέος φορέας και όχι μια ομοσπονδία κομμάτων (πρόταση Θεοδωράκη) ή αν θα υπάρξει ένα μεταβατικό στάδιο στη διάρκεια του οποίου τα κόμματα θα διατηρήσουν την αυτονομία τους (πρόταση Γεννηματά). Υπάρχουν και άλλες επιμέρους αποκλίσεις, όπως η ηλεκτρονική ψηφοφορία και η τρίμηνη διάρκεια προεκλογικής περιόδου που προκρίνει το Ποτάμι, αλλά είναι προφανές ότι θα μπορούσαν να γεφυρωθούν τα χάσματα αν υπήρχαν η βασική εμπιστοσύνη μεταξύ των συνομιλητών και η αμοιβαία ειλικρίνεια προθέσεων.
Έτσι όπως εξελίχθηκε η υπόθεση, με δημόσιες αλληλοκατηγορίες στα όρια του ξεκατινιάσματος, επιβεβαιώθηκε ότι όχι απλώς δεν υπάρχει καλή πίστη αλλά καλυμμένη εχθρότητα. Άλλωστε στο ΠΑΣΟΚ δεν κρύβουν ότι θεωρούν το Ποτάμι δυνητική συνιστώσα της Ν.Δ. και στο Ποτάμι πιστεύουν ότι το ΠΑΣΟΚ θέλει να συνεργαστεί με τον «καλό ΣΥΡΙΖΑ» και γι’ αυτό προσχηματικά προτάσσει το αίτημα για κυβέρνηση εθνικής ενότητας με συμμετοχή του πρώτου και του δεύτερου μεγάλου κόμματος.
Κάπως έτσι τα πράγματα έφτασαν σε αδιέξοδο ακριβώς πριν ριφθεί ο κύβος για καθορισμό ημερομηνίας εκλογής ηγεσίας από τη βάση και της διαδικασίας που θα οδηγούσε εκεί και όποια προσπάθεια γίνει στο εξής για αναθέρμανση της διαδικασίας είναι a priori υπονομευμένη, αφού η υπόθεση έχει πάρει χαρακτηριστικά πολιτικού ανεκδότου.
Εκ των υστέρων, οι ηγεσίες ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού διαμηνύουν «προχωράμε», δηλώνοντας πίστη στη συνέχιση της προσπάθειας, που όμως έχει ναρκοθετηθεί από τα βαριά λόγια που αντάλλαξαν και την αποκάλυψη εκ διαμέτρου αντίθετων προσεγγίσεων. Για μήνες εξελισσόταν ένα σενάριο βήμα προς βήμα προσέγγισης, η επιτροπή διαλόγου για τις προοδευτικές συνεργασίες κατάφερε να φτιάξει ένα ενδιαφέρον προγραμματικό πλαίσιο και τελικά ξέσπασε δημόσιος καβγάς εκτός κάδρου του θεσμοθετημένου διαλόγου, ενώ δηλαδή συνεχίζονταν συνομιλίες μεταξύ αντιπροσωπιών των κομμάτων, κάτι που επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις ότι ο γάμος δεν ήταν από έρωτα αλλά ούτε και το κοινό συμφέρον ήταν αρκετό για να κρατήσει το ζευγάρι.
Μετρήσεις που γίνονται τους τελευταίους μήνες δείχνουν, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι δεν υπάρχει έντονο ή αξιοσημείωτο κοινωνικό ενδιαφέρον για τη δημιουργία νέου πολιτικού φορέα μέσα από τη συνεργασία ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού, ότι η σχετική ιδέα είναι απαξιωμένη λόγω των επαναλήψεων της αποτυχίας προηγούμενων πειραμάτων.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα επιστρέφουμε στο σημείο που βρισκόμασταν πριν η κ. Γεννηματά και ο κ. Θεοδωράκης μάς πουν ότι θα προχωρήσουν μαζί: Η πόλωση ΣΥΡΙΖΑ-Ν.Δ. μεγαλώνει και κυριαρχεί στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο, ενώ η προσωπική αντιπαράθεση μεταξύ Αλ. Τσίπρα και Κ. Μητσοτάκη αποκτά κεντρική σημασία αφού δεν υπάρχει δυνατότητα για συγκρότηση ενός ισχυρού τρίτου πόλου που θα λειτουργούσε εξισορροπητικά. Πάλι από την αρχή ξεκινούν συζητήσεις επί συζητήσεων για το πώς μπορεί να δημιουργηθεί νέος πολιτικός φορέας χωρίς παλιά υλικά αλλά τίποτα συγκεκριμένο δεν έχει προκύψει ακόμη.
Η κ. Γεννηματά και ο κ. Θεοδωράκης βγαίνουν και οι δυο τραυματισμένοι από αυτή την περιπέτεια, αφού και γκρίνια υπάρχει στο εσωτερικό των κομμάτων τους και προοπτική για κάτι καλύτερο δεν έχουν. Η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα δώσει μάχη να συντηρηθεί εκεί που είναι, ενώ ο επικεφαλής του Ποταμιού γνωρίζει πως στις επόμενες εκλογές δύσκολα θα φτάσει με το κόμμα του ενωμένο (ήδη έχουν φύγει πολλά στελέχη) και με δυνατότητα εκπροσώπησης στη Βουλή. Στη Χαριλάου Τρικούπη δίνουν και παίρνουν οι εκτιμήσεις ότι θα τον βρούμε στα ψηφοδέλτια της Ν.Δ., μαζί με κάποιους από τους βουλευτές του Ποταμιού.
Αγγελική Σπανού
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής.