H κυβέρνηση έχει ενημερώσει τις Βρυξέλλες ότι ενδεχόμενη νέα μείωση των συντάξεων από 1.1.2019 θα είναι πολιτικά καταστροφική για τον ΣΥΡΙΖΑ είτε οι εκλογές γίνουν μαζί με τις ευρωεκλογές, στις 26 Μαΐου 2019, είτε γίνουν στο τέλος της τετραετίας. Ο κ. Τσίπρας συνδέει άμεσα την απόφασή του για το χρόνο των εκλογών με το θέμα των συντάξεων, αλλά το κλίμα δεν έχει καμία σχέση με αυτό που περιγράφει το Μαξίμου. Το οποίο σημειωτέον, σύμφωνα με τα όσα λένε κοινοτικοί παράγοντες και συμφωνούν παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών, άνοιξε άτσαλα και πρόωρα το θέμα, όταν ακόμα δεν είχε κλείσει η τέταρτη αξιολόγηση, δυσκολεύοντας τότε τα πράγματα, όπως λένε σήμερα παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών.
Ωστόσο, το κλίμα στις Βρυξέλλες για το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης να αναβληθεί η μείωση των συντάξεων δεν είναι θετικό και σε καμία περίπτωση δεν έχει μπει σε δρόμο επίλυσης, όπως εντελώς αβάσιμα αφήνει να διαρρεύσει το Μαξίμου. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, δεν υπάρχουν συζητήσεις επί του θέματος σε εξέλιξη ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους θεσμούς, ενώ πρόκειται για ζήτημα που δεν εξαρτάται μόνο από τα στοιχεία του 9μηνου του προϋπολογισμού ή την επίτευξη υπερπλεονάσματος, όπως διατείνεται η κυβέρνηση, κλείνοντας το μάτι στους συνταξιούχους και την ελληνική κοινή γνώμη. Επιπλέον, δεν πρόκειται να ληφθεί καμία απόφαση προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, πριν από την πρώτη επίσκεψη του κλιμακίου των θεσμών στο πλαίσιο των αυστηρών μεταμνημονιακών ελέγχων, που θα γίνει τον Νοέμβριο, δηλαδή τρεις μήνες μετά το τυπικό κλείσιμο του προγράμματος, στις 20 Αυγούστου.
Οι Βρυξέλλες παρακολουθούν τα όσα λένε κυβερνητικά στελέχη και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στα ελληνικά ΜΜΕ, διαπιστώνουν ότι βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από τα όσα λέγονται εκτός συνόρων σε στελέχη των θεσμών ή επενδυτές, αλλά δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς έχουν συνηθίσει -όπως λένε κοινοτικοί παράγοντες- τη διγλωσσία της κυβέρνησης. Ειδικότερα για τα όσα είπε και κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα ο Ευρωπαίος επίτροπος για την Οικονομία Πιερ Μοσκοβισί, αυτά αντιμετωπίζονται επίσης χωρίς ιδιαίτερη σημασία με την όχι και τόσο τιμητική επισήμανση για τον Γάλλο πολιτικό ότι «ο Μοσκοβισί δεν έχει καμία δύναμη στο Eurogroup και διαχρονικά δεν έχει γίνει ποτέ στο ελληνικό πρόγραμμα κάτι που λέει μόνο ο Μοσκοβισί».
Το ίδιο κλίμα, «παγωμάρας» και αρνητισμού, συναντούν στους θεσμούς και τις Βρυξέλλες και άλλες κυβερνητικές εξαγγελίες, από αυτές που η κυβέρνηση -για την ακρίβεια το Μαξίμου, καθώς το υπουργείο Οικονομικών, αν και έχει την ευθύνη των διαπραγματεύσεων, κρατά αποστάσεις- έχει επικοινωνήσει στο εσωτερικό της χώρας ως βέβαιες.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού, την οποία η κυβέρνηση παρουσιάζει σαν να έχει ήδη γίνει, είναι θέμα που δεν έχει την έγκριση των θεσμών και θα προχωρήσει -όπως λένε έγκυρες πληροφορίες- εφόσον εξασφαλιστεί από το κλιμάκιο των θεσμών, που θα επισκέπτεται τη χώρα μας ανά τρίμηνο, ότι δεν πλήττει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Δεν υπάρχει απάντηση στο πότε.
Αναβολή στη μείωση του αφορολογήτου, που θα αφορούσε ένα πραγματικά αναπτυξιακό μέτρο, δεν συζητά καν η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να μη ρισκάρει τα έσοδα, στην προσπάθειά της να φτιάξει και πάλι γιγάντιο υπερπλεόνασμα πλήττοντας τη μεσαία τάξη και τα χαμηλά εισοδήματα, ώστε να μπορέσει να δώσει έκτακτο επίδομα στους συνταξιούχους στο τέλος του χρόνου.
Η επιστροφή των συλλογικών συμβάσεων, που η υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου έχει εξαγγείλει δημοσίως τρεις – τέσσερις φορές ως σήμερα, επίσης δεν έχει την έγκριση των θεσμών. Συναντά ήδη τη δημόσια άρνηση του ΔΝΤ και οι θεσμοί τη συνδέουν επίσης με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, όπως κάνουν και για την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Η κυβέρνηση δεν αποκρύπτει μόνο το γεγονός ότι υπάρχει αντίδραση και άρνηση από τους θεσμούς σε διάφορες κυβερνητικές εξαγγελίες, υποβαθμίζει και το γεγονός ότι διαφορετικές θέσεις έχουν καταγραφεί εντός της Κομισιόν, που όντως στέκεται περισσότερο φιλικά στα κυβερνητικά αιτήματα και επιχειρήματα.
Ο κ. Μοσκοβισί φροντίζει στις δημόσιες δηλώσεις του (πολύ περισσότερο στις επαφές του με την κυβέρνηση) να αφήνει ανοιχτό το θέμα της αναβολής της μείωσης των συντάξεων, αλλά τόσο οι Γερμανοί όσο και το ΔΝΤ, που παρέμεινε στο πρόγραμμα, έχουν άλλη άποψη και πιστεύουν ότι αλλαγές στα συμφωνηθέντα μπορούν να συζητηθούν με την επόμενη κυβέρνηση, όποια και να είναι, που θα έχει νωπή εντολή και όχι με μία κυβέρνηση υπό προθεσμία, όπως η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. Η μείωση των συντάξεων λογίζεται από τους θεσμούς ως μία από τις πιο σημαντικές στο πλέγμα των μεταρρυθμίσεων που η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί ότι θα εφαρμόσει και στις Βρυξέλλες επικρατεί η άποψη ότι αν στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. δώσουν την αίσθηση ότι μπορεί να αρχίσει να ξηλώνεται το πουλόβερ των μεταμνημονιακών υποχρεώσεων, τότε υπό την πολιτική και εκλογική πίεση που βρίσκεται θα τινάξει το πρόγραμμα στον αέρα.
Ειδικά η Γερμανία (η οποία επηρεάζει και άλλες χώρες του Eurogroup) και το ΔΝΤ φέρονται ότι θα τηρήσουν σκληρή στάση, αξιώνοντας όχι μόνο να μην υπάρξει δημοσιονομική επίπτωση από οποιαδήποτε απόφαση, αλλά και να μην εκληφθεί οποιαδήποτε απόφαση των θεσμών ως σήμα υπέρ της χαλάρωσης του μεταμνημονιακού προγράμματος.
Παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών, σε μεγάλη απόσταση από τα όσα λένε το Μαξίμου ή βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας για την αναβολή της μείωσης των συντάξεων, κρατούν χαμηλά τον πήχυ. Κάνουν λόγο για θέμα «μαχητό» για το οποίο δεν υπάρχουν προχωρημένες συζητήσεις με τους θεσμούς, αλλά μπορεί να ζητηθεί και να υπάρξει θετική απάντηση υπό πολλές προϋποθέσεις που αφορούν τόσο στην ελληνική οικονομία και την κατάστασή της τον Νοέμβριο όσο και στο κλίμα εντός της Ε.Ε.
Το συμπέρασμα είναι ότι υπό την πολιτική, κοινωνική, δημοσκοπική και εκλογική πίεση που λειτουργεί η κυβέρνηση για να εμφανίσει κάτι θετικό στο πεδίο της οικονομίας και στην προσπάθειά της να μεταφέρει σκληρά μέτρα στην επόμενη περίοδο -στην περίοδο της επόμενης κυβέρνησης- προχωρά σε κινήσεις που υπονομεύουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας, καθώς όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν το θέμα της αστάθειας, που είναι εξαιρετικά σημαντικό στο ξεκίνημα που σημειώνεται, τόσο έναντι των επενδυτών όσο και έναντι των αγορών, αλλά το επιδεινώνουν.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]