Το θέμα των δύο Ελλήνων στρατιωτικών έχει γίνει ήδη η πρώτη προτεραιότητα καθώς μετά τη συγκρατημένη αισιοδοξία και τα καθησυχαστικά μηνύματα της περασμένης εβδομάδας, που αβάσιμα εξέπεμπε η κυβέρνηση, έχουν ήδη δώσει τη θέση τους στη μεγάλη ανησυχία, τον υπολογισμό αρνητικών σεναρίων και τα κλειστά… κινητά.
Οι διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης, την περασμένη εβδομάδα, ότι οι δύο Ελληνες στρατιωτικοί θα είναι στο σπίτι τους το συντομότερο δυνατόν, ανεπισήμως έλεγαν «Δευτέρα ή Τρίτη», δεν έχουν πλέον καμία ισχύ.
Η υπόθεση αφορά πλέον το υπουργείο Εξωτερικών και το Μαξίμου και όχι το υπουργείο Εθνικής Αμυνας, στο οποίο αποδίδονται οι εμφανώς ανεπιτυχείς χειρισμοί των πρώτων ωρών της κρίσης.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, ακόμα και αν επιχειρησιακά οι διαπραγματεύσεις γίνονται από στελέχη της στρατιωτικής ηγεσίας λόγω της φύσης της υπόθεσης, η λήψη αποφάσεων έχει ήδη φύγει από τα χέρια της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Αμυνας.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναλόγως των εξελίξεων το επόμενο 48ωρο, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί ούτε η παρέμβαση του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, ενώ η κυβέρνηση διαψεύδει κατηγορηματικά, από χθες το απόγευμα, την πληροφορία ότι οι δύο Ελληνες στρατιωτικοί αντιμετωπίζουν την κατηγορία της κατασκοπείας.
Αρνητικό σπιράλ
Στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού φοβούνται ότι η υπόθεση αυτή μπορεί να εξελιχθεί «στη σπίθα που θα ανάψει την πυρκαγιά», μετρώντας ότι η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει σειρά αρνητικών εξελίξεων σε πολλά θέματα ταυτόχρονα και παρουσιάζει ήδη σημάδια απώλειας ελέγχου της δημόσιας ατζέντας.
Διαπιστώνουν ότι η σκανδαλολογία έχει μικρή επιρροή στις εξελίξεις και την ίδια στιγμή, μικρότερα -κατά την κρίση των κυβερνητικών παραγόντων- θέματα, ακόμα και καθημερινά γεγονότα, απασχολούν και επηρεάζουν περισσότερο την κοινή γνώμη. Αυτό, επιμένουν οι ίδιες πηγές, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι η σκανδαλολογία δεν θα συνεχιστεί. Το αντίθετο. Η σκανδαλολογία θα συνεχιστεί και θα ενταθεί και με άλλες υποθέσεις, καθώς έχει κεντρική θέση στον κυβερνητικό σχεδιασμό. Ο προβληματισμός εντός της κυβέρνησης αφορά το γεγονός ότι μετά τα συλλαλητήρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για το Σκοπιανό, η κυβέρνηση έχει μπει σε ένα σπιράλ αρνητικών εξελίξεων από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει.
ΣΥΡΙΖΑ: Μικρή συμμετοχή, μεγαλύτερη φθορά
Ενδεικτικό παράδειγμα το «σκάνδαλο Αντωνοπούλου», που συμπαρέσυρε -κόντρα στη βούληση του κ. Τσίπρα- και τον υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης, Δημήτρη Παπαδημητρίου. Την ίδια στιγμή, διαστάσεις που προκαλούν έντονη φθορά στην κυβέρνηση λαμβάνουν υποθέσεις όπως η αποκάλυψη του «Ε.Τ.» για τη διπλοθεσία της νύφης του πρωθυπουργού κ. Λιάκου στο Δημόσιο, ο διορισμός του φίλου του αναπληρωτή υπουργού Υγείας, Παύλου Πολλάκη, στο Νοσοκομείο της Σαντορίνης, η τοποθέτηση του κ. Κουτεντάκη στη θέση του επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού στη Βουλή κ.ά.
Υποθέσεις με κοινό παρονομαστή την ηθική διάσταση της πολιτικής ή τις ελλείψεις του κρατικού μηχανισμού (υπόθεση πρώην Λοιμωδών), γίνονται πλέον οι υποθέσεις που διαμορφώνουν το κλίμα στην κοινή γνώμη, προς αρνητική έκπληξη των κυβερνώντων. Ακόμα και η χθεσινή είδηση της απαλλαγής από το πρόστιμο των 44 εκατ. ευρώ της νέας διοίκησης του Ιβάν Σαββίδη στη ΣΕΚΑΠ, που προέκυψε μετά από απόφαση της Δικαιοσύνης, έγινε αντικείμενο πολύ έντονης και εκτεταμένης κριτικής κατά της κυβέρνησης στις ειδησεογραφικές σελίδες και τα social media.
Σε αυτό το κλίμα, τα πράγματα δεν προχωρούν σύμφωνα με τις κυβερνητικές προσδοκίες ούτε στο ευαίσθητο πεδίο της οικονομίας.
Το δίλημμα «καθαρή έξοδος ή πιστοληπτική γραμμή» τροφοδοτήθηκε από το Μαξίμου, στη γραμμή του «ή εμείς ή αυτοί» για να κατηγορηθούν οι πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης ως εκείνοι που δήθεν δεν επιθυμούν την απελευθέρωση της χώρας από το Μνημόνιο κ.ο.κ.
Η εξέλιξη αυτής της διένεξης προκάλεσε τη σοβαρή διαφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και την Τράπεζα της Ελλάδος, που εξελίσσεται σε ανοικτό πόλεμο. Ανεξάρτητα από την επίδραση που έχει αυτή η κόντρα στο εσωτερικό σκηνικό, η οποία δεν είναι αμελητέα και λειτουργεί στην κατεύθυνση του διχασμού, η κυβέρνηση βλέπει -και ανησυχεί γι’ αυτό – ότι βαραίνει το κλίμα στην οικονομία και η κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται ολοένα και περισσότερο ότι επιτήρηση, εποπτεία και παρέμβαση από τους δανειστές θα υπάρχουν και μετά τον Αύγουστο του 2018.
Παράλληλα με την επιλογή αυτή, η κυβέρνηση υπονόμευσε τις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις για τα μέτρα διευθέτησης χρέους και την αναβολή των ψηφισμένων μέτρων της νέας μείωσης των συντάξεων και του αφορολογήτου, βάζοντας ένα σημαντικό αυτογκόλ. Ενδεικτική της απώλειας ψυχραιμίας είναι η αδυναμία της να αντιμετωπίσει συντονισμένα και αποτελεσματικά την αρνητική είδηση για 1,4% αύξηση του ΑΕΠ για το 2017, όταν ο κ. Τσίπρας είχε πει δημοσίως -ακόμα και από το βήμα της Βουλής- ότι «ο ρυθμός ανάπτυξης του 2017 θα έχει μπροστά το 2…».
Γιάννης Καμπουράκης
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]