«Οι ενδείξεις είναι πράγματι ενθαρρυντικές. Σε καμία περίπτωση όμως δεν δικαιολογούν επανάπαυση και χαλάρωση των προσπαθειών. Αντίθετα, χρειάζεται τώρα μεγαλύτερη επιμονή και συνέπεια. Η οριστική έξοδος από την κρίση προϋποθέτει συνέχιση και επιτάχυνση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας για τη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας και την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου», τόνισε ο κ. Στουρνάρας, σε ομιλία του στον Ελληνικό Σύνδεσμο Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα «η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να στοχεύει σαφώς στην απελευθέρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, στην εξάλειψη των περιττών και στρεβλωτικών κανονισμών και στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών φορέων. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι ζωτικής σημασίας για τη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη ανάκαμψη και είναι κομβικής σημασίας για την αναδιάρθρωση της οικονομίας προς ένα εξωστρεφές πρότυπο διατηρήσιμης ανάπτυξης».
Η παρούσα συγκυρία, συνέχισε ο διοικητής της ΤτΕ, όπου τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης της οικονομίας αρχίζουν και διαφαίνονται, αποτελεί και το βασικό στοιχείο διαφοροποίησης σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, όπου η αστάθεια του οικονομικού περιβάλλοντος και η συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης δεν επέτρεψαν στις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν να αποτυπώσουν τα πραγματικά τους οφέλη στον καταναλωτή, στις επιχειρήσεις και στις αγορές. Αυτό αποτελεί μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.
«Μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η ελληνική οικονομία έχει σήμερα τις δυνατότητες να περάσει, σχετικά σύντομα, σε μια νέα αναπτυξιακή τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο, αναπτυξιακό πρότυπο με έμφαση στην υγιή επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια», τόνισε ο κ. Στουρνάρας.
Βασικά σημεία της ομιλίας του διοικητή της ΤτΕ:
1. 2008-2009: Στο κατώφλι της κρίσης
Το 2008-2009, στο κατώφλι της κρίσης, ήταν φανερό ότι η διάρθρωση και η δομή της ελληνικής οικονομίας δεν επέτρεπαν την ταχεία αντίδραση που απαιτούσαν οι επερχόμενες προκλήσεις. Η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων είχε μειωθεί σημαντικά και βρέθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα όχι μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), αλλά και στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ειδικότερα, το μοναδιαίο κόστος εργασίας το 2009 ήταν αυξημένο κατά περίπου 30% σε σχέση με το 2002, επιδεινώνοντας δραματικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και ασκώντας αρνητικές επιδράσεις στις εξαγωγές. Παράλληλα, η ελληνική οικονομία, μετά από 36 χρόνια ένταξης στην ΕΕ, δεν είχε ανοιχτεί επαρκώς στο διεθνή ανταγωνισμό. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών δεν υπερέβαιναν το 19% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με 35% στη ζώνη του ευρώ. Κυριαρχούσε η πολύ μικρή επιχείρηση, με μέσο μέγεθος που δεν υπερέβαινε τα 5 άτομα, σε σύγκριση με τα 15 άτομα στην ΕΕ. Τέλος, αγορές, που στις περισσότερες χώρες της ΕΕ και στο σύνολο των χωρών της ευρωζώνης είχαν προ πολλού απελευθερωθεί, παρέμεναν κλειστές.
Οι λόγοι της παρατεταμένης διάρκειας της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας έχουν συζητηθεί αναλυτικά. Εντοπίζονται σε μια σειρά παραγόντων, όπως: αδυναμία στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις τους, διστακτικότητα των κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν και να εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα αυτά και ένα συγκρουσιακό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα που πολώθηκε από την απουσία συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, συναίνεση που επιτεύχθηκε σε όλες τις άλλες χώρες όπου εφαρμόστηκαν ανάλογα προγράμματα. Με την εμφάνιση της κρίσης, αυτές οι ίδιες υστερήσεις δεν επέτρεψαν στην οικονομία να αντιδράσει έγκαιρα και αποτελεσματικά, ώστε να περιορισθούν οι συσταλτικές επιπτώσεις των προγραμμάτων.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες, πράγματι, δυσχέραναν σημαντικά τη συνεπή εφαρμογή των προγραμμάτων. Πιστεύω όμως ότι ο σημαντικότερος παράγοντας που επέτεινε την ύφεση και τροφοδότησε τη μεγάλη ανεργία ήταν οι ποικίλες αντιστάσεις στις μεταρρυθμίσεις, που δημιούργησαν μεγάλες διαρθρωτικές υστερήσεις της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες, με τη σειρά τους, περιόρισαν την αποτελεσματικότητα των πολιτικών σε τομείς όπως το ασφαλιστικό, η φορολογία, οι επενδύσεις, ο ταχύς αναπροσανατολισμός στις αγορές εξωτερικού και οι μεταρρυθμίσεις. Η ύφεση, δηλαδή, θα ήταν σαφώς μικρότερη και βραχύτερη, εάν είχαν έγκαιρα εκσυγχρονισθεί οι δομές της παραγωγής και της δημόσιας διοίκησης στη χώρα μας.
Honda και Nissan ενώνουν δυνάμεις για να κυριαρχήσουν στην παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία
2. 2010-2016: Πρόσφατες εξελίξεις και τρέχουσα συγκυρία
Παρά τα προβλήματα και τις οπισθοδρομήσεις, παρά το υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος της κρίσης, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν από το 2010 και έπειτα, πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό, να αντιστρέψουν τις ιδιαίτερα δυσμενείς τάσεις που επικρατούσαν και να βελτιώσουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας. Ειδικότερα επιτεύχθηκαν:
• Ταχύτατη και πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή. Την περίοδο 2013-2015 το πρωτογενές έλλειμμα εξαλείφτηκε και καταγράφηκαν μικρά πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης, για πρώτη φορά από το 2001. Για το 2016, η σημαντική υπερκάλυψη του δημοσιονομικού στόχου εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ περίπου.
• Ανάκτηση των μεγάλων απωλειών της ανταγωνιστικότητας, ιδιαίτερα ως προς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αλλά και – σε μικρότερο βαθμό – ως προς τις σχετικές τιμές.
• Εξάλειψη του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, που το 2008 είχε ξεπεράσει το 15% του ΑΕΠ.
• Αύξηση του ποσοστού των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ από 19% το 2008 σε 32% σήμερα, ενώ το ποσοστό των εξαγωγών αγαθών στο ΑΕΠ διπλασιάστηκε στο ίδιο διάστημα (από 8,5% το 2009 σε 16,5% σήμερα).
• Ανακεφαλαιοποίηση και εξυγίανση του τραπεζικού τομέα.
• Μεταρρυθμίσεις κυρίως στην αγορά εργασίας, αλλά και στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών καθώς και στη δημόσια διοίκηση.
Η αντιμετώπιση των εσωτερικών και εξωτερικών μακροοικονομικών ανισορροπιών, σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που ήδη υλοποιήθηκαν και αυτές που τώρα υλοποιούνται, ενισχύουν το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα μέσω της ταχύτερης ανόδου της παραγωγικότητας και της απασχόλησης.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των αλλαγών, η εξισορρόπηση της οικονομίας και η διαφαινόμενη αναδιάρθρωση στην κατεύθυνση ενός νέου, εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου ήδη συντελείται. Συγκεκριμένα, οι σχετικές τιμές των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 10% περίπου την περίοδο 2010-2015, με αποτέλεσμα η παραγωγή αυτών των αγαθών και υπηρεσιών να γίνει πιο επικερδής.
Ως εκ τούτου, το μερίδιο των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στην ιδιωτική οικονομία έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Το σχετικό μέγεθος των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων, σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του συνόλου της οικονομίας, αυξήθηκε κατά 12% περίπου την περίοδο 2010-2015 σε σταθερές τιμές και κατά 24% περίπου σε τρέχουσες τιμές, ενώ σε όρους απασχόλησης αυξήθηκε κατά 8% περίπου. Αυτή η εξέλιξη αποδίδεται τόσο στις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη εφαρμοσθεί όσο και στο γεγονός ότι οι τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών που έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό βίωσαν ηπιότερη ύφεση και κατά συνέπεια κατόρθωσαν να αυξήσουν σταδιακά τα μερίδιά τους σε όρους όγκου και απασχόλησης. Οι μεταρρυθμίσεις αναμένεται να επιταχύνουν περαιτέρω την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Απαιτείται, όμως, παράλληλα και βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας για την ενίσχυση των επενδύσεων.
Προσομοιώσεις που πραγματοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδας υποδεικνύουν ακριβώς ότι η οικονομική προσαρμογή της περιόδου 2010-2015 διαμόρφωσε ευνοϊκές συνθήκες για την ανακατανομή των πόρων προς όφελος των δραστηριοτήτων με εξωστρεφή προσανατολισμό.
3. Η βιομηχανία τροφίμων: Η πορεία της παραγωγής και η διάρθρωση των εξαγωγών
Ο ρόλος της εγχώριας βιομηχανίας τροφίμων είναι θεμελιώδης για την ελληνική μεταποιητική βιομηχανία και για την ελληνική οικονομία ευρύτερα. Τα επεξεργασμένα τρόφιμα είναι μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες στην Ελλάδα, με προστιθέμενη ακαθάριστη αξία ανά εργαζόμενο ύψους 38,8 εκατομμυρίων ευρώ το 2014. Αυτό αντιστοιχούσε σε μερίδιο 25,4% σε όρους ακαθάριστης αξίας και 27,4% σε όρους απασχόλησης της συνολικής μεταποίησης, γεγονός που την κατατάσσει πρώτη ανάμεσα στους κλάδους της μεταποίησης. Σε σύγκριση με το μέσο όρο των χωρών-μελών της ΕΕ, ο τομέας τροφίμων στην Ελλάδα έχει μεγαλύτερη συμβολή στη συνολική μεταποίηση σε όρους αξίας παραγωγής, αριθμού επιχειρήσεων, κύκλου εργασιών, αριθμού απασχολουμένων και ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η παραγωγή του κλάδου τροφίμων μειώθηκε σταθερά κατά τα πρώτα χρόνια της ύφεσης, σημειώνοντας ρυθμό συρρίκνωσης 2,9% ετησίως κατά μέσο όρο μεταξύ 2008 και 2012. Όμως, λόγω της ανελαστικότητας της σχετικής ζήτησης, η παραγωγή τροφίμων παρουσίασε μικρότερη μεταβλητότητα και ηπιότερη πτώση σε σύγκριση με τη συνολική μεταποιητική παραγωγή. Μέχρι και το 2012, η αρνητική μεταβολή του Δείκτη Όγκου Παραγωγής ήταν μικρότερη στα τρόφιμα από ό,τι στη μεταποίηση, ενώ από το 2013 και μετά, η παραγωγή του κλάδου τροφίμων ανέκαμψε καταγράφοντας ανοδικές τάσεις. Το 2014-2016 η θετική μεταβολή του Δείκτη Όγκου Παραγωγής Τροφίμων ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στο σύνολο της μεταποίησης, και έφτασε περίπου το 3%.
Επιπρόσθετα, η εξέλιξη της παραγωγής των περισσότερων υποκλάδων των τροφίμων μετά το 2015 είναι θετική. Ο κλάδος παραγωγής ειδών αρτοποιίας και αλευρωδών, ο κλάδος επεξεργασίας και συντήρησης φρούτων και λαχανικών και ο κλάδος παραγωγής προϊόντων αλευρόμυλων, αμύλων και προϊόντων αμύλου βρίσκονται σε επίπεδα παραγωγής πάνω από το 2010. Συνεπώς, η ελληνική βιομηχανία τροφίμων συνεχίζει σταθερά να συνιστά μία από τις κινητήριες δυνάμεις της ελληνικής μεταποίησης και βασικό μοχλό της ανάπτυξης.
Στην Ελλάδα, η βιομηχανία τροφίμων απαρτίζεται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, υπάρχουν όμως ορισμένες μεγάλες εταιρίες που έχουν επεκταθεί, με την ίδρυση θυγατρικών σε άλλες χώρες, κυρίως στα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του τομέα της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων είναι η δομή του, καθώς περίπου 230 μεγάλες επιχειρήσεις παράγουν το 70% της συνολικής παραγωγής, ενώ 14.000 μικρές επιχειρήσεις παράγουν το υπόλοιπο 30% της παραγωγής. Αυτές οι μικρές επιχειρήσεις συμβάλλουν σημαντικά στην απασχόληση στις αγροτικές περιοχές αλλά και στη διαφοροποίηση της παραγωγής του κλάδου, καθώς εξειδικεύονται στην παραγωγή παραδοσιακών προϊόντων υψηλής ποιότητας.
Ο τομέας παρουσιάζει σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα. Κατά την περίοδο 2010-2015, ο κλάδος των μεταποιημένων τροφίμων και ποτών αντιπροσώπευε το 11,1% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών και το 9,8% των ελληνικών εισαγωγών. Ανάμεσα στα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα είναι το ελαιόλαδο, τα επεξεργασμένα λαχανικά και φρούτα καθώς και τα γαλακτοκομικά.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η εξαγωγική επίδοση του κλάδου επεξεργασμένων τροφίμων και ποτών (ο λόγος των εξαγωγών προς την ακαθάριστη αξία παραγωγής) αυξήθηκε από 33% το 2008 στο 45% το2015, ενώ η εισαγωγική διείσδυση στον κλάδο (ο λόγος των εισαγωγών προς τη φαινόμενη κατανάλωση) παρέμεινε σχετικά στάσιμη, με αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου του κλάδου.
Συνολικά, την περίοδο 2010-2015 η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και της εξαγωγικής επίδοσης του κλάδου των τροφίμων και ποτών ήταν αξιόλογη. Το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε σε 1,1 δισεκ. ευρώ το 2015, στο χαμηλότερο δηλαδή επίπεδο από το 2008, από περίπου 2,3 δισεκ. ευρώ το 2010. Η μείωση αυτή στο εμπορικό έλλειμμα του κλάδου προήλθε πρωτίστως από τις εξαγωγές, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 5,8% ετησίως κατά μέσο όρο, αλλά και από τις εισαγωγές, οι οποίες κατέγραψαν ελαφρά μείωση κατά 0,9% ετησίως. Σημειώνεται, ότι γενικά στον τομέα των τροφίμων και ποτών, οι κυριότεροι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδος είναι οι χώρες της ΕΕ. Το σύνολο των εξαγωγών προς την ΕΕ φτάνει περίπου το 70% και το σύνολο των εισαγωγών το 80%.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό εξωστρέφειας του κλάδου είναι ότι το μερίδιο αγοράς των ελληνικών τροφίμων και ποτών είναι υψηλότερο (σχεδόν τριπλάσιο) από εκείνο των συνολικών ελληνικών εξαγωγών και ιδιαίτερα των εξαγωγών προς την ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι τα ελληνικά τρόφιμα και ποτά έχουν καλύτερη αντιπροσώπευση στις αγορές του εξωτερικού από τα ελληνικά προϊόντα ως σύνολο. Εντούτοις, η θέση του κλάδου στις αγορές του εξωτερικού και ιδιαίτερα σε χώρες εκτός ΕΕ έχει αποδυναμωθεί, παρά τη σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους/μισθών, που θα μπορούσε να δράσει ευνοϊκά σε έναν κλάδο εντάσεως εργασίας όπως αυτός. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται εν μέρει στη μετανάστευση επιχειρήσεων προς γειτονικές χώρες με χαμηλότερους συντελεστές φορολόγησης. Η μετανάστευση αυτή οδηγεί σε υποκατάσταση των ελληνικών εξαγωγών με εγχώρια παραγωγή στις χώρες αυτές.
4. Διεθνής ανταγωνιστικότητα, ο ρόλος του branding και των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας
Παρά την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, οι εξαγωγές υπολείπονται του επιπέδου που θα αναμενόταν, με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών. Αυτό μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στην έλλειψη ικανής χρηματοδότησης και το υψηλότερο κόστος δανεισμού, την αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς και την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση, η οποία επιβραδύνει ή και ανακόπτει την πρόοδο προς την αποκατάσταση της συνολικής ανταγωνιστικότητας.
Επιπλέον, η υστέρηση των εξαγωγών οφείλεται εν μέρει και σε εγγενείς διαρθρωτικές αδυναμίες, που εμποδίζουν τη διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές και αφορούν άλλες πτυχές εκτός του κόστους, όπως η ποιότητα των προϊόντων, η προστατευόμενη ονομασία προέλευσης και η καθιέρωση επωνυμίας (branding), η γραφειοκρατία κ.λπ. Δίνοντας brand name σε κάποιο προϊόν επιτυγχάνουμε δύο πράγματα: πρώτον, αυξάνουμε την ελκυστικότητά του προς τους καταναλωτές και, δεύτερον, προσθέτουμε αξία. Η Ελλάδα κατατάσσεται σήμερα στην πέμπτη θέση της ΕΕ μετά την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία ως προς τον αριθμό των προϊόντων που έχουν κατοχυρωθεί στην ευρωπαϊκή λίστα των προϊόντων Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης ή Προστατευόμενης Γεωγραφικής Περιοχής.
Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία συνεκτιμά επιπλέον παραμέτρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας πλην των τιμών, αφού βελτιώθηκε τη διετία 2013-2014 (σύμφωνα με μια σειρά από δείκτες που καταρτίζονται από τον ΟΟΣΑ, την Παγκόσμια Τράπεζα και το World Economic Forum), παρουσιάζει πλέον ενδείξεις στασιμότητας ή και οπισθοχώρησης. Σύμφωνα με το δείκτη «ευχέρειας στο επιχειρείν» (Ease of Doing Business) της Παγκόσμιας Τράπεζας, η θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη υποχώρησε από την 58η στην 61η μεταξύ 190 κρατών. Σύμφωνα με το «δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας» του World Economic Forum, η θέση της Ελλάδας υποχώρησε το 2016 από την 81η στην 86η μεταξύ 138 κρατών, ενώ, σύμφωνα με τον πίνακα επιδόσεων παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του IMD, η Ελλάδα έπεσε κατά 6 θέσεις και το 2016 βρέθηκε στην 56η θέση μεταξύ 61 κρατών. Σύμφωνα με τις εκθέσεις αυτές, και παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο που έχει σημειωθεί τα προηγούμενα έτη, η Ελλάδα συνεχίζει να κατατάσσεται στη χαμηλότερη θέση τόσο μεταξύ των οικονομιών της ΕΕ-28 όσο και μεταξύ όλων των προηγμένων οικονομιών.
Η χαμηλή διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στην παγκόσμια αγορά σχετίζεται με την υποτονική συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων σε παγκόσμια δίκτυα παραγωγής και διανομής. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η ενσωμάτωση των ελληνικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας (global value chains) είναι χαμηλή σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ που έχουν παρόμοιο μέγεθος, παρά τη σχετικά ευνοϊκή γεωγραφική της θέση. Συγκεκριμένα, το 2011, ο δείκτης συμμετοχής σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας κατά τον ΟΟΣΑ ήταν 43% στην Ελλάδα, σε σχέση με 63% στην Ουγγαρία, 66% στη Σλοβακία και 50% στην Πορτογαλία.
Οι λόγοι για τη χαμηλή συμμετοχή της Ελλάδας στα παγκόσμια δίκτυα είναι, μεταξύ άλλων: (α) η χαμηλή εξειδίκευση σε βιομηχανικά προϊόντα και προϊόντα μεσαίας ή υψηλής τεχνολογικής έντασης, τα οποία προσφέρονται για την ανάπτυξη εκτενών αλυσίδων αξίας, (β) το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, που δυσχεραίνει την ένταξη σε παγκόσμια δίκτυα λόγω της αδυναμίας να εγγυηθούν σταθερό εφοδιασμό και αμετάβλητο επίπεδο ποιότητας και (γ) τα χαμηλά επίπεδα ξένων άμεσων επενδύσεων, τα οποία σχετίζονται με δομικούς παράγοντες της ελληνικής οικονομίας, όπως είναι η γραφειοκρατία και το ασταθές ρυθμιστικό και φορολογικό πλαίσιο, αλλά και με τη γενικότερη αβεβαιότητα στο μακροοικονομικό περιβάλλον της χώρας.
Η σημασία της ένταξης των ελληνικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας είναι δυνητικά πολύ σημαντική για την αύξηση της εξωστρέφειας και, κατά συνέπεια, της παραγωγικότητάς τους. Τα οφέλη αυτά επιτυγχάνονται μέσω της μεταφοράς τεχνογνωσίας και νέων επιχειρηματικών πρακτικών, της συμμόρφωσης με κανόνες και πρότυπα ποιότητας, της μίμησης πιο σύνθετων προϊόντων και παραγωγικών διαδικασιών, καθώς και μέσω της μετάδοσης πληροφοριών για τις προτιμήσεις των ξένων καταναλωτών.
Στον κλάδο των τροφίμων, όπου η διεθνοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας διατρέχει πλέον όλα τα στάδια – από την πρωτογενή παραγωγή έως την τροφοδοσία των τελικών καταναλωτών – και ο διεθνής ανταγωνισμός κόστους έχει ενταθεί σημαντικά, η ένταξη των ελληνικών επιχειρήσεων στα παγκόσμια εφοδιαστικά δίκτυα βρίσκεται αντιμέτωπη με τις εξής προκλήσεις: (α) τη συγκέντρωση του κλάδου, ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητά του και να αυξηθεί η διαπραγματευτική ισχύς των μικρών προμηθευτών ως προς τους ξένους εισαγωγείς λιανικού εμπορίου, (β) τη στροφή προς την παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας, που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καταναλωτών αναφορικά με την υγιεινή διατροφή, την κοινωνική ευθύνη κ.λπ. Η εισαγωγή προτύπων παραγωγής, συγκομιδής, διασφάλισης ποιότητας και συσκευασίας δύναται να λειτουργήσει θετικά και για την εγχώρια αγορά, ώστε η παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας να συμβάλει αφενός στη βελτιστοποίηση της ποιότητας των προσφερόμενων στον καταναλωτή προϊόντων και αφετέρου στην εξισορρόπηση της σχέσης τιμής-ποιότητας.
Εξαιτίας της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας κόστους που έλαβε χώρα τα προηγούμενα χρόνια υπάρχουν σημαντικά περιθώρια αύξησης των εξαγωγών στο εγγύς μέλλον. Πέρα από τις προαναφερθείσες αδυναμίες, προαπαιτούμενο για την ενίσχυση της εξαγωγικής βάσης των εξωστρεφών επιχειρήσεων είναι οι νέες επενδύσεις. Οι νέες επενδύσεις, διευκολύνοντας την καινοτομία και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, θα διευρύνουν την εξαγωγική βάση και ταυτόχρονα θα βελτιώσουν την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών, αυξάνοντας τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής της ελληνικής οικονομίας. Αυτό με τη σειρά του θα καταστήσει διατηρήσιμη τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών και θα αυξήσει το δυνητικό προϊόν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Το περαιτέρω άνοιγμα προς τις αγορές του εξωτερικού, η συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και η αύξηση των εμπορικών δεσμών με χώρες και επιχειρήσεις που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας σε παγκόσμια κλίμακα, θα έχει ως συνέπεια την απορρόφηση νέων τεχνολογιών από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και τη διάχυσή τους στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές της προοπτικές.
5. Κανονιστική μεταρρύθμιση και άρση εμποδίων ανταγωνισμού
Παρά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, οι αγορές προϊόντων στην Ελλάδα παραμένουν μεταξύ των πλέον ρυθμιζόμενων (regulated) αγορών στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ένας καθοριστικός παράγοντας της ανταγωνιστικότητας είναι η ποιότητα του συνόλου των κανόνων που διέπουν τη λειτουργία των αγορών. Αυτοί θα πρέπει να προωθούν τον ανταγωνισμό, τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα. Υπερβολική ρύθμιση, υψηλός βαθμός προστατευτισμού, γραφειοκρατία και πολύπλοκη νομοθεσία συνδέονται γενικά με μεγαλύτερη αναποτελεσματικότητα και χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.
Ακριβώς επειδή το ρυθμιστικό πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας χρειάζεται ενίσχυση, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια αποκόμισης οφελών από την κανονιστική μεταρρύθμιση. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει δώσει εκ νέου έμφαση στην αντιμονοπωλιακή νομοθεσία στον τομέα της μεταποίησης και του λιανεμπορίου τροφίμων. Η αύξηση του ανταγωνισμού σε αγορές αγαθών και υπηρεσιών, μέσα από την άρση των ρυθμιστικών εμποδίων στην είσοδο νέων επιχειρήσεων και στη λειτουργία τους, οδηγεί μακροπρόθεσμα σε αύξηση της απασχόλησης και σε μείωση των τιμών, άρα σε οφέλη για τον καταναλωτή και την οικονομία γενικότερα.
Το πρόγραμμα αξιολόγησης των συνθηκών ανταγωνισμού στην Ελλάδα, βάσει της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ (OECD competition assessment toolkit), ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2013, υλοποιήθηκε με διαδοχικές αναθέσεις σε διάρκεια τριών χρόνων και εξέτασε συνολικά το νομοθετικό πλαίσιο για 14 από τους σημαντικότερους τομείς της οικονομίας.
Η 3η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ είναι το μεγαλύτερο έργο τόσο σε έκταση νομοθετημάτων που εξετάστηκαν, σε αριθμό δυνητικών εμποδίων στον ανταγωνισμό που εντοπίστηκαν, όσο και στο πλήθος των συστάσεων που διατυπώθηκαν.
Οι συστάσεις που διατυπώθηκαν είχαν σκοπό να άρουν τις υφιστάμενες στρεβλώσεις και να ενταθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων, προκειμένου να δημιουργηθούν πολλαπλασιαστικά οφέλη στους καταναλωτές, στις επιχειρήσεις, στα δημόσια έσοδα και συνολικά στην ανταγωνιστικότητα. Τα μέτρα που προτείνονται μειώνουν το κόστος κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού, παρέχουν περαιτέρω κίνητρα για την καινοτομία και τη μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων και ενισχύουν σημαντικά τον ανταγωνισμό. Τα οφέλη κατά κανόνα είναι οι χαμηλότερες τιμές και μεγαλύτερη επιλογή και ποικιλία για τους καταναλωτές. Συχνά αυτό προκύπτει από την είσοδο νέων, πιο αποτελεσματικών επιχειρήσεων, ή από υπάρχοντες προμηθευτές, οι οποίοι, κάτω από την πίεση του ανταγωνισμού, αναζητούν πιο αποδοτικές μορφές παραγωγής.
Παρά την πρόοδο που επιτεύχθηκε με την εφαρμογή μεγάλου μέρους των συστάσεων του ΟΟΣΑ, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να εμφανίζει στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό σε επιμέρους αγορές και έχει σημαντικά περιθώρια απελευθέρωσης της δυναμικής της. Ωστόσο, για να εξασφαλιστεί ότι τα οφέλη αυτά θα φθάσουν πραγματικά στους Έλληνες καταναλωτές, είναι σημαντικό να εφαρμοστούν πλήρως τα προτεινόμενα μέτρα. Μερική άρση των περιορισμών θα αποφέρει μόνο μερικά αποτελέσματα. Βασικός πυλώνας για ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον είναι η θέσπιση ενός αποτελεσματικού νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.