Πληροφορίες από το οικονομικό επιτελείο θέλουν την προκαταρκτική πρόταση για ελάφρυνση έως και 30.000 ευάλωτων δανειοληπτών που θα εξειδικεύσουν σε 15 ημέρες να μην κρίνεται ικανοποιητική αφού ο κίνδυνος για «νέα γενιά» μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσα στο 2023 είναι μεγάλη. Μάλιστα, τα κριτήρια που ανέφεραν για τον ορισμό της παραμέτρου των δικαιούχων της ελάφρυνσης αφήνουν αμφιβολίες για το αν οι τελικοί δικαιούχοι θα ξεπεράσουν τους 20.000, αριθμός που θεωρείται πολύ μικρός.
Επίσης, στις προκαταρκτικές συζητήσεις οι τράπεζες ανέφεραν την κάλυψη ενός «μέρους» της επιβάρυνσης των δανειοληπτών το οποίο προσδιορίστηκε ατύπως σε ανώνυμες δηλώσεις προς τον Τύπο ως το 50% της αύξησης των επιτοκίων.
Σε όλα τα άλλα θέματα (αυξήσεις αποδόσεων καταθέσεων, μείωση προμηθειών, αύξηση των χορηγήσεων) οι απαντήσεις που έλαβε το οικονομικό επιτελείο είναι αόριστες, παρότι τα προβλήματα είχαν γίνει γνωστά εδώ και καιρό.
Παρ’ όλα αυτά, το υπ. Οικονομικών δεν σκοπεύει να ανεβάσει κι άλλο τους τόνους πριν έχει τις αναλυτικές προτάσεις των τραπεζών. Ωστόσο, άτομα με γνώση των επίσημων και ανεπίσημων επαφών των δύο μερών προέβλεπαν ότι «ο διάλογος θα πάρει καιρό» σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να υποχωρήσει από τις απαιτήσεις της καθώς δεν αποτελούν προεκλογικό πυροτέχνημα αλλά συνειδητή προσπάθεια ομαλοποίησης της αγοράς.
Ενόχληση από τις τράπεζες
Από την πλευρά των τραπεζών οι εκπρόσωποι των διοικήσεων δεν έκρυβαν την ενόχλησή τους για την κυβέρνηση, παρέμβαση που ξεκίνησε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Χαρακτήριζαν δε κρατική παρέμβαση στην τιμολογιακή τους πολιτική τα αιτήματα που τους τέθηκαν κάτι που όπως σημείωναν θα αποθαρρύνει τους επενδυτές να επιστρέψουν στις ελληνικές τράπεζες.
Επί της ουσίας, τόνιζαν ότι οι παρεμβάσεις στους οικονομικά ευάλωτους μπορούν να γίνουν στοχευμένα και με μέτρο. Τα κριτήρια θα είναι σαφώς αυστηρότερα από αυτά της «Γέφυρας 1» και υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνουν δεκτά από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζικής Εποπτείας. Η δε παρέμβαση θα καλύπτει ένα μέρος μέχρι και το 50% της επιπλέον επιβάρυνσης που θα έχουν οι ευάλωτοι δανειολήπτες. Αν θέλουν την κάλυψη του συνόλου των επιβαρύνσεων, θα πρέπει μοιραία να χρησιμοποιήσουν κρατικούς πόρους, τόνισε χαρακτηριστικά κορυφαίο τραπεζικό στέλεχος.
Τούτο τη στιγμή που το υπ. Οικονομικών διαμήνυσε ότι δεν προτίθεται να επιδοτήσει τις τράπεζες για να προσφέρουν χαμηλές δόσεις δανείων για δύο λόγους:
» Ο πρώτος είναι ότι αυτό δεν γίνεται πουθενά στην Ευρώπη και δεν μπορεί από μόνη της η Ελλάδα να ξεκινήσει μια τέτοια διαδικασία.
«Σπίτι μου 2»: Δικαιούχοι, προϋποθέσεις και κριτήρια – Πότε ξεκινούν οι αιτήσεις
» Ο δεύτερος είναι ότι σε αυτή τη φάση δεν είναι ξεκάθαρο αν ο υψηλός πληθωρισμός και η ενεργειακή κρίση αποτελούν έκτακτη κατάσταση όπως η πανδημία ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει την επιδότηση δόσεων δανείων, όπως έγινε με το «Γέφυρα». Συνεπώς αν γίνει κάτι τέτοιο, μπορεί να χαρακτηριστεί κρατική επιδότηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού (DG COM).
Από την πλευρά τους οι τράπεζες τόνισαν ότι έχουν ήδη ρυθμίσει πάνω από 550.000 δάνεια τα τελευταία τρία χρόνια και το 1 στα 3 δάνεια που έχουν ήδη ρυθμιστεί μπαίνει ξανά σε καθυστέρηση. Η ρύθμιση ήδη ρυθμισμένων δανείων θα χαρακτηριστεί από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή ως μη εξυπηρετούμενο δάνειο.
Τι θέλουν να ρυθμίσουν
Αναφορικά με την πρόθεσή τους για παρέμβαση σε περίπου 30.000 δάνεια ευάλωτων δανειοληπτών με δάνεια σε κυμαινόμενα επιτόκια, θα επιλεγούν ανάμεσα στους 70.000 οι οποίοι επιδοτήθηκαν από το πρόγραμμα «Γέφυρα» για πάνω από ένα χρόνο (9 μήνες από το αρχικό χρονοδιάγραμμα + 3 μήνες με μειωμένη επιδότηση) και κινδυνεύουν να «κοκκινίσουν» ξανά. Τούτο διότι μετά το τέλος της επιδότησης οι δανειολήπτες αντιμετωπίζουν εκτός από την αυξημένη δόση που θα πρέπει να εξυπηρετούν απούσης της κρατικής παρέμβασης και τα αυξημένα επιτόκια. Σε αυτή την περίπτωση οι τράπεζες συζητούν επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων ώστε να πέσει η μηνιαία δόση μετά από επανέλεγχο των δικαιούχων ώστε να διαπιστωθεί πόσοι από αυτούς είναι οικονομικά ευάλωτοι.
«ΝΑΙ» ΣΕ ΝΕΑ ΔΑΝΕΙΑ ΑΛΛΑ ΜΕ… ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ
«Οχι» στην αύξηση των επιτοκίων στις καταθέσεις και στη μείωση των προμηθειών
Σε ό,τι αφορά τις αποδόσεις των καταθέσεων η απάντηση που έδωσαν οι τράπεζες είναι ότι τα επιτόκια των καταθέσεων καθορίζονται από τον ανταγωνισμό και το επίπεδο ρευστότητας σε κάθε τράπεζα. Σε αυτή τη φάση οι τράπεζες έχουν υψηλά επίπεδα ρευστότητας και άρα η αύξηση των αποδόσεων για τις μικρές καταθέσεις θα πρέπει να αποκλειστεί.
Στο θέμα των προμηθειών επανέλαβαν ότι οι χρεώσεις κινούνται επίσης με βάση τον ανταγωνισμό και ανάλογα με τις εργασίες που θέλει να ενθαρρύνει ή να αποθαρρύνει η κάθε τράπεζα. Σε γενικές γραμμές τόνισαν ότι στις συναλλαγές στο ταμείο οι χρεώσεις είναι υψηλές για να ευνοηθούν οι ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Τέλος στο θέμα της αύξησης των χορηγήσεων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις οι τράπεζες απάντησαν ότι θέλουν να δίνουν όσο το δυνατό περισσότερα δάνεια, ωστόσο τα νέα δάνεια θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ασφαλή.