Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το δανεικό πρόγραμμα για το 2025 που ανακοίνωσε χθες ο ΟΔΔΗΧ, οι ανάγκες χρηματοδότησης, συνολικού ύψους 15,28 δισ. ευρώ, επιμερίζονται για τον επόμενο χρόνο στην αποπληρωμή ομολόγων ύψους 5,45 δισ. ευρώ, στην αποπληρωμή τόκων ύψους 4,75 δισ. ευρώ, στην πρόωρη αποπληρωμή μίας διπλής δόσης από το διμερές δάνειο με την ευρωζώνη με 5,3 δισ. ευρώ και τη χρηματοδότηση έργων του ΤΑΑ με 5,96 δισ. ευρώ. Μειωτικά στις ανάγκες χρηματοδότησης του Δημοσίου λειτουργεί το πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο αναμένεται να φτάσει τον επόμενο χρόνο τα 5,73 δισ. ευρώ ή το 2,4% του ΑΕΠ.
Οι πηγές χρηματοδότησης των αναγκών του Δημοσίου είναι:
- Κοινοπρακτικές εκδόσεις και εκδόσεις ομολόγων ύψους 8 δισ. ευρώ.
- Επιχορηγήσεις από το ΤΑΑ, δάνεια της ΕΤΕπ ύψους 3,027 δισ. ευρώ.
- Εσοδα από αποκρατικοποιήσεις ύψους 576 εκατ. ευρώ.
- Μείωση των διαθεσίμων του Δημοσίου κατά 3,67 δισ. ευρώ.
Στο τέλος του 2025 το υπόλοιπο του χρέους αναμένεται να παραμείνει σχεδόν αμετάβλητο, παρουσιάζοντας μικρή αύξηση, της τάξης των 196 εκατ. ευρώ.
Τουρισμός για Όλους 2025: Αυξημένη επιδότηση για την χαμηλή περίοδο – Ποιοι είναι οι δικαιούχοι
Με βάση τα στοιχεία με τα οποία ο ΟΔΔΗΧ συμπληρώνει την παρουσίαση του δανειακού προγράμματος της χρονιάς, τονίζεται ότι το ελληνικό χρέος έσπασε ένα ρεκόρ μείωσης στο τέλος του 2024, καταγράφοντας μια συνολική μείωσή του ως ποσοστό του ΑΕΠ της τάξης του 56%, σε σύγκριση με το 2020, όταν το χρέος κορυφώθηκε στο 209%, λόγω των αυξημένων δαπανών αντιμετώπισης της πανδημίας του κορονοϊού.
Εκτός από το ύψους του χρέους, αποκλιμάκωση είχαν και οι δαπάνες για τόκους, οι οποίες μειώθηκαν στο 4% του ΑΕΠ στο τέλος του 2024, από 4,1% του ΑΕΠ το 2023. Η μέση περίοδος λήξης του χρέους είναι 19 χρόνια, πολύ υψηλότερη από τα 10 χρόνια του χρέους της Ιρλανδίας, τα 8 χρόνια ης Πορτογαλίας και της Ισπανίας και τα 7 έτη του χρέους της Ιταλίας.
Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους υποστηρίζεται από ένα πολύ υψηλό υπόλοιπο ταμειακών διαθεσίμων, που ξεπέρασε τα 32 δισ. ευρώ στο τέλος του 2024. Επίσης, ασφάλεια για το χρέος παρέχει το γεγονός ότι οι ετήσιες ανάγκες χρηματοδότησης παραμένουν πολύ χαμηλές (θα φτάσουν το 6,9% του ΑΕΠ για φέτος), καθώς και το γεγονός ότι το 70% του συνόλου βρίσκεται στα χέρια των επίσημων δανειστών (κυρίως της ευρωζώνης, του ESM και του EFSF) και είναι σε σταθερά χαμηλά επιτόκια.
Νέες αναβαθμίσεις
Μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στο τέλος του 2023, η Ελλάδα έχει να περιμένει νέα βελτίωση του αξιόχρεου μετά την αναβάθμιση της Scope στη βαθμίδα ΒΒΒ στις 6 του μήνα. Παράλληλα με τη βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, έχουμε και τη βελτίωση της ποιότητας των επενδυτών οι οποίοι τοποθετούνται πλέον σε ελληνικούς τίτλους. Με βάση τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ, το ποσοστό συμμετοχής των hedge funds στις ελληνικές εκδόσεις ομολόγων έχει περιοριστεί στο 6,7%, από 11% που ήταν το 2019. Αντιστοίχως, το πραγματικό χρήμα, δηλαδή οι θεσμικοί επενδυτές, αυξήθηκε στο 63,7% το 2024, από 53,7% που ήταν το 2023, πριν η χώρα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα.