Η καθιέρωση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της αρχής «προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις και προώθηση της ανάπτυξης των ΜΜΕ», υπό την έννοια της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και της επιχειρηματικότητας αυτών, δικαιολογείται, καθώς, βάσει στατιστικών στοιχείων, οι ΜΜΕ αντιστοιχούν σε περισσότερο από 95% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και στα 2/3 των θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Ανάλογα είναι τα ποσοστά και στην Ελλάδα, καθιστώντας αυτές ως τον κρίσιμο παράγοντα ισορροπίας και ανάπτυξης της οικονομίας στη χώρα μας. Βάσει αυτών των πραγματικών δεδομένων και του ισχύοντος νομοθετικού οπλοστασίου (άρθρο 173 ΣΛΕΕ), πραγματώνονται δράσεις τόσο από την Ένωση συλλογικά όσο από τα επιμέρους κράτη μέλη, με σκοπό να αναπτύσσονται ιδίως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Από τη δεκαετία του 1980 και εφεξής αξιολογείται θετικά η συνεισφορά της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην αύξηση της απασχόλησης, στην ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών, στην προώθηση της καινοτομίας, στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, αλλά και στην εκπαίδευση των νέων εργαζομένων.
II.- Ο ορισμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως ισχύει στον ευρωπαϊκό χώρο (Σύσταση της Επιτροπής 1996/280/ΕΚ και τη νέα Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003), ερείδεται σε δύο βασικά κριτήρια, ήτοι του αριθμού των εργαζομένων αφενός και χρηματοοικονομικών ποσών αφετέρου. Κατά τον ορισμό αυτόν «ως μικρομεσαία επιχείρηση ορίζεται εκείνη η επιχείρηση, της οποίας ο αριθμός των μονίμων υπαλλήλων της είναι μικρότερος από 250 εργαζόμενους, ο ετήσιος κύκλος εργασιών της δεν υπερβαίνει τα 50.000.000 ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού της δεν ξεπερνά τα 43.000.000 ευρώ». Η επιχείρηση μπορεί να εκπληρώνει είτε το κριτήριο κύκλου εργασιών είτε το κριτήριο ισολογισμού και όχι υποχρεωτικά και τα δύο. Μπορεί επίσης να υπερβαίνει το όριο σε ένα μόνο από τα δύο και πάλι να θεωρείται μικρομεσαία.
Ο ορισμός αυτός επικρατεί στον ευρωπαϊκό χώρο, καθόσον παγκοσμίως δεν γίνεται αποδεκτός ο ίδιος ορισμός για τις ΜΜΕ. Για παράδειγμα στις οικονομικές θεωρίες της Αμερικής ως μικρομεσαίες επιχειρήσεις λογίζονται αυτές στις οποίες ο αριθμός των εργαζομένων τους είναι μικρότερος των 500 ατόμων, ενώ στην Ιαπωνία μικρότερος των 300 εργαζομένων. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στις διαφορές του μεγέθους των αντίστοιχων αγορών που ήδη αναφέραμε.
III. – Με κατευθυντήρια αρχή την κοινή άποψη ότι οι ΜΜΕ αποτελούν την ραχοκοκαλιά κάθε οικονομίας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα επί μέρους κράτη-μέλη, λαμβάνονται διάφορα μέτρα, όπως χρηματοδοτικά ή επιμορφωτικά, προκειμένου να ενισχυθεί η παραγωγική δραστηριότητα των ΜΜΕ. Αξίζει, όμως, να εστιάσουμε σε έναν πολύ νευραλγικό τομέα για την ενδυνάμωση των ΜΜΕ και την οικονομική ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να διευκολύνει τη δράση των ΜΜΕ στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, ενσωματώνοντάς τες στην οικονομική λειτουργία του κράτους και εν γένει στο οικονομικό σύστημα.
Η πρόσβαση των ΜΜΕ στο χώρο των δημοσίων συμβάσεων έχει ως θετική έκβαση τόσο την οικονομική άνθηση των ΜΜΕ, αλλά και την ύπαρξη ενός αποτελεσματικότερου και υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των υποψηφίων αντισυμβαλλομένων των δημόσιων αγοραστών προς όφελος του Δημοσίου.
Στο πλαίσιο αυτό, έχουν θεσπιστεί ορισμένοι κανόνες, ώστε να παρέχεται άμεση διευκόλυνση των ΜΜΕ στην αγορά των δημοσίων συμβάσεων και να μην αποκλείονται από τις δημοπρασίες λόγω ακριβώς του μεγέθους τους. Κατά πρώτον, για τη δυνατότητα της πρόσβασης των ΜΜΕ στην αγορά των δημοσίων συμβάσεων και την επίτευξη βέλτιστων οικονομικών προσφορών (Αποφάσεις ΕλΣυν 508/2018, 11/2019, VI Τμήματος), στα άρθρα 59 του ν.4412/2016 και 46 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ προβλέπεται η υποδιαίρεση των συμβάσεων σε τμήματα, η οποία μπορεί να γίνει είτε σε ποσοτική βάση, ώστε το μέγεθος των επιμέρους συμβάσεων να αντιστοιχεί καλύτερα στις δυνατότητες των ΜΜΕ, είτε σε ποιοτική βάση, αναλόγως του είδους και των εξειδικεύσεων, με σκοπό την καλύτερη προσαρμογή του περιεχομένου των επιμέρους συμβάσεων στους εξειδικευμένους τομείς των ΜΜΕ.
Μάλιστα, προβλέπεται ρητώς ότι στην περίπτωση που η Διοίκηση επιλέξει τη μη υποδιαίρεση της σύμβασης σε τμήματα έχει την υποχρέωση να αιτιολογήσει αυτή την επιλογή της. Η απόφαση της μη υποδιαίρεσης σε τμήματα πρέπει να προκύπτει είτε από χωριστή έκθεση είτε από τα έγγραφα της οικείας σύμβασης (Αποφάσεις ΕλΣυν 608/2019, 609/2018, 1069/2018, VI Τμήματος και Πράξεις ΕλΣυν 483/2019 και 170/2021, Ζ΄ Κλιμακίου). Επομένως, η υποδιαίρεση των συμβάσεων σε τμήματα προβλέπεται να αξιοποιήσει τις εγγενείς δυνατότητες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ΜΜΕ, υπό την έννοια της ανάδειξης των συγκριτικών τους πλεονεκτημάτων σε διάφορους τομείς της εν γένει επιχειρηματικής και παραγωγικής τους δραστηριότητας
Ένα επιπλέον εργαλείο που εξυπηρετεί την πρόσβαση των ΜΜΕ στην αγορά των δημοσίων συμβάσεων είναι αυτό της χρήσης του Ευρωπαϊκού Ενιαίου Εγγράφου Σύμβασης (ΕΕΕΣ). Το ΕΕΕΣ αποτελεί απλή, συγκεντρωμένη και ενημερωμένη υπεύθυνη δήλωση αναφορικά με τους λόγους αποκλεισμού και τα κριτήρια επιλογής των υποψηφίων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον σπατάλη χρόνου για τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού πιστοποιητικών, με τα οποία βεβαιώνεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της διακήρυξης και ότι συντρέχουν τα κριτήρια επιλογής. Αναμφίβολα, οι ΜΜΕ διαθέτουν περιορισμένες διοικητικές ικανότητες αναφορικά με την προσήκουσα προετοιμασία των εγγράφων προς υποβολή στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού. Επομένως, με την υιοθέτηση της υποβολής του ΕΕΕΣ και την απλοποίηση των διαδικασιών αποφεύγεται η κοστοβόρα γραφειοκρατία και οι ΜΜΕ διαθέτουν τον απαιτούμενο χρόνο προετοιμασίας, ώστε να ανταπεξέλθουν άρτια και εγκαίρως στη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης.
Dogecoin: Η υπουργοποίηση Μασκ εκτόξευσε την αξία του - Διπλασίασε την αξία του σε 5 ημέρες
Επίσης, η νέα ρύθμιση του ν. 4782/2021 (άρθρο 81) καταργεί πλήρως κάθε όριο ανάθεσης τμήματος σε υπεργολάβο, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται ακόμη περισσότερο η πρόσβαση των ΜΜΕ στην αγορά των δημοσίων συμβάσεων. Έως και την εφαρμογή της ρύθμισης αυτής, προβλεπόταν ότι ο ανάδοχος του έργου έπρεπε να διατηρεί ποσοστό τουλάχιστον 70% του ποσού της αξίας της σύμβασής του (αρχικής και συμπληρωματικών), αφού ληφθούν υπόψη όλες οι συμβάσεις υπεργολαβιών που έχουν εγκριθεί.
Αυτή η πρόβλεψη είχε ως συνέπεια ότι οι υπεργολάβοι δεν επιτρεπόταν να αναλάβουν συνολικά ποσοστό του συμβατικού αντικειμένου που να υπερβαίνει το 30%. Πλέον, δίδεται η δυνατότητα να ανατίθεται η υλοποίηση σε υπεργολάβο χωρίς να υφίσταται κάποιος περιορισμός ως προς το ποσοστό που πρόκειται να πραγματώσει, ενώ, πρέπει να επισημανθεί ότι η ανάθεση σε υπεργολάβο δεν έχει την έννοια της μεταβίβασης της ευθύνης σε αυτόν, καθώς ο ανάδοχος παραμένει σε κάθε περίπτωση ο μόνος υπεύθυνος έναντι της αναθέτουσας αρχής για το εκτελούμενο από τον υπεργολάβο μέρος.
Εξάλλου, η Οδηγία 2014/24/ΕΕ επιτρέπει την υπεργολαβία στην εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων, καθιερώνοντας τη δυνατότητα των κρατών μελών να υποχρεώνουν τους προσφέροντες να δηλώνουν στις προσφορές τους τα τμήματα των συμβάσεων που προτίθενται να αναθέσουν σε υπεργολάβους, καθώς και να τα επικαιροποιούν σε περίπτωση που αυτά αλλάξουν.
Κατά τις περιπτώσεις που οι ΜΜΕ καθίσταντο υπεργολάβοι, παρατηρούνταν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις ως προς την αποπληρωμή τους από τον κύριο ανάδοχο, γεγονός το οποίο τις οδηγούσε αναπόφευκτα στο να αντιμετωπίσουν προβλήματα ρευστότητας και δυνατότητας εκπλήρωσης των διαφόρων υποχρεώσεών τους. Στο πλαίσιο, λοιπόν, της ενίσχυσης και της οικονομικής βιωσιμότητας των ΜΜΕ, προβλέπεται πλέον στις διατάξεις των άρθρων 131 και 336 των Βιβλίων Ι και ΙΙ αντιστοίχως η δυνατότητα απευθείας πληρωμής του υπεργολάβου εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής και του αναθέτοντος φορέα, δυνάμει σύμβασης υπεργολαβίας μεταξύ αναδόχου και υπεργολάβου. Επομένως, κατόπιν αιτήματος του υπεργολάβου, η αναθέτουσα αρχή δύναται να καταβάλει απευθείας στον υπεργολάβο την αμοιβή του, ανεξάρτητα από τη μη ύπαρξη συμβατικού δεσμού μεταξύ αναθέτουσας αρχής και υπεργολάβου.
Ο υπεργολάβος διακρίνεται από τον παρέχοντα δάνεια εμπειρία. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο ότι ο οικονομικός φορέας στηρίζεται στις δυνατότητες (οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια/τεχνική και επαγγελματική επάρκεια) άλλων φορέων, ώστε να μπορέσει να συμμετάσχει σε διαγωνιστική διαδικασία για την ανάθεση μιας δημόσιας σύμβασης, χωρίς να υφίστανται ειδικοί δεσμοί με τους πραγματικούς κατόχους της εμπειρίας.
Κατά το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, η δυνατότητα του προσφέροντος να επικαλείται τις ικανότητες οικονομικού φορέα, ο οποίος τις δανείζεται από άλλον οικονομικό φορέα διευκολύνει ακόμη περισσότερο τις ΜΜΕ να συμμετέχουν στο χώρο των δημοσίων συμβάσεων, καθώς αυτές όχι μόνο δεν αποκλείονται από διαγωνισμούς αλλά μπορούν να στηριχθούν σε ικανότητες άλλων εξειδικευμένων οντοτήτων, με αποτέλεσμα η προσφορά τους να είναι ιδιαιτέρως αξιόλογη και να έχουν προοπτική να καταστούν ανάδοχοι, ακόμη και σε έργα υψηλού προϋπολογισμού.
Προκειμένου όμως να διασφαλιστούν και τα συμφέροντα της αναθέτουσας αρχής, ο προσφέρων οφείλει να προσκομίσει όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά τόσο για τον αμέσως όσο και για τον εμμέσως δανείζοντα στον υποψήφιο τις εν λόγω ικανότητες. Η υποχρέωση αυτή διασφαλίζει με αποτελεσματικό τρόπο την ουσιαστική δέσμευση του προσφέροντος ότι σε περίπτωση που επιλεγεί ως ανάδοχος κατά τη διαγωνιστική διαδικασία θα έχει στη διάθεσή του πράγματι τις «δάνειες» ικανότητες τις οποίες επικαλείται στον συγκεκριμένο διαγωνισμό. Ενόψει τούτων, ο προσφέρων, σε περίπτωση έμμεσου δανεισμού, οφείλει να προσκομίσει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και των δύο οικονομικών φορέων, ήτοι και του αμέσως και του εμμέσως παρέχοντα τη δάνεια εμπειρία.
Μία πολύ σημαντική παράμετρος στη διευκόλυνση των ΜΜΕ στην πρόσβασή τους στην αγορά των δημοσίων συμβάσεων είναι η εισαγωγή από την Οδηγία 2014/24/ΕΕ και το ν. 4412/2016 (άρθρα 22 και 33-37) ενός συστήματος ηλεκτρονικών διαδικασιών σύναψης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων. Με την χρήση ηλεκτρονικών μέσων στην αγορά των δημοσίων συμβάσεων ενισχύεται η διαφάνεια, μειώνεται η γραφειοκρατία, αυξάνεται ο ανταγωνισμός, επιταχύνονται οι διοικητικές διαδικασίες, επέρχεται μείωση του λειτουργικού κόστους των διαγωνιζομένων επιχειρήσεων.
Περαιτέρω, μέσω της ηλεκτρονικής διαδικασίας, έχει παρατηρηθεί ότι οι οικονομικοί φορείς δε διστάζουν να υποβάλουν προσφορές σε περιοχές και κράτη μέλη που είναι σε μακρινή απόσταση από την έδρα της δραστηριοποίησής τους. Έτσι, επέρχεται αλματώδης αύξηση των διασυνοριακών προσφορών, που συμβάλλουν σημαντικά στην αποτροπή του κατακερματισμού των αγορών. Όλα τα προαναφερόμενα πλεονεκτήματα, που προκύπτουν από τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων στην αγορά των δημοσίων συμβάσεων, αποτελούν δημιουργικές μεταβλητές επιχειρηματικών ευκαιριών στο περιβάλλον των ΜΜΕ που επιφέρουν την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας των ΜΜΕ.
Επιπροσθέτως, στο Βιβλίο ΙΙΙ του ν. 4412/2016 περιλαμβάνονται διατάξεις σχετικά με τις διαδικασίες διακυβέρνησης που οφείλουν να εφαρμόζουν οι αναθέτουσες αρχές και οι αναθέτοντες φορείς, καθώς και δράσεις εκ μέρους της Διοίκησης που στοχεύουν στη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των σχετικών άρθρων του νόμου και στην εν γένει βελτιστοποίηση του τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Η επίτευξη αυτού του στόχου προβλέπει στη διασφάλιση της εποπτείας των εμπλεκόμενων φορέων και ιδιαίτερα των ΜΜΕ και της καθοδήγησης αυτών μέσω κατάρτισης εκθέσεων (αναφορών) συγκεντρωτικών στοιχείων εκ μέρους των αρμόδιων φορέων και εποπτικών μηχανισμών. Επίσης, οι διατάξεις αυτές στοχεύουν στην εντατικοποίηση δράσεων κατάρτισης, καθώς και πιστοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού των αναθετουσών αρχών και αναθετόντων φορέων, συμβάλλοντας έτσι μέσω της παρεπόμενης αυξημένης επαγγελματοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού, στην αποτελεσματικότερη συνεργασία και εξυπηρέτηση των αναγκών των ΜΜΕ.
IV.- Η αναγνώριση του καθοριστικού ρόλου που διαδραματίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στον οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη μέλη είχε ως συνέπεια τη θέσπιση, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, κανονιστικών ρυθμίσεων που ευνοούν τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη των ΜΜΕ.
Για τον λόγο αυτό, στο πλαίσιο Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του ΕΣΠΑ της προγραμματικής περιόδου 2007-2013, παρέχονταν χρηματοδοτήσεις εκ μέρους του Δημοσίου σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν σε συγκεκριμένους τομείς (μεταποιήσεις-τουρισμού-εμπορίου- υπηρεσιών), με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους. Αντιστοίχως, στο πλαίσιο Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος του ΕΣΠΑ της προγραμματικής περιόδου 2021-2027 με τίτλο «Ανταγωνιστικότητα», πέραν των λοιπών ειδικών στόχων, γίνεται ειδική μνεία στον ειδικό στόχο της ενίσχυσης της αειφόρου ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας των ΜΜΕ και της δημιουργίας θέσεων εργασίας σε ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων των παραγωγικών επενδύσεων.
Επομένως, η δημιουργία μηχανισμών που διευκολύνουν την πρόσβαση των ΜΜΕ στην αγορά των δημοσίων συμβάσεων αποτελεί τον σημαντικότερο τομέα ανάπτυξής τους, ενώ παράλληλα ο δημόσιος τομέας, υπό συνθήκες διασφάλισης του ευρύτερου δυνατού ανταγωνισμού, προβαίνει στην ορθή διαχείριση του συστήματος των δημοσίων συμβάσεων και στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος.