Η πρώτη από τις διαφορές αυτές ήταν ότι πριν από την κρίση η οικονομία μαστιζόταν από τα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικό και τρεχουσών συναλλαγών) που ξεπερνούσαν το 15% του ΑΕΠ παράγοντας συνεχώς νέο χρέος. Σήμερα το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι κοντά στο 1% του ΑΕΠ ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα είναι κοντά στο 5% του ΑΕΠ.
Η δεύτερη είναι ότι 20 χρόνια νωρίτερα, η Ελλάδα πλήρωνε κάθε χρόνο τόκους ύψους 16,8 δισ. ευρώ ενώ σήμερα έχει μειώσει τις υποχρεώσεις για τόκους στα 4,8 δισ. ευρώ με τάση μειούμενη αφήνοντας «περίσσευμα» 12 δισ. ευρώ, λόγω κυρίως των κλειδωμένων χαμηλά επιτοκίων των δανείων από την Ε.Ε.
Με την ενεργητική διαχείριση του χρέους και ύστερα και από το συναινετικό κούρεμα του χρέους του ιδιωτικού τομέα το 2012, η Ελλάδα μπορεί σήμερα να δανείζεται με 40 μονάδες βάσης μικρότερα επιτόκια από τη γειτονική Ιταλία και με τις αποδόσεις των ελληνικών τίτλων να βρίσκονται μια ανάσα από εκείνα της Ισπανίας και της Γαλλίας. Οι προσδοκίες είναι η Ελλάδα να έχει αναβαθμιστεί μέχρι και το 2028 από το ΒΒΒ- στη βαθμίδα Α, ώστε μαζί με την υποχώρηση των επιτοκίων στο 2%, όπως αναμένεται μέσα στο 2025, να εξασφαλιστεί σταθερά χαμηλή χρηματοδότηση για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Το 2032
Στον δρόμο για τη σταθερά πτωτική πορεία του χρέους, υπάρχει το μακροπρόθεσμο ορόσημο του 2032, όταν υποτίθεται ότι η Ελλάδα θα αρχίσει να αποπληρώνει το δάνειο των 90 δισ. ευρώ προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας EFSF. Η έναρξη αυτής της περιόδου συνοδεύεται από την εγγραφή στο χρέος και των τόκων ύψους 24 δισ. κατά την Commission, 25 δισ. ευρώ κατά τον ΟΔΔΗΧ. Αυτονόητο είναι ότι κάτι τέτοιο θα αύξανε κανονικά το επίπεδο του χρέους κατά περίπου 10% του ΑΕΠ. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι η εγγραφή αυτών των τόκων δεν θα αλλάξει την πορεία του χρέους. Το ποσό των 24 δισ. ευρώ θα αρχίσει να εμφανίζεται πέντε χρόνια μετά το ορόσημο του 2032. ΟΙ δε τόκοι που θα πληρώνονται σε ετήσια βάση θα είναι ανάλογοι με τα χρήματα από το συγκεκριμένο δάνειο που χρησιμοποίησε η Ελλάδα για τις ανάγκες της. Με άλλα λόγια, ο Αρμαγεδδών για το χρέος που περιμένουν κάποιοι για το 2032, δεν θα έρθει. Αυτό που θα γίνει είναι ότι η Ελλάδα θα πληρώσει τους πρώτους αναβαλλόμενους τόκους μέσα στο 2038 και στη συνέχεια θα αποπληρώνει ομαλά τόκους και κεφάλαιο μέχρι και το 2055. Συνεπώς, με τα σημερινά δεδομένα, το χρέος θα συνεχίσει να έχει πτωτική πορεία αφαιρώντας σταδιακά βάρος και κίνδυνο ανατροπών από την ελληνική οικονομία.
Η Eurostat
Ενα δεύτερο κοντινότερο ορόσημο έγινε γνωστό πρόσφατα. H Eurostat ειδοποίησε τις ελληνικές αρχές ότι θα εγγράψει στο χρέος τα 12 από τα 24 δισ. ευρώ των αναβαλλόμενων τόκων από το δάνειο του EFSF είτε στη δεύτερη κοινοποίηση στοιχείων του 2023 μέσα στον μήνα είτε τον ερχόμενο Απρίλιο, αυξάνοντας το χρέος κατά 4,8% του ΑΕΠ.
Ωστόσο το ΥΠΕΘΟ έχει απενεργοποιήσει και αυτόν τον κίνδυνο. Εχει ήδη συμφωνήσει με την Commission ότι η εγγραφή των τόκων θα επηρεάσει ελάχιστα έως καθόλου την πορεία του χρέους τα επόμενα χρόνια. ΟΙ τόκοι από το δάνειο αυτό ήταν αντικείμενο της συμφωνίας του 2018 για τη διευθέτηση του χρέους και είχε συμφωνηθεί ότι θα βρίσκονται σε περίοδο χάριτος μέχρι και το 2032. Παρ’ όλα αυτά, η Eurostat αποφάσισε να εγγράψει τώρα τα 12 δισ. στο χρέος του 2023, αυξάνοντας το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 4,8% του ΑΕΠ, όχι μόνο για τον προηγούμενο χρόνο αλλά και για το 2024 και τα επόμενα χρόνια μέχρι και το 2028.
Κατά τη διαπραγμάτευση με την Commission, οι ελληνικές αρχές έθεσαν το επιχείρημα ότι το πρόσθετο αυτό χρέος θα άλλαζε χωρίς λόγο την εικόνα που θα είχε η αγορά για την πορεία του ελληνικού χρέους. Τούτο, παρά το γεγονός ότι οι οίκοι αξιολόγησης έχουν ενημερωθεί και συμφωνούν ότι η παρέμβαση της Eurostat δεν αποτελεί «πιστωτικά αρνητικό» γεγονός, αφού δεν δημιουργεί νέες δημοσιονομικές υποχρεώσεις διότι οι τόκοι θα αρχίσουν να αποπληρώνονται μαζί με το κεφάλαιο του δανείου από το 2032.
Τι συμφωνήθηκε
Η συμφωνία με τις Βρυξέλλες, ώστε να μην αλλάξει η τροχιά του χρέους, ειδικά για την περίοδο 2025-2028, οπότε θα βρίσκεται σε εφαρμογή το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό και διαρθρωτικό σχέδιο για την Ελλάδα, είναι ο ετήσιος επιμερισμός των τόκων από το 2012. Συγκεκριμένα, συμφωνήθηκε ότι θα προστεθεί 1 δισ. χρέος τον χρόνο από το 2012 μέχρι και το 2024, ώστε να μην έχουμε απότομες αναταράξεις στο ύψος του χρέους. Τούτο διότι μια τέτοια αποτύπωση δεν θα είχε λογιστική επίδραση μεγαλύτερη από 0,5% του ΑΕΠ στο χρέος των προηγούμενων ετών. Η επίδραση της εκ των υστέρων εγγραφής χρέους θα είναι ακόμη μικρότερη φέτος, αφού το ΥΠΕΘΟ ετοιμάζεται να πληρώσει στο τέλος του χρόνου τριπλή δόση ύψους 7,93 δισ. ευρώ από το διμερές δάνειο του 2010 με τις χώρες της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να μειώσει με μία κίνηση το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 3,2%.
Μείωση 5,1% του ΑΕΠ τον χρόνο
Μόνο για το 2024 τo δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι θα καταγράψει σημαντική μείωση κατά 8,3 ποσοστιαίες μονάδες και συνολικά η μείωση θα φτάσει το 20,4% του ΑΕΠ. Η μέση ετήσια μείωση υπολογίζεται σε 5,1 ποσοστιαίες μονάδες, σημαντικά μεγαλύτερη από την ελάχιστη απαίτηση που θέτει η συνθήκη διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους στο νέο μεσοπρόθεσμο που είναι 1% του ΑΕΠ κατ’ έτος. Ως αποτέλεσμα του τωρινού σχεδιασμού, το ποσοστό του χρέους εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 20,4%, από 153,7% του ΑΕΠ το 2024 σε 133,4% του ΑΕΠ το 2028. Από το ΥΠΕΘΟ σημειώνουν ότι η εκτίμηση για τη μείωση του χρέους είναι εξαιρετικά συντηρητική και δεν λαμβάνει υπόψη τα μέτρα πιο ενεργού διαχείρισης του χρέους τα οποία δρομολογεί ήδη η Αθήνα, ώστε να μειώσει το υπόλοιπο όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά και ως απόλυτο μέγεθος.