Τα περί δήθεν πολιτικής διαπραγμάτευσης στη συνεδρίαση του Εurogroup, που διοχετεύουν τις τελευταίες μέρες κυβερνητικοί κύκλοι είναι εκτός πραγματικότητας, η λύση περνάει από τη συμφωνία με τους επικεφαλής σε τεχνικό επίπεδο.
Πριν από τη σημερινή συνεδρίαση θα προηγηθούν διαβουλεύσεις μεταξύ Ευρωπαίων αξιωματούχων και του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, όπου οι δανειστές αναμένουν από την ελληνική πλευρά να ξεκαθαρίσει εάν είναι διατεθειμένη να συναινέσει, ώστε να έρθουν μέσα στην εβδομάδα οι επικεφαλής στην Ελλάδα να κλείσουν τη διαπραγμάτευση σε τεχνικό επίπεδο. Στην περίπτωση αυτή το επόμενο Εurogroup στις 7 Απριλίου θα επικυρώσει την τεχνική συμφωνία και το μεθεπόμενο στις 22 Μαΐου θα φτάσει σε μια συνολική απόφαση για το ελληνικό ζήτημα.
Εδώ και μήνες η κυβέρνηση καθυστερεί γιατί πίστευε ότι θα μπορούσε να πάρει ανταλλάγματα τα οποία θα μετρίαζαν τις υποχωρήσεις της σε σχέση με τα δημοσιονομικά μέτρα (μείωση αφορολογήτου, κατάργηση ή μείωση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις), που καλείται να λάβει προκειμένου να διασφαλίσει την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% ετησίως μετά το 2018.
Αντίμετρα
Τα ανταλλάγματα έχουν να κάνουν με τα αντίμετρα, δηλαδή το πού θα πηγαίνει το προϊόν ενδεχόμενης υπεραπόδοσης, όπου οι δανειστές θέλουν να διατίθενται σε δράσεις με προστιθέμενη αξία στην ανάπτυξη.
Σε σχέση με τα εργασιακά, η κυβέρνηση επιδιώκει την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και την επίτευξη ήπιας συμφωνίας για τις ομαδικές απολύσεις, ώστε να τα εμφανίσει ως επιτεύγματα της διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, στα δύο αυτά θέματα το ΔΝΤ παίζει τον ρόλο του σκληρού εμποδίζοντας την εξεύρεση κοινού τόπου, παρά την ευέλικτη στάση των Ευρωπαίων.
Συνεπώς, όσο παραμένουν ανοικτά τα παραπάνω θέματα (δημοσιονομικό, εργασιακά), το να ισχυρίζονται Κομισιόν και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι πως καταγράφεται πρόοδος, αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στο να καθησυχάσουν τις αγορές, στέλνοντας το μήνυμα ότι δεν θα έχουμε νέο 2015 και ότι στο τέλος της ημέρας θα υπάρξει συνολική συμφωνία. Ομως, τα όρια αυτής της τακτικής έχουν εξαντληθεί και από εδώ και πέρα κάθε καθυστέρηση συρρικνώνει την οικονομία, αυτό φάνηκε με τον ύφεση που επέστρεψε και τη μείωση της απασχόλησης το τέταρτο τρίμηνο.
Σύμφωνα με πηγή της Ευρωζώνης, θετική εξέλιξη θα ήταν σήμερα να δοθεί εντολή στους επικεφαλής των θεσμών να επιστρέψουν στην Ελλάδα μέσα στην εβδομάδα. Ωστόσο, όπως διευκρίνισε την Πέμπτη ανώτερος Ευρωπαίος αξιωματούχος με εμπλοκή στη διαπραγμάτευση, για να αποφασιστεί κάτι τέτοιο θα πρέπει προηγουμένως οι δανειστές να έχουν τη ρητή διαβεβαίωση της κυβέρνησης πως αυτή τη φορά η αξιολόγηση θα κλείσει και οι επικεφαλής δεν θα επιστρέψουν απλώς για να πετύχουν πρόοδο.
Εάν απόψε μετά τη συνεδρίαση υπάρξει κινητικότητα από την κυβέρνηση προς την κατεύθυνση της σύγκλισης, τότε οι δύο πλευρές θα προλάβουν να φτάσουν σε συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο μέχρι την επόμενη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών στις 7 Απριλίου.
Στη συνέχεια τα επόμενα βήματα θα αφορούν τους Ευρωπαίους δανειστές και το ΔΝΤ, που θα καθορίσουν το περιεχόμενο της συνολικής συμφωνίας για τη χώρα μας.
Ειδικότερα, με την ευκαιρία της παρουσίας τους στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ (21-23 Απριλίου στην Ουάσιγκτον), οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης θα έχουν διαβουλεύσεις με την επικεφαλής του διεθνούς οργανισμού Κριστίν Λαγκάρντ σε σχέση με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Θα πρέπει οι Ευρωπαίοι να τα διευκρινίσουν τώρα, κι ας τα αποφασίσουν το 2018, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και να συμμετάσχει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, που για πολλές χώρες του Βορρά είναι και το ζητούμενο.
Τη βιωσιμότητα του χρέους ζητάει και η ΕΚΤ, προκειμένου να αποφασίσει την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Οι δύο επόμενες συνεδριάσεις του ΔΣ της ΕΚΤ είναι προγραμματισμένες για τις 27 Απριλίου και 8 Ιουνίου.
Απομένει επίσης μια τελευταία διευθέτηση που θα κάνουν οι Ευρωπαίοι σε πολιτικό επίπεδο, πρόκειται για τον καθορισμό της διάρκειας κατά την οποία η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Στο τραπέζι βρίσκονται η πρόταση του κ. Ντάισελμπλουμ για μια περίοδο 5 ετών και η αντιπρόταση της κυβέρνησης για 3 χρόνια.
Νίκος Μπέλλος
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου