Στην ΚΥΑ αναφέρονται συγκεκριμένα παραδείγματα, ενώ περιγράφεται και η διαδικασία που ακολουθείται στις περιπτώσεις αναγνώρισης πλασματικών ετών ασφάλισης.
Όπως διευκρινίζεται, το υπολογιζόμενο ποσό συντάξιμων αποδοχών, που αφορούν χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται ως πλασματικός, θα συνυπολογισθεί για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης, εφόσον η αίτηση αναγνώρισης έχει υποβληθεί από το 2002 και εφεξής και θα προσαυξηθεί κατά την ετήσια μεταβολή μισθών από το έτος υποβολής της αίτησης εξαγοράς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Υπολογισμός ανταποδοτικής σύνταξης
Οι διατάξεις του άρθρου 8 αφορούν τους ασφαλισμένους για κύρια σύνταξη στο Δημόσιο, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης με βάση τις οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ισχύουν κατά περίπτωση, κατά την έναρξη ισχύος του νέου ασφαλιστικού νόμου ή για συντάξεις, λόγω θανάτου. Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, το χρόνο ασφάλισης και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης.
Κλίμακες ετών ασφάλισης ποσοστό αναπλήρωσης
από έως
0 15 0,77%
15,01 18 0,84%
18,01 21 0,90%
Παπαθανάσης: 187 επενδυτικά σχέδια για τη δημιουργία 989 νέων θέσεων εργασίας
21,01 24 0,96%
24,01 27 1,03%
27,01 30 1,21%
30,01 33 1,42%
33,01 36 1,59%
36,01 39 1,80%
39,01 42 και περισσότερα 2,00%
Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης ανά κλίμακα ετών αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα. Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης αντιστοιχεί στα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης επί των συνταξίμων αποδοχών. Για τον υπολογισμό το σύνολο του χρόνου ασφάλισης λαμβάνεται υπόψη με μαθηματική ακρίβεια δύο δεκαδικών ψηφίων.
Παράδειγμα 1: Ασφαλισμένος με 40 έτη ασφάλισης και συντάξιμες αποδοχές 1.000 ευρώ δικαιούται ανταποδοτική σύνταξη, ύψους 428 ευρώ, υπολογιζόμενη, ως ακολούθως: ((15*0,77%)+(3*0,84%)+(3*0,90%)+(3*0,96%)+(3*1,03%)+(3*1,21%)+(3*1,42%)+ (3*1,59%)+(3*1,80%)+(1*2,00%))*1.000 = 42,8%*1.000 = 428 ευρώ.
Παράδειγμα 2: Ασφαλισμένος στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με 10.635 ημέρες ασφάλισης (10.635:300=35,45 έτη ασφάλισης) και συντάξιμες αποδοχές 1.000 ευρώ δικαιούται ανταποδοτική σύνταξη, ύψους 345,3 ευρώ, υπολογιζόμενη, ως ακολούθως: ((15*0,77%)+(3*0,84%)+(3*0,90%)+(3*0,96%)+(3*1,03%)+(3*1,21%)+(3*1,42%)+ (2,45*1,59%))*1.000 = 34,53%*1.000 = 345,3 ευρώ.
Υπολογισμός συντάξιμων αποδοχών
Περίοδος υπολογισμού των συντάξιμων αποδοχών
Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ασφαλισμένου, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά και επί των οποίων έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου.
Ειδικά, για αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονται από 13.05.2016 και εντός του έτους 2016, οι συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται ως ο μέσος μηνιαίος μισθός-εισόδημα του ασφαλισμένου από το έτος 2002 και έως την υποβολή της αίτησης. Εφεξής, ετησίως, η χρονική περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αυξάνεται κατά ένα έτος.
Παράδειγμα: Ασφαλισμένος μισθωτός υποβάλλει αίτηση συνταξιοδότησης την 01.12.2018. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης λαμβάνονται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου που υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές για το χρονικό διάστημα από 01.01.2002 έως 30.11.2018.
Διαδικασία υπολογισμού των συντάξιμων αποδοχών
Οι συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται, ως ακολούθως: Κατ’ αρχήν, υπολογίζεται ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου που υπόκεινται σε εισφορές υπέρ κλάδου σύνταξης (επομένως, συμπεριλαμβάνονται τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματα αδείας, για τα οποία έχουν καταβληθεί εισφορές) για το χρονικό διάστημα από 01.01.2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης. Ο μέσος αυτός όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου είναι το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των αποδοχών του ασφαλισμένου επί των οποίων έχουν καταβληθεί εισφορές υπέρ κλάδου σύνταξης (και μέχρι του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών, όπως και όπου αυτό προβλεπόταν για τα έτη 2002 και εφεξής) δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του από 01.01.2002 μέχρι την προηγούμενη ημέρα της αποχώρησης του υπαλλήλου-λειτουργού του Δημοσίου ή στρατιωτικού (αναγόμενος ο χρόνος αυτός σε μήνες, π.χ. πλήρης μήνας για το Δημόσιο = 30 ημέρες ασφάλισης).
Οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος προσαυξάνονται κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία, όταν θα προσδιοριστεί, από την αρμόδια για τον καθορισμό Ελληνική Στατιστική Αρχή, θα ακολουθήσουν νέες οδηγίες. Σε κάθε περίπτωση, για όλους τους μισθωτούς που υπάγονται στην ασφάλιση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), από 01.01.2017, το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών ανέρχεται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, το οποίο, με σημερινά δεδομένα, ισούται με 586,08*10=5.860,8 ευρώ.
Επομένως, σε κάθε περίπτωση και για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών των μισθωτών, από 01.01.2017, ως ανώτατο όριο μηνιαίων αποδοχών είναι το ποσό αυτό. Στην περίπτωση ασφαλισμένων οι οποίοι, υπό την ισχύ του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, κατέβαλαν εισφορές ανώτερες από αυτές του κοινού καθεστώτος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (6,67% για τον ασφαλισμένο και 13,33% για τον εργοδότη), εφαρμόζεται το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 4387/2016, δηλαδή το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξής τους για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα επιπλέον εισφοράς. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει για τα πρόσωπα που περιγράφονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1 του ν. 3660/2008 (ΦΕΚ Α 78).
Η ανταποδοτική σύνταξη υπολογίζεται με ποσοστό αναπλήρωσης 35 ετών, εφόσον ο χρόνος ασφάλισης υπολείπεται των 35 ετών. Εάν ο χρόνος ασφάλισης υπερβαίνει τα 35 έτη, η ανταποδοτική σύνταξη υπολογίζεται επί όλου του πραγματικού χρόνου ασφάλισης. Επίσης, για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών των εν λόγω προσώπων, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου ασφάλισής τους από την 01.01.2002 μέχρι την προηγούμενη της αποχώρησής τους από την Υπηρεσία, προσαυξανόμενες για κάθε ημερολογιακό έτος κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.
Πλασματικός χρόνος
Ως συντάξιμες αποδοχές που αφορούν χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται ως πλασματικός, μετά από καταβολή του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς, ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μισθό, αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά κάθε μήνα ασφάλισης. Η ποσοστιαία έκπτωση που παρέχεται στο συνολικό ποσό εξαγοράς σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής του ποσού δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών. Δηλαδή οι συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται στο αρχικό ποσό εξαγοράς, πριν την εφαρμογή της έκπτωσης.
Σε κάθε περίπτωση, το υπολογιζόμενο ποσό συντάξιμων αποδοχών που αφορούν χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται ως πλασματικός, θα συνυπολογισθεί για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης, εφόσον η αίτηση αναγνώρισης έχει υποβληθεί από το έτος 2002 και εφεξής και θα προσαυξηθεί κατά την ετήσια μεταβολή μισθών από το έτος υποβολής της αίτησης εξαγοράς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Παράδειγμα: Υπάλληλος έχει αναγνωρίσει, το έτος 2014, 12 μήνες από χρόνο σπουδών, καταβάλλοντας 55 ευρώ για κάθε μήνα εξαγοράς. Οι αποδοχές επί των οποίων θεωρούμε ότι κατεβλήθησαν εισφορές για τους συγκεκριμένους 12 πλασματικούς μήνες υπολογίζονται, ως ακολούθως: 55/6,67% = 824,59 ευρώ για κάθε μήνα εξαγοράς. Το συγκεκριμένο ποσό των αποδοχών των 12 πλασματικών μηνών (12*824,59=9.895) θα προσαυξηθεί κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, από το έτος 2014 έως το έτος υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης και θα ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών και, στη συνέχεια, της ανταποδοτικής σύνταξης του ασφαλισμένου. Επισημαίνεται ότι για αιτήσεις αναγνώρισης χρόνου ως συντάξιμου στο Δημόσιο που έχουν υποβληθεί, μέχρι 31.12.2016, καταβάλλεται μόνο η εισφορά ασφαλισμένου (6,67%). Για αιτήσεις που θα υποβληθούν από 01.01.2017 και μετά, καταβάλλεται η εισφορά ασφαλισμένου και εργοδότη, όπως αυτή ισχύει κάθε φορά.
Υπολογισμός ανταποδοτικής σύνταξης για όσους αποχωρούν από την υπηρεσία από 13.05.2016 έως 31.12.2018
Για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης των υπαλλήλων-λειτουργών του Δημοσίου που αποχωρούν από την Υπηρεσία από τις 13.05.2016 έως τις 31.12.2018, εφαρμόζονται διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες για όσους αποχωρούν από 13.05.2016 έως 31.12.2016, εάν το καθαρό προ φόρου ποσό της απονεμομένης σύνταξης με βάση το νέο νομοθετικό πλαίσιο, (δηλαδή το ακαθάριστο ποσό σύνταξης, αφαιρουμένων: α. της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων, υπέρ ΑΚΑΓΕ, που αντιστοιχεί στο ποσό αυτό και β. της κράτησης για υγειονομική περίθαλψη, υπολείπεται του καθαρού προ φόρου ποσού της σύνταξης που θα ελάμβαναν με βάση τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν, μέχρι την 31¬12-2014, δηλαδή το ακαθάριστο ποσό της σύνταξης, αφαιρουμένων: α. των μειώσεων – της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (Α 226) – της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4051/2012 (Α 40) – της Υποπαραγράφου Β3 του ν. 4093/2012 (Α 222) και β. των κρατήσεων – της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων, υπέρ ΑΚΑΓΕ, που αντιστοιχεί στο ποσό αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 3865/2010 (Α 120), όπως αυτές ισχύουν, μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 (Α180) και της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 και – της εισφοράς για υγειονομική περίθαλψη, όπως αυτή υπολογίζεται με τις διατάξεις του ν. 4387/2016) σε ποσοστό άνω του 20%, το ήμισυ της διαφοράς καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά.
Για όσους αποχωρούν από την Υπηρεσία εντός του 2017, αντίστοιχα καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά το ένα τρίτο (1/3) της ανωτέρω διαφοράς, ενώ για όσους αποχωρούν από την Υπηρεσία εντός του έτους 2018 καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά το ένα τέταρτο (1/4) της διαφοράς αυτής. Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης, λόγω αναπηρίας. Ειδικά, για τους στρατιωτικούς, ισχύουν κατ’ αναλογία όλα τα ανωτέρω για όσους αποχωρούν από την Υπηρεσία από 01-07-2016.
Παράδειγμα: Έστω υπάλληλος του Δημοσίου που αποχωρεί από την Υπηρεσία, μέχρι την 31.07.2017, με 40 πραγματικά έτη ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να γίνουν δύο υπολογισμοί: Ένας, σύμφωνα με τις ισχύουσες την 31.12.2014 διατάξεις και ο δεύτερος, σύμφωνα με τις κοινοποιούμενες διατάξεις του ν. 4387/2016. Έστω εξαγόμενο, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα: – καθαρό προ φόρου ποσό σύνταξης που θα λάμβανε με βάση το προγενέστερο νομοθετικό πλαίσιο 1.200 ευρώ και – καθαρό προ φόρου ποσό σύνταξης με βάση το ν. 4387/2016 (εθνική και ανταποδοτική) 840 ευρώ. Διαφορά των δύο ποσών σύνταξης: 360 ευρώ. Ποσοστιαία διαφορά των δύο συντάξεων 360/1200 = 30%. Επειδή η διαφορά είναι μεγαλύτερη του 20%, θα καταβληθεί ως προσωπική διαφορά το εξής ποσό: 360/3=120 ευρώ. Τελικό ποσό σύνταξης: 840+120=960 ευρώ. Το επιπλέον ποσό της προσωπικής διαφοράς των 120 ευρώ θα συμψηφίζεται κατ’ έτος και, μέχρι την πλήρη εξάλειψή του με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων.
Από τις 13.05.2016, καταργούνται όλες οι διατάξεις που προέβλεπαν διαφορετικό τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, κατώτατο όριο και ανώτατο όριο κύριας σύνταξης, λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου.