Ο επικεφαλής του τμήματος της Ευρώπης του ΔΝΤ σύμφωνα με τον ΣΚΑΪ, είπε αρχικά αναφερόμενος στους υπολογισμούς του Ταμείου για το ελληνικό ΑΕΠ: «Το 2010 υποθέσαμε ότι η Ελλάδα θα χρειαζόταν οκτώ χρόνια για να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα. (…) Το αποτέλεσμα ήταν πολύ χειρότερο. Σήμερα, σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι ακόμα 22% κάτω από το προ κρίσης επίπεδο. Αν χρησιμοποιήσουμε την πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα πάρει έως το 2031 για να επιστρέψει η Ελλάδα στα προ κρίσης επίπεδα. Αν πάρουμε την πρόβλεψη του ΔΝΤ θα πάρει δυο-τρία χρόνια περισσότερο. Άρα σαφώς έχουμε πολλές εξηγήσεις να δώσουμε».
Ο κ. Τόμσεν τόνισε ότι συχνά το Ταμείο κατηγορείται αδίκως, μεταξύ άλλων και από τις ελληνικές αρχές, ότι εισηγείτο περισσότερη λιτότητα. Όπως είπε, αυτό είχε προκαλέσει έναν εκνευρισμό εντός του ΔΝΤ ήδη από το 2012, όταν, έστω καθυστερημένα, το Ταμείο τασσόταν υπέρ χαμηλότερων πλεονασμάτων. Σημείωσε ότι οι ελληνικές αρχές τότε είχαν την τάση να συνταχθούν με τους Ευρωπαίους για υψηλότερα πλεονάσματα, «για να εντυπωσιάσουν τις ευρωπαϊκές χώρες για την ελληνική αποφασιστικότητα. Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση εσκεμμένα επιδίωξε υπεραπόδοση έναντι του φιλόδοξου στόχου του 3,5% που συμφώνησε με τους Ευρωπαίους, για να τους δείξει ότι δε χρειαζόταν να κάνει αυτές τις δύσκολες φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις. Θεμελιωδώς, θα έλεγα ότι η ελληνική κρίση ήταν τόσο, αν όχι και περισσότερο, πολιτική όσο και οικονομική κρίση».
Ο κ. Τόμσεν στάθηκε και στη συνεχιζόμενη ανάγκη περικοπής των συντάξεων «σε βιώσιμα επίπεδα» και μείωσης του ορίου αφορολόγητου εισοδήματος, ενώ διατύπωσε και μία «αβεβαιότητα» για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αν και αναγνώρισε ότι δεν είναι ένα θέμα που απασχολεί αυτή τη στιγμή τους επενδυτές.
«Θεμελιωδώς, η Ελλάδα συνεχίζει να προσφέρει επίπεδα συντάξεων συγκρίσιμα με αυτά των πλουσιότερων ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς τα ίδια επίπεδα φορολόγησης της μεσαίας τάξης», παρατήρησε ο κ. Τόμσεν. «Νομίζουμε ότι είναι κρίσιμο για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη η Ελλάδα να κάνει αυτές τις φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, όχι για να τρέχει υψηλότερα πλεονάσματα, το τονίζω αυτό, αλλά για να βρει πόρους για να επενδύσει και να προσφέρει καλύτερες βασικές υπηρεσίες και για να χαμηλώσει τους φόρους».
Ο κ. Τόμσεν υπερασπίστηκε επίσης τη διάσωση του 2010 παρά τη δημιουργία υπέρογκου χρέους για την Ελλάδα, καθώς δεν υπήρχε σύστημα αποτροπής εξάπλωσης της κρίσης στην ευρωζώνη. Παραδέχθηκε ότι μέτρησε πολύ και η ανάγκη αποσόβησης του συστημικού ρίσκου. Σημείωσε δε ότι το ελληνικό PSI του 2012 ήταν «σκληρό» και «έσπασε ρεκόρ». Σχολίασε ότι αν το PSI είχε γίνει νωρίτερα, από το 2010, αν και δε θα έκανε μεγάλη διαφορά για το χρέος, ίσως είχε μειώσει την αίσθηση της αδικίας από τη διάσωση ξένων πιστωτών.
Θέτοντας στον εαυτό του το ερώτημα τι θα έκανε διαφορετικά, είπε ότι δεν υπολόγισε πόσο θα πολιτικοποιούταν το ζήτημα του χρέους και γι’ αυτό θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το ΔΝΤ έπρεπε να επιδιώξει μία δέσμευση από τους πιστωτές να παραχωρήσουν ελάφρυνση χρέους υπό τη μορφή κουρέματος. «Δεν το κάναμε. Δεν εγείραμε το θέμα», είπε.