Όπως αναφέρει στην ένστασή της η ΕΔΟΚ, τυχόν καταχώριση της ονομασίας «γύρος» με τη συνταγή που περιγράφεται στην αίτηση του ΣΕΒΕΚ θίγει τα συμφέροντα και εν γένει τον κλάδο της ελληνικής χοιροτροφίας, καθώς παραγκωνίζει και αποσυνδέει το ελληνικό κρέας από το προϊόν και επί της ουσίας ανοίγει διάπλατα το δρόμο για καταπάτηση της παραδοσιακής συνταγής του γύρου. «Στην αίτηση που έχει καταθέσει ο ΣΕΒΕΚ, η έννοια ΓΥΡΟΣ ή GYROS ζητείται να συνδεθεί με μία ελλιπή συνταγή παρασκευής, χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως σύνδεση της προέλευσης του κρέατος από τη χώρα που γέννησε το ιδιότυπο αυτό προϊόν. Επιπλέον, δημιουργεί σύγχυση σχετικά με τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής του προϊόντος, συγχέοντάς το και με το ντονέρ», υπογραμμίζει η Διεπαγγελματική.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το σήμα ΕΠΙΠ αφορά στην πιστοποίηση του τρόπου παραγωγής του προϊόντος, δηλαδή τη συνταγή του, ανεξάρτητα από την προέλευση της πρώτης ύλης. Οπως αναφέρεται στο φάκελο που έχει υποβάλει ο ΣΕΒΕΚ για την κατοχύρωση του γύρου ως Εγγυημένου Παραδοσιακού Ιδιότυπου Προϊόντος, ο γύρος είναι ένα προϊόν το οποίο παρασκευάζεται σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο ψησίματος κομματιών κρέατος περασμένων σε σιδερένια βέργα μπροστά από πύρινη εστία, που προβλέπεται ήδη σε σχετική αγορανομική διάταξη. Η μέθοδος παραγωγής, δε, βασίζεται σε παραδοσιακές διεργασίες, όπως το φιλετάρισμα των κομματιών κρέατος, την καρύκευση, την τοποθέτηση του κρέατος σε στρώσεις κωνοειδούς σχήματος σε σιδερένια βέργα, το αργό περιστροφικό ψήσιμο μπροστά από μια κάθετη θερμαινόμενη εστία, αλλά και τον τεμαχισμό των εξωτερικών στρώσεων του κρέατος με φορά από πάνω προς τα κάτω.
Στο μεταξύ, στην ένστασή της η ΕΔΟΚ περιγράφει αναλυτικά όλα τα άρθρα του Κανονισμού για την καταχώριση ενός προϊόντος ως ΕΠΙΠ, τα οποία θεωρεί ότι παραβιάζονται από την αίτηση και γι’ αυτό θα πρέπει να απορριφθεί.
«Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τον κατατεθειμένο φάκελο δεν τεκμηριώνονται επαρκώς οι προδιαγραφές που πρέπει να ακολουθούν οι παραγωγοί και κύρια του είδους και των χαρακτηριστικών των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών ή συστατικών. Κατά γενικό κανόνα η καρύκευση στο γύρο δεν είναι έντονη. Δεν χρησιμοποιείται για να καλύψει, αλλά για να αναδείξει την γεύση του κρέατος. Δεν υπάρχει καμία τεκμηρίωση για διαφορετικότητα της γεύσης του χρησιμοποιούμενου κρέατος η οποία θα πρέπει να αναδειχθεί», αναφέρει η Διεπαγγελματική.
Οσον αφορά στις προδιαγραφές, η πιθανή περιγραφή επεξεργασίας «τοποθέτηση σε μαρινάδα» και όχι ο προσδιορισμός «καρίκευση» θα επιτρέψει, με τη χρήση όξινης μαρινάδας, την παραγωγή προϊόντων της κατηγορίας «προϊόν με βάση το κρέας (αλλαντικό)».
Μάλιστα, προσθέτει ότι στην ευρωπαϊκή αλλά και στη διεθνή αγορά η λέξη gyros χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια κατά κόρον από πολλά και ετερόκλητα προϊόντα. Ντονέρ, έτοιμα γεύματα, πατατάκια, σάλτσες, λεπτοκομμένο κρέας συσκευασμένο, σάντουιτς και πολλά άλλα. «Μιλάμε λοιπόν σαφέστατα για έναν γενόσημο-generic όρο», υπογραμμίζεται.
Ωστόσο, η σημαντικότερη πτυχή της ένστασης σχετίζεται με τον κανονισμό 1151/12, ύπαρξη του οποίου στοχεύει στην προάσπιση των παραγωγών και στην καλύτερη ταυτοποίηση και προώθηση εκείνων των προϊόντων τους που διαθέτουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, προστατεύοντας ταυτοχρόνως τους παραγωγούς από αθέμιτες πρακτικές. «Η ονομασία γύρος αποτελεί έννοια άρρηκτα συνδεδεμένη τόσο με την ελληνική γαστρονομική παράδοση όσο και με το ελληνικό χοιρινό κρέας. Προκύπτει λοιπόν ότι ο γύρος ως έννοια, με ό,τι αυτό περιλαμβάνει, δηλαδή 1) την πρώτη ύλη (ελληνικό χοιρινό κρέας), 2) τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής του κρέατος και 3) τον παραδοσιακό τρόπο ψησίματός του, προέρχεται από την Ελλάδα και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος στην πρακτική και στη συνείδηση όλων με το χοιρινό κρέας.
Εάν, όμως, υιοθετηθεί η περιγραφή του ΣΕΒΕΚ, θα παραβιαστεί ο Κανονισμός, καθότι θα δίδεται η δυνατότητα σε κάθε μεταποιητική επιχείρηση επεξεργασίας κρέατος εντός της Ενωσης να παράγει παρασκεύασμα κρέατος ή προϊόν με βάση το κρέας (θερμικής επεξεργασίας) και να του αποδώσει το χαρακτηρισμό “γύρος, έχει παρασκευασθεί με την παράδοση της Ελλάδας”, χωρίς να αποδίδεται κανένα όφελος από την προστασία της ονομασίας σε παραγωγούς κρέατος ή μεταποιητές της ελληνικής επικράτειας».
Από την πλευρά τους, στελέχη του ΣΕΒΕΚ μιλώντας στον «Αγροτικό Τύπο» σχολίασαν ότι πρόκειται για ένα λυπηρό γεγονός, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι η νομική επιτροπή του ΥπΑΑΤ, που εξετάζει τον φάκελο για την κατοχύρωση του γύρου ως ΕΠΙΠ, θα απορρίψει την ένταση της ΕΔΟΚ. «Στόχος μας είναι να κατοχυρώσουμε το γύρο στη διεθνή αγορά και να διαφυλάξουμε τον παραδοσιακό τρόπο κατασκευής του από τον αθέμιτο εισαγόμενο ανταγωνισμό», σημείωσαν οι ίδιες πηγές, προσθέτοντας ότι ο Σύνδεσμος δεν μπορούσε να καταθέσει αίτημα για Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) ή Προϊόν Γεωγραφικής Eνδειξης (ΠΓΕ), καθώς η πρώτη ύλη (χοιρινό κρέας) είναι ελλειμματική και μεγάλος όγκος κρέατος εισάγεται.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια η ελληνική χοιροτροφία συρρικνώνεται, με αποτέλεσμα η χώρα μας να είναι αυτάρκης σε χοιρινό κρέας μόνο σε ποσοστό 25%, όταν το 2004 η εγχώρια παραγωγή κάλυπτε το 46,5%. Eτσι, οι βιομηχανίες αναγκάζονται να προμηθεύονται χοιρινό κρέας κυρίως από την Ευρώπη και συγκεκριμένα τη Γερμανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και τη Δανία.
Πάντως, ο πρόεδρος της ΕΔΟΚ, κ. Λευτέρης Γίτσας, σε δηλώσεις του πριν από λίγο καιρό είχε επισημάνει επεσήμανε ότι η Διεπαγγελματική βρίσκεται σε διαδικασία προετοιμασίας φακέλου για την πιστοποίηση του ελληνικού γύρου ως ΠΓΕ, τονίζοντας ότι κυρίαρχο στοιχείο θα είναι η προέλευση της πρώτης ύλης προκειμένου με αυτό τον τρόπο οι Eλληνες χοιροτρόφοι να πετύχουν τουλάχιστον διπλασιασμό των μεγεθών τους σε ένα χρόνο, χωρίς να δημιουργηθούν παρενέργειες στην αγορά.
Παραγωγή
Η ετήσια παραγωγή του γύρου υπολογίζεται στους 110.000 τόνους, εκ των οποίων σχεδόν το 80% προέρχεται από τις 10 μεγάλες βιομηχανίες του κλάδου και το υπόλοιπο 20% από 80 μικρότερες εταιρίες. Σημαντικό είναι και το κομμάτι των εξαγωγών, στις οποίες όμως δραστηριοποιούνται μόλις οι 5 μεγαλύτερες βιομηχανίες εξάγοντας το προϊόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και σε κάποιες Τρίτες Χώρες, όπου αυτό όμως επιτρέπεται. Επισημαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής απορροφούν οι αγορές της Γερμανίας και της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ μέσω θυγατρικών εταιρειών σε άλλες χώρες ο ελληνικός γύρος εξάγεται μέχρι και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Σε ό,τι αφορά στην κατανάλωση στους χώρους εστίασης (ψητοπωλεία), υπολογίζεται στους 450-490 τόνους ημερησίως, ενώ μαζί με τα σουβλάκια και άλλα είδη κρέατος η κατανάλωση κρεατοπαρασκευασμάτων αγγίζει τους 700 τόνους ημερησίως.
Oπως αναφέρουν στον «Αγροτικό Τύπο» στελέχη του κλάδου, η οικονομική κρίση βοήθησε στην ανάπτυξη του γύρου καταγράφοντας αύξηση τουλάχιστον 30%. Αυτό οφείλεται στη στροφή των καταναλωτών από τις πίτσες και τα σπαγγέτι που είναι ακριβότερα σαν φαγητά στον… φθηνό γύρο! Η αξία της αγοράς του γύρου εκτιμάται στα 500 εκατ. ευρώ ετησίως στα 16.500 ψητοπωλεία της χώρας.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου