Οι Βρυξέλλες έχουν ενημερωθεί για τις προθέσεις της κυβέρνησης και παρότι είναι προφανές ότι πρόκειται για προεκλογικά μέτρα, δεν είναι αντίθετες κρατώντας όπως την πάγια στάση τους «μπορούν να γίνουν οποιεσδήποτε ελαφρύνσεις κρίνει η ελληνική κυβέρνηση, φτάνει να υπάρχει το δημοσιονομικό περιθώριο. Διαφορετικά θα τεθεί σε κίνδυνο ο δημοσιονομικός στόχος. Κάτι που -πιστέψτε με- δεν το θέλει κανένας», τονίζει κοινοτική πηγή στον «Ε.Τ.» της Κυριακής.
Αυτό είναι το πρώτο φίλτρο που θα περάσει το όποιο πακέτο παροχών. Παρά την τεράστια υπεραπόδοση του 2018 -που έφτασε το 1,5 δισ. και αν συνυπολογιστεί το 1,7 δισ. που δόθηκε για κοινωνικό μέρισμα και αναδρομικά στα ειδικά μισθολόγια φτάνει στα 3,2 δισ. ευρώ- ο προϋπολογισμός του 2019 ξεκίνησε με άλλη βάση.
Η μη περικοπή των συντάξεων καθώς και η θέσπιση μέτρων όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για ελευθέρους επαγγελματίες και η μείωση -σε ορίζοντα τετραετίας- του φόρου στις επιχειρήσεις έχουν «αναλώσει» μέρος της προβλεπόμενης υπερπόδοσης για το 2019 κατά 1,1 δισ. ευρώ, ένα ποσό που λόγω της μονιμότητας των μέτρων μεταφέρεται και στο 2020. Γι’ αυτό και η πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα το 2019 4,2%, που προβλεπόταν, περιορίστηκε, μετά τις παρεμβάσεις, στο 3,6% του ΑΕΠ, αφήνοντας οριακό υπερπλεόνασμα της τάξης των 188 εκατ. ευρώ, που σίγουρα δεν φτάνει για το «πλούσιο» πακέτο παροχών που διακινείται ανεπισήμως από το Μαξίμου.
Συνεπώς, το στοίχημα για πακέτο παροχών από το οποίο κάποια μέτρα θα ισχύσουν από φέτος μπορεί να κερδηθεί μόνο αν ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,6% φτάσει ή ξεπεράσει το 4% του ΑΕΠ. Η εξήγηση που δίνεται ανεπισήμως από το υπ. Οικονομικών είναι ότι κάθε χρόνο η Ελλάδα ανακοινώνει μια συντηρητική εκτίμηση για το πρωτογενές πλεόνασμα και τελικά το αποτέλεσμα την υπερβαίνει σε μεγάλο ποσοστό. Μάλιστα, σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Οικονομικών, αυτό το έχουν καταλάβει και οι δανειστές και δέχονται να συζητήσουν από τώρα το νέο πακέτο μέτρων.
Σε βάθος τετραετίας
Η συζήτηση, όμως, δεν θα αφορά μόνο στο 2019, ώστε να βελτιωθεί η εικόνα της κυβέρνησης, αλλά μέχρι και το 2023. Το αντικείμενο της συζήτησης θα είναι το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής το οποίο δεν θα κρίνει μόνο τα προεκλογικά μέτρα αλλά και τη δημοσιονομική πορεία για την επόμενη τετραετία. Σε αυτή την κουβέντα οι δανειστές θα συζητήσουν με ορίζοντα τη μετά τις ευρωεκλογές περίοδο.
Εκεί θα εξεταστεί ποια από τα μέτρα που έφεραν την υπερπόδοση στο πλεόνασμα είναι μόνιμα και ποια έκτακτα. Με δεδομένη την πρόθεση της κυβέρνησης να αναστρέψει και το μέτρο της περικοπής του αφορολόγητου, θα συζητηθεί ξανά η δημοσιονομική υπεραπόδοση της οικονομίας και για τα επόμενα χρόνια με δεδομένες και τις αλλαγές που έχουν γίνει στα ήδη ψηφισμένα μέτρα.
Ενα επιπλέον θέμα που ανησυχεί τους δανειστές είναι οι υποχρεώσεις από δικαστικές αποφάσεις για αναδρομικά σε μισθούς και συντάξεις τις οποίες η κυβέρνηση έχει δηλώσει πρόθυμη να καλύψει. Στο θέμα αυτό έχει συμφωνηθεί ότι η όποια επίπτωση υπάρχει θα υπολογιστεί στο έτος γέννησης της υποχρέωσης και θα χαρακτηριστεί «έκτακτη επιβάρυνση». Ωστόσο τα χρήματα που θα δίνονται σε δόσεις για την κάλυψη των υποχρεώσεων τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να έχουν… αντίκρισμα σε ένα απόθεμα που θα πρέπει να έχουν έτοιμο η σημερινή και οι επόμενες κυβερνήσεις. Κάτι τέτοιο ακόμη δεν υπάρχει.
Αλλωστε και η δήλωση του πρωθυπουργού, στην άτυπη ενημέρωση μετά τη συνάντησή του με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο τη Μεγάλη Τετάρτη, μιλούσε για πρόγραμμα τετραετίας.
Η αναθεώρηση -προς τα κάτω- της ανάπτυξης και οι επενδύσεις που δεν έρχονται
Ενα ακόμη σημείο ανησυχίας που δεν είναι ανεξάρτητο από τη δημοσιονομική πορεία της χώρας είναι αυτό της ανάπτυξης μετά το τέλος του προγράμματος.
Οκτώ μήνες μετά την έξοδο της Ελλάδας από τα τρία διαδοχικά Μνημόνια τίποτε δεν προοιωνίζεται ισχυρή ανάπτυξη που θα στηρίξει τις δημοσιονομικές υπεραποδόσεις τα επόμενα χρόνια. Σε λίγες μέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ανακοινώσει τις εαρινές προβλέψεις της, όπου αναμένεται να «κουρέψει» ξανά την εκτίμησή της για την ανάπτυξη στην Ελλάδα από το 2,2% του ΑΕΠ κοντά στο 2% λόγω και της συνολικής επιβράδυνσης της ευρωζώνης που θα επηρεάσει τις ελληνικές εξαγωγές.
Στον κρίσιμο τομέα των επενδύσεων το ίδιο το κράτος προτιμά το υπερπλεόνασμα περικόπτοντας το ΠΔΕ, ειδικά σε υποδομές, που το 2018 είχαν μείωση 24,6% σε σχέση με το 2017. Την ίδια ώρα ο πρωθυπουργός ταξιδεύει στην Κίνα για να ξεμπλοκάρει την επένδυση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά και όχι για νέες επενδύσεις.
Το «γεφύρι της Άρτας» των επενδύσεων, η αξιοποίηση του Ελληνικού, ύστερα από διαδοχικές καθυστερήσεις δεν αναμένεται να έχει ουσιαστική εξέλιξη πριν από το 2020, σχεδόν έξι χρόνια μετά την πρώτη υπογραφή της συμφωνίας με τους αναδόχους το 2014.
Τα έσοδα αποκρατικοποιήσεων (αν αυτό αποτελεί δείκτη προώθησης των επενδύσεων) υστέρησαν κατά περίπου 1,5 δισ. τον περασμένο χρόνο και έναντι του στόχου για 2,8 δισ. ευρώ έφτασαν την τελευταία στιγμή το 1,3 δισ. ευρώ. Τούτο διότι η επέκταση της σύμβασης του «Ελευθέριος Βενιζέλος» υπογράφηκε τον Μάρτιο για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και η παραχώρηση της Εγνατίας ακόμη πελαγοδρομεί.
Ο μόνος κλάδος του τρέχει είναι αυτός των αστικών ακινήτων (λόγω Airbnb) και του τουρισμού -και αυτός χωρίς καμία παρέμβαση από την πολιτεία- και λόγω του θεσμού της χρυσής βίζας που θεσπίστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής