Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτού, εκφράζεται η εκτίμηση πως η πορεία σύγκλισης σε όρους πραγματικού μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ΠΜΚΑ) με το αντίστοιχο μέγεθος της Ε.Ε. προϋποθέτει την επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης για τουλάχιστον 10-15 χρόνια.
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία που παρατίθενται στο σημείωμα, η πορεία που ακολούθησε το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα τη δεκαετία 2007-2017 χαρακτηρίστηκε από:
● ένα έτος ήπιας συρρίκνωσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας κατά -0,3% τον πρώτο χρόνο της ελληνικής κρίσης (2008),
● πέντε χρόνια βαθιάς ύφεσης, με το μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης να διαμορφώνεται στο -5,9%,
● ένα έτος σταθεροποίησης, καθώς το 2014 η ελληνική οικονομία έπειτα από ύφεση -3,2% το προηγούμενο έτος σημείωσε θετική μεταβολή σε όρους πραγματικού ΑΕΠ κατά 0,7%,
● δύο χρόνια οριακής συρρίκνωσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας κατά -0,3% το 2015 και -0,2% το 2016 και
● ένα χρόνο ήπιας ανάκαμψης, με το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης να αυξάνεται στο 1,4%.
Το 2017 το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα έφτασε να υπολείπεται κατά -25,4% σε σχέση με το 2007, με την αξία της εγχώριας παραγωγής τελικών αγαθών και υπηρεσιών να διαμορφώνεται σε επίπεδα παρόμοια με αυτά που είχε στο τέλος της δεκαετίας του 1990.
Κι ενώ, όπως υποστηρίζει ο συντάκτης-αναλυτής της Eurobank, «συρρικνωνόταν το πραγματικό μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα της οικονομίας μας, οπότε και η ευημερία μας (το ΠΜΚΑ κάθε χώρας μπορεί να θεωρηθεί ως ένας δείκτης ευημερίας, ωστόσο με αρκετές ατέλειες), κάποιοι από τους εταίρους μας στην Ε.Ε.-28 έκαναν γοργά βήματα προς τα μπροστά (π.χ. Πολωνία, Λιθουανία, Μάλτα και Ρουμανία), άλλοι αναπτύσσονταν με σχετικά μικρό μέσο ετήσιο ρυθμό (π.χ. Ισπανία και Δανία) και 4 χώρες κατέγραφαν συρρίκνωση, μολονότι με ρυθμό πολύ μικρότερο από αυτόν που μειωνόταν το ΠΜΚΑ της Ελλάδος.
Οι προαναφερθείσες μακροοικονομικές επιδόσεις οδήγησαν στη μεγάλη μείωση του λόγου του ΠΜΚΑ της Ελλάδος ως προς τα αντίστοιχα μεγέθη όλων των χωρών της Ε.Ε.28. Πιο συγκεκριμένα από το 95,1% του ΠΜΚΑ της Ε.Ε.-28 το 2007, το επίπεδο της πραγματικής σύγκλισης μειώθηκε στο 69,7% το 2017.
Ακόμη, καταγράφηκε υποχώρηση της ελληνικής οικονομίας κατά 10 θέσεις στην κλίμακα του πραγματικού μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ΠΜΚΑ) της Ε.Ε.-28. Η Ελλάδα το 2007 ήταν η 14η πλουσιότερη (σε όρους ΠΜΚΑ) οικονομία ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.-28 (τότε Ε.Ε.-27, καθώς η Κροατία έγινε επίσημο μέλος το 2013) και το 2017 έπεσε στην 24η θέση. Από εκεί και πέρα, στο σημείωμα της Eurobank διατυπώνεται η εκτίμηση πως η ελληνική οικονομία για να προσεγγίσει σε ορίζοντα 10ετίας ή 15ετίας ή 20ετίας τα προ κρίσης (2007) επίπεδα πραγματικής σύγκλισης που είχε με την Ε.Ε.-28 θα πρέπει να τρέχει με ρυθμούς μεγέθυνσης κατά 3,2 ή 2,1 ή 1,6 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερους από τους αντίστοιχους της Ε.Ε.-28 (2,8% ή 1,9% ή 1,4% σε σύγκριση με την Ε.Ε.-15 και την ευρωζώνη). Συνεπώς, όπως υπογραμμίζεται, η πορεία σύγκλισης σε όρους πραγματικού μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ με το αντίστοιχο μέγεθος της Ε.Ε.-28 προϋποθέτει την επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης για ένα πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Παρ’ όλα αυτά, ο αναλυτής της τράπεζας υποστηρίζει πως δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι σε αυτά τα 10 χρόνια καταγράφηκε μια πρωτοφανής προσαρμογή -παράλληλα με την εφαρμογή σημαντικών μεταρρυθμίσεων- σε όρους εξάλειψης των μεγάλων ανισορροπιών που είχε η ελληνική οικονομία, όπως ήταν τα υψηλά δίδυμα ελλείμματα του ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης (από -15,1% το 2009 στο +0,8% του ΑΕΠ το 2017) και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (από -15,2% το 2007 στο -0,8% του ΑΕΠ το 2017). «Ηταν ακριβώς η ύπαρξη αυτών των ελλειμμάτων που καθιστούσε το υπόδειγμα οικονομικής μεγέθυνσης που ακολουθούσε έως τότε η χώρα εξαιρετικά εύθραυστο (ευάλωτη σε μια πιθανή εξωτερική διαταραχή)», τονίζει ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Το σημείωμα καταλήγει με τη διαπίστωση ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται στην 5η φάση της μεταπολεμικής ιστορίας της και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει είναι σημαντικές. Οπως υποστηρίζεται, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, η ενίσχυση των επενδύσεων, το άνοιγμα των αγορών και του βαθμού εξωστρέφειας δύνανται να μας οδηγήσουν σε ένα υψηλότερο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης. Κατά το συντάκτη-αναλυτή, «αυτό απαιτεί και την εξάλειψη του φαινομένου του μυωπικού προγραμματισμούσχεδιασμού-στρατηγικών. Δηλαδή στις αποφάσεις που λαμβάνουμε σήμερα θα πρέπει να σταθμίζουμε με υψηλότερη βαρύτητα τις συνέπειες που μπορεί να έχουν για την κοινωνική ευημερία των μελλοντικών γενεών».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]