Πρόκειται για μια ακόμη δύσκολη πτυχή της επικείμενης διαπραγμάτευσης του φθινοπώρου, που έρχεται να προστεθεί στα ανοικτά ζητήματα των εργασιακών αλλά και τα… υπόλοιπα του ασφαλιστικού.
Από την πλευρά της η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, θέτει ως στόχο την άντληση εσόδων σε ένα σύστημα που παρά τις περικοπές συντάξεων και την αύξηση εισφορών παραμένει ελλειμματικό, αλλά και την επανένταξη στο σύστημα ασφαλισμένων και εργοδοτών που αντιμετωπίζουν πραγματική αδυναμία και δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στην υφιστάμενη ρύθμιση.
Ταμείο Ανάκαμψης: Ποια νέα έργα εντάσσονται στις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου;
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Καθημερινή», τα ληξιπρόθεσμα χρέη που έχουν ενταχθεί στο Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ), το β΄ τρίμηνο του έτους να ανέρχονται πλέον σε 16,6 δισ. ευρώ. Οφειλέτες που εντάχθηκαν σε κάποια από τις ρυθμίσεις χρεών που «τρέχουν», αδυνατούν πλέον να ανταποκριθούν στην πληρωμή των δόσεων, με αποτέλεσμα από τις συνολικά 147.308 ρυθμίσεις, να παραμένουν ενεργές μόλις οι 50.249. Οι 88.217 έχουν ήδη «χαθεί», ενώ υπάρχουν και 8.842 που έχουν ολοκληρωθεί. Ειδικά για τη ρύθμιση των 100 δόσεων, το διάστημα Απριλίου – Ιουνίου 2016, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΕΑΟ, 36.053 οφειλέτες από τους 75.451 –σχεδόν το 50%– βρέθηκε εκτός.
Αυτό που δημιουργεί στην ηγεσία του υπουργείου Εργασίας ελπίδες ότι υπάρχουν περιθώρια διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, είναι το γεγονός ότι σχεδόν 3.500 οφειλέτες, ενώ έχασαν τη μεγάλη ρύθμιση (των 100 δόσεων), υπήχθησαν στις 12 δόσεις. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, μεταξύ των όσων θα διαπραγματευτεί το οικονομικό επιτελείο, είναι η προώθηση διατάξεων που θα δίνει τη δυνατότητα επανένταξης σε κάποιους που έχασαν τη ρύθμιση λόγω λάθους, για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω αδυναμίας των πληροφορικών συστημάτων να εναρμονιστούν με το ΚΕΑΟ.
Καθώς μάλιστα, σύμφωνα με την πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, από το 2017 θα υπάρχει ενιαίος μηχανισμός είσπραξης εισφορών και φόρων, η κυβέρνηση αναμένεται να ζητήσει νέα, ενιαία ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών, στην οποία όμως ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων και το ύψος του ποσού τους θα υπολογίζεται με βάση την εισφοροδοτική – φοροδοτική ικανότητα κάθε υπόχρεου, ώστε αφενός να αποκλείονται οφειλέτες που δεν χρειάζονταν διευκόλυνση, ενώ αντίθετα να διευκολύνονται αδύναμοι που πραγματικά δεν μπορούσαν να πληρώσουν.