Συγκεκριµένα, µετά τη συµφωνία τα ξηµερώµατα της Παρασκευής η Ελλάδα δεσµεύτηκε να πετύχει συνολικό πρωτογενές πλεόνασµα 14% του ΑΕΠ την περίοδο 2019-2022 (3,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο) και στη συνέχεια µέσο ετήσιο πρωτογενές πλεόνασµα 2,2% του ΑΕΠ για 43 συνεχή χρόνια, από το 2023 µέχρι και το 2066, που µεταφέρθηκε η αποπληρωµή των ευρωπαϊκών δανείων (δηλαδή πρόσθετο πρωτογενές πλεόνασµα 94,6% του ΑΕΠ).
Για το… Γκίνες
Με τη δέσµευση αυτή διεκδικεί ρεκόρ Γκίνες για µακροχρόνια δηµοσιονοµική προσαρµογή, αφού καµία χώρα, ακόµη και οι πιο πλούσιες, δεν έχουν πετύχει ποτέ κάτι ανάλογο. Σε πραγµατικές συνθήκες αυτό σηµαίνει ότι αν η Ελλάδα για µια τριετία ή τετραετία πέσει σε στασιµότητα ή ύφεση και έχει µικρότερο ή µηδενικό πρωτογενές πλεόνασµα ή πρωτογενές έλλειµµα, µόλις ανακάµψει θα πρέπει να κερδίσει το χαµένο χρόνο και να πετύχει ξανά πλεονάσµατα της τάξης του 3-3,5% του ΑΕΠ.
Η παραδοχή αυτή βασίζεται στον κανόνα ότι ο µέσος ρυθµός ανάπτυξης για τα επόµενα περίπου 50 χρόνια θα πρέπει αναγκαστικά να είναι θετικός και ίσος ή µεγαλύτερος από 2% του ΑΕΠ σε µέσα επίπεδα, που είναι εξίσου αβέβαιος και µηχανιστικός, απλώς και µόνο για να έχουν µια βάση οι βασικές παραδοχές για την αποκλιµάκωση του χρέους.
Ο βασικός αυτός παραλογισµός έχει και τα «παράγωγά» του σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των δηµόσιων δαπανών. Ενώ, λοιπόν, η κυβέρνηση διακηρύττει σε όλους τους τόνους ότι θα έχει πιο µεγάλη ελευθερία µετά το Μνηµόνιο, οι δεσµεύσεις που περιέχονται στο σχέδιο µεταµνηµονιακής εποπτείας αποδεικνύουν ότι και η «ελευθερία» είναι εκ των προτέρων υπονοµευµένη, αφού προαναγγέλλει πάγωµα στις δαπάνες, σε µισθούς του ∆ηµοσίου, συντάξεις και δαπάνες Υγείας µέχρι τουλάχιστον και το 2022. Φυσικά, η µείωση των συντάξεων (από το 2019) και του αφορολογήτου (από το 2020) θα γίνει όπως συµφωνήθηκε.
Ειδικότερα:
Στον τοµέα των συντάξεων το µεσοπρόθεσµο δείχνει ότι µετά την περικοπή που θα υποστούν οι συντάξεις το κονδύλι από το 2019 έως και το 2022 θα παραµείνει σταθερό αντιπροσωπεύοντας το 35% των πρωτογενών δαπανών από 39% το 2018. Παράλληλα, έχει προβλεφθεί µια σταθερή αύξηση της συνταξιοδο
τικής δαπάνης για την περίοδο 20192022 (περίπου 1,3% ετησίως), κυρίως λόγω σταθεροποίησης και εναρµόνισης των κανόνων του ασφαλιστικού συστήµατος µε συνέπεια τους οµαλούς ρυθµούς συνταξιοδοτήσεων. Συνεπώς, µετά τις διαδοχικές περικοπές από το 2010 µέχρι και το 2019, εφεξής οι συντάξεις θα παγώσουν τουλάχιστον µέχρι και το 2022. Με άλλα λόγια, ακόµη και αν το ΑΕΠ αυξάνεται, οι συντάξεις θα παραµένουν αιωνίως παγωµένες για να µην αυξηθεί το σχετικό κονδύλι.
Στο δηµόσιο τοµέα υπάρχει η δέσµευση για διατήρηση επί πολλά χρόνια του κανόνα προσλήψεων και αποχωρήσεων στο 1:1. Παράλληλα, µέσα από το ΜΠ∆Σ 2019-2022 (που είναι µέρος, αν και όχι πολύ ευδιάκριτο, της συµφωνίας) τονίζεται ότι το µισθολογικό κόστος του ∆ηµοσίου θα βαίνει σταθερά µειούµενο ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό σηµαίνει ότι οι µισθοί στο ∆ηµόσιο, µετά τις περικοπές που υπέστησαν την τετραετία 2010-2014, θα παραµείνουν παγωµένοι στα σηµερινά χαµηλά επίπεδα µέχρι και το 2022. Αυτό παγιώνει ένα περιβάλλον χαµηλού µισθολογικού κόστους για 11 συνεχόµενα χρόνια
Στον κρίσιµο τοµέα της Υγείας ο σχεδιασµός θέλει την ένταση των προσπαθειών για την επέκταση των γενόσηµων φαρµάκων και του περιορισµού των δαπανών για φαρµακευτική και διαγνωστική περίθαλψη. Αιχµή του δόρατος, η αυστηρή εφαρµογή της εκ των υστέρων επιστροφής -από φαρµακευτικές βιοµηχανίες και διαγνωστικά κέντρα- της υπέρβασης του πλαφόν δαπανών, έστω και αν κάτι τέτοιο θα απειλήσει τη βιωσιµότητά τους. Παράλληλα, από την έκθεση συµµόρφωσης αποκαλύπτεται η δέσµευση της κυβέρνησης ότι οι δαπάνες Υγείας θα πρέπει να είναι παράλληλες µε το ρυθµό ανάπτυξης της οικονοµίας κάθε χρόνο. Αυτό σηµαίνει απλά ότι αν το ΑΕΠ αυξάνεται, παράλληλα θα αυξάνεται και η δαπάνη Υγείας, ενώ αν το ΑΕΠ είναι στάσιµο ή µειώνεται, οι δαπάνες Υγείας θα ακολουθούν, ανεξάρτητα από τις πραγµατικές ανάγκες.
Βιώσιμο με τη βία
Ολες αυτές οι παράλογες παραδοχές υιοθετούνται για να καταστεί βιώσιµο µε τη βία το ελληνικό χρέος, τουλάχιστον µέχρι και το 2043.
Ακόµη, όµως, και αν όλα πάνε κατ’ ευχήν, το 2043 η Ελλάδα θα αναγκαστεί να ζητήσει πρόσθετα µέτρα για την ελάφρυνση του χρέους της σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον στην παγκόσµια οικονοµία και ενώ το ελληνικό χρέος θα αναχρηµατοδοτείται για περίπου 25 χρόνια από τις αγορές, έχοντας δηµιουργήσει ένα νέο κύκλο υποχρεώσεων σε ιδιώτες πιστωτές. Αν η Ε.Ε. τότε δεν ανταποκριθεί άµεσα, η Ελλάδα θα βρεθεί σε δύσκολη θέση, καθώς οι επενδυτές, γνωρίζοντας ότι η βιωσιµότητα του χρέους θα έχει διάρκεια ως τις αρχές της δεκαετίας του 2040, θα προσαρµόσουν ανάλογα τις τοποθετήσεις τους, ζητώντας την κατάλληλη στιγµή τα χρήµατά τους.
Πιθανή η επάνοδος του ΔΝΤ, όπως στην Αργεντινή
Η λύση του Λουξεµβούργου, όπως παραδέχθηκαν τόσο η επικεφαλής του ∆ΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ όσο και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, λύνει το πρόβληµα της βιωσιµότητας του χρέους µεσοπρόθεσµα.
Μάλιστα, η Κ. Λαγκάρντ επεσήµανε και κάτι που µάλλον παραβλέφθηκε. Οτι δηλαδή το Ταµείο είναι «άνετο» µε τη λύση που δόθηκε µεσοπρόθεσµα, αν τηρηθούν όσα προβλέπουν οι Ευρωπαίοι µέχρι κεραίας.
Αν δηλαδή, το περιβάλλον των επιτοκίων είναι ευνοϊκό και το µέσο σταθµικό επιτόκιο για το ελληνικό χρέος είναι στο 2,5%, η Ελλάδα πετύχει µέσο ρυθµό ανάπτυξης 2% του ΑΕΠ για τα επόµενα πολλά χρόνια παράγοντας για περίπου µισό αιώνα υψηλά πρωτογενή πλεονάσµατα και παράλληλα βέβαια ξεπεράσει και την ίδια τη Γερµανία στη λιτότητα, ειδικά στο δηµόσιο τοµέα. Αυτό που εννοούσε η κ. Λαγκάρντ είναι ότι αν η ακραία δηµοσιονοµική λύση για την Ελλάδα δεν πετύχει, είναι πιθανό να έχουµε την επανάληψη του φαινοµένου της Αργεντινής, που έδιωξε το ∆ΝΤ στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για να το ξανακαλέσει πρόσφατα για ένα νέο δάνειο ύψους 50 δισ. δολαρίων.
ΤΑΣΟΣ ∆ΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής