Με βάση τον κανονισμό 472/2013 μια χώρα που ολοκληρώνει ένα πρόγραμμα προσαρμογής μπορεί να τύχει ενισχυμένης εποπτείας από τους θεσμούς ακόμη και με «καθαρή έξοδο» από το πρόγραμμα.
Προϋπόθεση για την ενισχυμένη εποπτεία είναι να διαπιστωθεί με συγκεκριμένες διαδικασίες ότι απειλείται η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος. Τότε η χώρα μπαίνει σε ένα καθεστώς αυξημένης εποπτείας και μάλιστα έχει δικαίωμα να προτείνει μέτρα εξομάλυνσης της κατάστασης. Διαφορετικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε συνεργασία με τους υπόλοιπους δανειστές μπορούν να επιβάλουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να ενισχυθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα .
Στην περίπτωση της Ελλάδας το σενάριο έχει πολλές πιθανότητες να γίνει πραγματικότητα. Ηδη έχουμε μια δηλωμένη αυξημένη δυσαρέσκεια από την ΕΚΤ από την έως τώρα καθυστέρηση της εκκαθάρισης των κόκκινων δανείων είτε μέσω πώλησης σε ειδικά επενδυτικά κεφάλαια είτε σε ό,τι αφορά τη χρήση των υπόλοιπων θεσμοθετημένων εργαλείων (εξωδικαστικός μηχανισμός για τις επιχειρήσεις, πλειστηριασμοί).
Σε στάση αναμονής
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ζητώντας στο τέλος του 2017 αξιολόγηση του συνόλου του ενεργητικού των τραπεζών (AQR), κατάφερε να επισπεύσει την διενέργεια των τεστ κοπώσεως των εμπορικών τραπεζών από το τέλος του 2018 που θα γίνονταν σε όλη την Ευρώπη στην αρχή του χρόνου, με τη διαδικασία να έχει ήδη ξεκινήσει και να βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
Το Ταμείο περιμένει για το επόμενο χτύπημά του όταν τα stress tests ολοκληρωθούν κοντά στα μέσα του Μαΐου. Αν υπάρξουν τράπεζες που θα εμφανίσουν πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις (όπως επίσης αναμένεται), είναι βέβαιο ότι το Tαμείο θα επαναφέρει και το ενδεχόμενο πρόσθετης κεφαλαιακής ενίσχυσης του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος έστω και προληπτικά. Από το 2015 το ΔΝΤ επέμενε ότι 10 δισ. από το υπόλοιπο του δανείου των 86 δισ. από ESM θα πρέπει να μείνουν διαθέσιμα και μετά το τέλος του ελληνικού προγράμματος για μελλοντικές κεφαλαιακές ανάγκες των εμπορικών τραπεζών. Τούτο δε λίγο καιρό μετά την ολοκλήρωση του AQR του 2015, όταν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών αναλώθηκαν μόνο 5 δισ. από τα 25 δισ. που είχαν δεσμευτεί για το σκοπό αυτόν από το δάνειο του ESM .
Τον περασμένο Ιούλιο στο πρόγραμμα εν αναμονή που ενέκρινε για την Ελλάδα επανάφερε το θέμα της πρόσθετης κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών ζητώντας μάλιστα να είναι διαθέσιμα 12 δισ. ευρώ.
Εκθεση ΟΟΣΑ
Την ίδια ώρα εντύπωση προκαλεί η έκθεση μεταρρυθμίσεων του ΟΟΣΑ που θεωρεί «τελεσίδικη» την εφαρμογή της περικοπής του αφορολογήτου το 2019.
Στην έκθεσή του για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των κρατών-μελών τονίζει μεταξύ άλλων ότι «η Ελλάδα βελτίωσε τη φορολογική συμμόρφωση και χαμήλωσε το αφορολόγητο κατά το 1/3 με εφαρμογή του μέτρου από το 2019». Τούτο τη στιγμή που η περικοπή του αφορολογήτου είναι προγραμματισμένη για το 2020 και η πρόωρη εφαρμογή του το 2019 μαζί με την επίσης προγραμματισμένη περικοπή των συντάξεων σημαίνει αυτόματα ότι το ΔΝΤ και οι υπόλοιποι θεσμοί κρίνουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2019.
Η ίδια έκθεση σημειώνει ότι η Ελλάδα υλοποίησε σε εθνικό επίπεδο το Εισόδημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ενισχύοντας την υποδομή για τον εντοπισμό των δικαιούχων νοικοκυριών και τη μεταβίβαση πόρων. Η έκθεση αναφέρει ακόμη ότι η Ελλάδα έκανε πρόοδο στην εφαρμογή της συνολικής μεταρρύθμισης για τη Δημόσια Διοίκηση που ψηφίστηκε το 2016 και αποσκοπεί στη μείωση των πολιτικών παρεμβάσεων καθώς και στην αύξηση της διαφάνειας και της λογοδοσίας και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Αναφορικά με την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι η Ελλάδα καθιέρωσε μεγαλύτερο ανταγωνισμό στην αγορά παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.
Τα κόκκινα δάνεια μειώθηκαν κατά 11 δισ. το 2017
Την ίδια ώρα ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας σε εκδήλωση του ΙΟΒΕ, μιλώντας για τα χρηματοδοτικά μέσα της πραγματικής οικονομίας, εμφανίστηκε αισιόδοξος για το μέλλον των ελληνικών τραπεζών. Οπως είπε, σήμερα το εγχώριο τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε σαφώς πιο εύρωστη θέση σε σύγκριση με την αρχή της κρίσης.
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα, υψηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, έχουν βελτιωθεί οι δείκτες κερδοφορίας και αποδοτικότητας, ενώ οι ενέργειες που γίνονται στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων φαίνεται ότι άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, καθώς παρατηρείται συνεχής μείωση του αποθέματος σε συνάφεια με τους τεθέντες στόχους. Ηδη κατά τη διάρκεια του 2017 το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών μειώθηκε κατά περίπου 11 δισ. ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, το συσσωρευμένο υπόλοιπο παραμένει υψηλό (περίπου 95 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017).
Στην περαιτέρω αποκλιμάκωση θα συμβάλει, εκτός από την παγίωση θετικών ρυθμών ανάπτυξης, η επιτάχυνση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων, η οποία θα συνεισφέρει στη βελτίωση της τιμολόγησης των υπό ρευστοποίηση εξασφαλίσεων που αναπόφευκτα χάνουν την αξία τους όσο αναβάλλεται η εκποίησή τους. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει την ανάπτυξη μιας ενεργούς δευτερογενούς αγοράς δανείων, αλλά και την υλοποίηση άλλων μέτρων που θα επιτάχυναν τις δικαστικές διαδικασίες και θα διευκόλυναν την ενεργητική διαχείριση, μέρους τουλάχιστον των μη εξυπηρετούμενων δανείων που τελούν υπό καθεστώς νομικής προστασίας, ιδίως δε εκείνων που κατά τεκμήριο συνδέονται με στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Τάσος Δασόπουλος
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]