Πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του νέου 7ετούς ελληνικού ομολόγου το οποίο δημοπρατήθηκε την προπερασμένη Πέμπτη με μεσοσταθμικό επιτόκιο 3,5% και οι αγοραστές του μετατράπηκαν σε πωλητές, σε λιγότερο από τρεις εργάσιμες ημέρες, ανεβάζοντας την απόδοσή του πάνω από 4,10%. Την ίδια ώρα το ελληνικό 10ετές ομόλογο από το 3,66% που ήταν πριν από 10 ημέρες έφτασε την περασμένη Τρίτη να διαπραγματεύεται κοντά στο 4,80%.
Το συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα είναι ότι η Ελλάδα ήταν και παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη σε οποιαδήποτε διακύμανση των αγορών για πολύ συγκεκριμένους λόγους.
Το χρέος της είναι σήμερα κοντά στο 180% του ΑΕΠ και δεν αναμένεται να υποχωρήσει κάτω από το 150% πριν από το 2030. Ακόμη και η ελάφρυνση του χρέους, που ετοιμάζουν οι Ευρωπαίοι για την Ελλάδα, θα δώσει κάποιες εγγυήσεις αλλά δεν θα μειώσει αυτόματα το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ που θα έχουν μπροστά τους οι διαχειριστές των μεγάλων χαρτοφυλακίων ομολόγων που πωλούν και αγοράζουν κρατικούς τίτλους. Συνεπώς, η χώρα θα πληρώνει σταθερά ένα αυξημένο επιτόκιο λόγω του αυξημένου ρίσκου της χώρας. Αυτό σε πρώτη φάση μπορεί να προσελκύει πιο ριψοκίνδυνους επενδυτές και κυρίως κερδοσκοπικά κεφάλαια (hedge funds) που ψάχνουν για μεγάλες αποδόσεις. Από την άλλη όμως αυτοί οι αγοραστές θα σπεύσουν να «ξεφορτωθούν» τα ομόλογα υψηλού ρίσκου σε κάθε δύσκολη στιγμή.
Η πρόσφατη διόρθωση, που ξεκίνησε από τη Wall Street και στη συνέχεια χτύπησε και την αγορά ομολόγων, βασίστηκε σε ένα ρεαλιστικό σενάριο, την αύξηση των επιτοκίων που βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η αύξηση αυτή είναι νομοτελειακή. Η υλοποίηση αυτού του σεναρίου θα χτυπήσει και τα ομόλογα χωρών με υψηλό ρίσκο, όπως η Ελλάδα.
Στην Ευρώπη η αύξηση των επιτοκίων είναι ακόμη μακρινή αφού η ανάκαμψη της Ε.Ε., ειδικά της ευρωζώνης, είναι σαφώς χαμηλότερη αυτής των ΗΠΑ. Ωστόσο ο κίνδυνος για τα ελληνικά ομόλογα υπάρχει με τη μορφή της διακοπής του προγράμματος αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ που τοποθετείται χρονικά κοντά στον Σεπτέμβριο, δηλαδή λίγο μετά την έξοδο της Ελλάδας από το Μνημόνιο. Η διακοπή του γνωστού QE θα φέρει τα ομόλογα της ευρωζώνης σε πιο «ρεαλιστικά» επίπεδα τιμών και αποδόσεων. Μοιραία και οι ελληνικοί τίτλοι θα συμπαρασυρθούν από τους υπόλοιπους τίτλους της ευρωζώνης μειώνοντας τις τιμές και αυξάνοντας τις αποδόσεις.
Στο στόχαστρο εικονικές εταιρίες οδικών μεταφορών μετά από ελέγχους της Επιθεώρησης Eργασίας
Μαίνεται η κόντρα κυβέρνησης-ΤτΕ για την προληπτική πιστωτική γραμμή
Ο αντίλογος της κυβέρνησης είναι ότι μετά το τέλος του προγράμματος η Ελλάδα θα έχει ένα μαξιλάρι ρευστότητας 19-20 δισ. ευρώ από τις εκδόσεις που θα γίνουν μέχρι το τέλος του προγράμματος και χαμηλότοκο δάνειο από τον ESM. Το πρωτογενές πλεόνασμα θα καλύπτει τους τόκους τουλάχιστον μέχρι και το 2022 και οι λήξεις μέχρι και το 2020 είναι χαμηλές. Με αυτά τα επιχειρήματα και διά στόματος του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, σε κάθε ευκαιρία αρνούνται ακόμη και να ακούσουν για το ενδεχόμενο μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής μετά το τέλος του προγράμματος.
Από την άλλη ο διοικητής τη ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, επαναφέρει το ενδεχόμενο αυτό ως ένα πρόσθετο ανάχωμα ασφαλείας και για τις τράπεζες, οι οποίες χρειάζονται χρόνο για να εκκαθαρίσουν το τεράστιο χαρτοφυλάκιο των «κόκκινων» δανείων, αλλά και για την οικονομία, εκφράζοντας και την άποψη της ΕΚΤ. Βάση της νέας κόντρας μεταξύ ΤτΕ και κυβέρνησης είναι η οπτική των πραγμάτων. Το Μαξίμου θέλει με κάθε κόστος την «καθαρή έξοδο», αφού μέσα στην άνοιξη του 2019 έρχονται εκλογές και χρειάζεται ένα σοβαρό επιχείρημα απέναντι στο σοβαρό ενδεχόμενο να αναγκαστεί να εφαρμόσει τα «τελευταία» μεταμνημονιακά μέτρα, τα οποία αφορούν σε νέες περικοπές των συντάξεων και του αφορολογήτου.
Από την άλλη, η ΤτΕ ανησυχεί σοβαρά για την απομάκρυνση των πιστωτών από την Ελλάδα. Τούτο διότι σε ένα προεκλογικό κύκλο το 2019 το «μαξιλάρι ρευστότητας» των 19-20 δισ. ευρώ μπορεί να αναλωθεί ταχύτερα απ’ ό,τι αναμένεται (υπολογίζεται ότι θα καλύψει τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους από 16 έως και 18 μήνες). Σε μια τέτοια περίπτωση, η χώρα να μείνει «ξεκρέμαστη» με υψηλούς δημοσιονομικούς στόχους τουλάχιστον μέχρι και το 2022 και αντιμέτωπη για το δανεισμό της με τα υψηλά επιτόκια της αγοράς.
Διγλωσσία από Ε.Ε. για «καθαρή έξοδο»
Βέβαιο είναι ότι η Ε.Ε. και το Eurogroup φαίνεται ότι συμφωνούν με την Ελλάδα για μια καθαρή έξοδο από το πρόγραμμα. Επισήμως όλοι μιλούν για την ανάγκη η Ελλάδα να «σταθεί στα πόδια της και να επανέλθει σε μια κατάσταση κανονικότητας».
Πέρα από την πολιτικώς ορθή αυτή στάση, η Ε.Ε. χρειάζεται χρόνο για να μετασχηματίσει τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, να ολοκληρώσει την τραπεζική ένωση και να διαχειριστεί το Brexit χωρίς να ασχολείται με διαδοχικά προγράμματα για την Ελλάδα. Ωστόσο οι ανησυχίες για τη συμπεριφορά της Ελλάδας μετά το πρόγραμμα υπάρχουν. Ο επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί, αρμόδιος για θέματα οικονομίας, φορολογίας και τελωνείων, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα και σε ό,τι αφορά την εποπτεία μετά το πρόγραμμα έδειχνε να προσπαθεί να ισορροπήσει σε… δύο βάρκες. Σε επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων τόνιζε ότι η Ελλάδα δεν θα έχει εποπτεία αυστηρότερη από αυτήν που έχουν η Πορτογαλία ή η Κύπρος. Από την άλλη όμως σε δημόσιες τοποθετήσεις του παραδεχόταν ότι το σύστημα εποπτείας μετά το τέλος του ελληνικού προγράμματος «θα πρέπει να συζητηθεί».
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]