Τυπικά η τρίτη αξιολόγηση δεν έχει κλείσει ακόμη, ώστε να γίνει και εκταμίευση της επόμενης δόσης, γιατί οι δανειστές θέλουν να διασφαλίσουν ότι η κυβέρνηση θα εκπληρώσει έγκαιρα όλα τα προαπαιτούμενα, που εξαρτώνται από την ίδια. Ωστόσο, θεωρείται θέμα ημερών η αποδέσμευση των 5,7 δισ. ευρώ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Το βάρος πλέον πέφτει στην προετοιμασία της επόμενης μέρας, όπου η κυβέρνηση δεν αναμένεται να παίξει κάποιο ιδιαίτερο ρόλο, δεν μας έχει συνηθίσει άλλωστε σε σκληρές διαπραγματεύσεις, εντολές εκτελεί. Η δική της υποχρέωση που είναι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018 δεν τίθεται σε κίνδυνο, αφού πλέον όλοι θεωρούν πως ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί.
Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να θεωρείται πολύ πιθανό πως το ΔΝΤ θα παραμείνει στο πρόγραμμα μέχρι το τέλος. Κι αυτό γιατί ο διεθνής οργανισμός έχει μεγάλη βαρύτητα στις αγορές, που σημαίνει ότι η υπογραφή του σε μια συμφωνία στο τέλος της διαδικασίας θα στείλει θετικά μηνύματα στους επενδυτές.
Οι θέσεις του ΔΝΤ για την ελάφρυνση του χρέους είναι θετικές για τη χώρα μας, γιατί ζητεί ουσιαστική παρέμβαση με λεπτομερή μεσοπρόθεσμα μέτρα και αναφορά στα μακροπρόθεσμα, που θα ληφθούν αν χρειαστεί. Το ζητούμενο, όμως, είναι εάν το ΔΝΤ θα παραμείνει με την ίδια θέση μέχρι το τέλος, στο παρελθόν δεν το έκανε πάντα, και τις περισσότερες φορές αυτό είχε αποβεί εις βάρος της Ελλάδας.
Υπό εξέταση
Στις συζητήσεις που έχουν ξεκινήσει για το χρέος, ένα σημαντικό εργαλείο που εξετάζεται είναι ο λεγόμενος γαλλικός μηχανισμός, μια πρόταση της Γαλλίας η οποία συνδέει την αποπληρωμή του με την ανάπτυξη. Δηλαδή σε περιόδους ισχυρής ανάπτυξης να αποπληρώνει η χώρα μας με έντονο ρυθμό το χρέος και σε περιόδους κρίσης να πληρώνει λιγότερα ή και καθόλου. Ως μέτρο φαίνεται θετικό, ωστόσο μπορεί να κρύψει και το πρόβλημα κάτω από το χαλί, δηλαδή να μη λάβουν οι Ευρωπαίοι προχωρημένες αποφάσεις και να περιοριστούν μόνο σε αυτό. Είναι προφανές ότι χωρίς πραγματική ελάφρυνση το χρέος δεν θα είναι βιώσιμο και αυτό θα έχει μεγάλο κόστος στο δανεισμό.
Φαίνεται ότι στη συζήτηση που έχει ξεκινήσει υπάρχουν και πρακτικά προβλήματα σε σχέση με το γαλλικό μηχανισμό. Το Βερολίνο και άλλες χώρες του Βορρά υποστηρίζουν ότι πρέπει η ενεργοποίησή του να γίνεται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και όχι αυτόματα σε περίπτωση κρίσης. Αυτό πρακτικά θα μπορούσε να δημιουργήσει τεράστια προβλήματα, οδηγώντας σε χρονοβόρες συζητήσεις στο Εurogroup χωρίς να είναι εξασφαλισμένη η ενεργοποίηση του μηχανισμού όταν χρειάζεται. Το ΔΝΤ δεν θέλει προϋποθέσεις, ενώ και το Παρίσι είναι της ίδιας άποψης, αναζητώντας κάποια συμβιβαστική φόρμουλα.
Σε σχέση με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, η παρέμβαση που θα γίνει επιχειρείται να συνδεθεί από ορισμένες χώρες πάλι του Βορρά με τη στρατηγική για την ανάπτυξη που ετοιμάζει η κυβέρνηση σε συνεργασία με τους θεσμούς και θα παρουσιάσει την άνοιξη στους δανειστές. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκουν προφανώς μικρότερη παρέμβαση στο χρέος. Και εδώ το ΔΝΤ λέει ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει τη θέση του για τη βιωσιμότητα του χρέους με βάση μια στρατηγική για την ανάπτυξη, για την οποία δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα πετύχει. Υπενθυμίζεται ότι το ΔΝΤ δεν συμμερίζεται τις προβλέψεις της Κομισιόν για την ανάπτυξη στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, θεωρώντας ότι είναι πολύ αισιόδοξες.
Μακροπρόθεσμα μέτρα
Διαφωνία ακόμη μεγαλύτερη υπάρχει σε σχέση με τα μακροπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, όπου οι Γερμανοί επικαλούνται τη σχετική απόφαση του Εurogroup και δεν θέλουν να πάνε παραπέρα. H εν λόγω απόφαση ναι μεν προσδιόριζε τα μεσοπρόθεσμα μέτρα (επιμηκύνσεις περιόδου αποπληρωμής και χάριτος των δανείων του δεύτερου προγράμματος, επιστροφή κερδών ΕΚΤ από ελληνικά ομόλογα κ.λπ.), ωστόσο για τα μακροπρόθεσμα ανέφερε ότι θα ληφθούν στο μέλλον, αν χρειαστεί, χωρίς να προσδιορίζονται χρονικά ή να περιγράφεται τι είδους μέτρα θα είναι. Το ΔΝΤ ζητεί μια μεγαλύτερη περιγραφή αυτών των μέτρων χωρίς λεπτομερή εξειδίκευση, ενώ οι Γάλλοι αναζητούν κάτι ενδιάμεσο που θα το δεχθεί το Βερολίνο.
Σημείο τριβής τα πρωτογενή πλεονάσματα
Αλλο σημείο τριβών είναι το πρωτογενές πλεόνασμα, όπου η Ελλάδα έχει δεσμευθεί στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης σε στόχο 3,5% του ΑΕΠ από φέτος μέχρι το 2022 και 2% του ΑΕΠ στη συνέχεια και μέχρι το 2060. Το ΔΝΤ θεωρεί εξωπραγματικό αυτό το στόχο, πιστεύει ότι μπορεί με τη μείωση των συντάξεων και του αφορολογήτου το 2019 και το 2020 ο στόχος θα επιτευχθεί τα επόμενα δύο χρόνια, αλλά στη συνέχεια αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Ο διεθνής οργανισμός θέλει να μειωθεί ο στόχος μετά το 2022 από το 2% του ΑΕΠ στο 1,5%, ενώ προτείνει αυτό να γίνει με σταδιακό τρόπο, ώστε να μπορέσουν να το δεχθούν όλοι οι Ευρωπαίοι δανειστές. Πάντως, η εκτίμηση που επικρατεί στις Βρυξέλλες είναι ότι για να αλλάξει ο στόχος χρειάζεται ισχυρή πολιτική παρέμβαση και στήριξη από Ευρωπαίους αξιωματούχους και την επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]