Συνολικά, το ύψος των ήδη βεβαιωθέντων φόρων και προστίμων που αναμένεται να διαγραφούν εκτιμάται ότι υπερβαίνει το 1 δισ. ευρώ, ενώ σε περισσότερα από 2 δισ. ευρώ εκτιμώνται τα έσοδα που δεν πρόκειται ποτέ να βεβαιωθούν στο μέλλον και χάνονται οριστικά εξαιτίας της ματαίωσης χιλιάδων άλλων φορολογικών ελέγχων.
Ταυτόχρονα, οι εμπλεκόμενοι σε πολλές από τις παραπάνω υποθέσεις, εφόσον έχουν διαπράξει ποινικά κολάσιμα αδικήματα φοροδιαφυγής, γλιτώνουν οριστικά από το ενδεχόμενο να υποστούν ποινικές κυρώσεις για τα αδικήματα αυτά, δεδομένου ότι η παραγραφή των υποθέσεών τους δεν επιτρέπει καν στις αρμόδιες φορολογικές αρχές να υποβάλουν μηνυτήριες αναφορές προκειμένου να ξεκινήσουν οι εναντίον τους ποινικές διώξεις.
Στις εξελίξεις αυτές οδήγησαν οι εκδοθείσες κατά τη διάρκεια του 2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για την παραγραφή των φορολογικών υποθέσεων, καθώς και τρεις γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (βασιζόμενες στις αποφάσεις του ΣτΕ), οι οποίες εκδόθηκαν εν ριπή οφθαλμού στο τέλος Νοεμβρίου του 2017 και έγιναν άμεσα δεκτές από το διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), Γ. Πιτσιλή.
Συγκεκριμένα:
1 Με την υπ’ αριθμόν 265/2017 γνωμοδότηση του ΝΣΚ, η οποία έγινε δεκτή από την ΑΑΔΕ και κοινοποιήθηκε σε όλες τις φοροελεγκτικές υπηρεσίες με την υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1191/1-12-2017 εγκύκλιο της ΑΑΔΕ, περιορίστηκε σημαντικά το δικαίωμα των φορολογικών αρχών να τεκμηριώσουν, μετά την πάροδο της πενταετούς περιόδου παραγραφής φορολογικών υποθέσεων, ανακρίβεια των υποβληθεισών φορολογικών δηλώσεων, ώστε -βάσει της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του παλαιού Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος- να επιτύχουν παράταση της περιόδου παραγραφής από τα 5 στα 10 έτη και να προλάβουν να ελέγξουν όσο το δυνατόν περισσότερες εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος των ετών της περιόδου 2006-2011. Συγκεκριμένα, έγινε δεκτό ότι τα στοιχεία από την κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων εφόσον περιέρχονται στη διάθεση των φορολογικών αρχών μετά την πάροδο της 5ετούς περιόδου παραγραφής φορολογικών χρήσεων δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά ανακρίβειας των δηλώσεων που υποβλήθηκαν για τις χρήσεις αυτές, οπότε δεν είναι δυνατή η επίκληση της ανακρίβειας των δηλώσεων ως αιτίας για την παράταση της περιόδου παραγραφής από τα 5 στα 10 έτη.
2 Με την υπ’ αριθμόν 268/2017 γνωμοδότηση του ΝΣΚ -η οποία βασίζεται στην υπ’ αριθμόν 1738/2017 απόφαση του ΣτΕ περί αντισυνταγματικότητας των παρατάσεων των περιόδων παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων και η οποία έγινε δεκτή από την ΑΑΔΕ και κοινοποιήθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες με την υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1192/1-12-2017 εγκύκλιο- «μπλοκαρίστηκε» η δυνατότητα των φορολογικών αρχών να ελέγξουν υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος που αφορούν στα έτη από το 2008 μέχρι και το 2011, κάνοντας χρήση της διάταξης της παραγράφου 3 του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ν. 4174/2013) περί 20ετούς περιόδου παραγραφής σε περιπτώσεις διαπίστωσης φοροδιαφυγής και της μεταβατικής διάταξης της παραγράφου 11 του άρθρου 72 του ΚΦΔ περί εφαρμογής της 20ετούς περιόδου παραγραφής ακόμη και για τις φορολογικές υποθέσεις προ του 2014 που δεν είχαν παραγραφεί την 1η-1-2014. Με τη γνωμοδότηση αυτή του ΝΣΚ «διευκρινίστηκε», ουσιαστικά, ότι η 20ετής περίοδος παραγραφής δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρήσεις προ του 2012, αλλά μπορεί να εφαρμοστεί μόνο για τις χρήσεις από το 2012 και μετά.
Ετσι, μόνο σε περίπτωση κατά την οποία από τον έλεγχο της χρήσης του 2012 ή μεταγενέστερων χρήσεων διαπιστωθεί φοροδιαφυγή, η προθεσμία που έχει το Δημόσιο να κοινοποιήσει πράξη οριστικού προσδιορισμού του φόρου παρατείνεται από 5ετία σε 20ετία. Ομως, για χρήσεις προ του 2012 δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα για το Δημόσιο.
Με βάση τις αποφάσεις του ΣτΕ και τις δύο παραπάνω γνωμοδοτήσεις του ΝΣΚ, οι οποίες εκδόθηκαν πολύ γρήγορα και έγιναν άρον άρον δεκτές από το διοικητή της ΑΑΔΕ, παραγράφηκαν όλες οι μη ακόμη ελεγχθείσες, καθώς και οι μη ακόμη οριστικά κριθείσες σε επίπεδο ΔΕΔ ή δικαστηρίων υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος των ετών προ του 2012. Ανάμεσα σ’ αυτές παραγράφηκαν και υποθέσεις μεγάλης φοροδιαφυγής των ετών προ του 2012 οι οποίες περιλαμβάνονται:
• Στη λίστα των «65 CD» με τους 1,3 εκατ. Ελληνες μεγαλοκαταθέτες της περιόδου 2000-2012.
Ταμείο Ανάκαμψης: Ποια νέα έργα εντάσσονται στις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου;
• Στη «λίστα Λαγκάρντ».
• Στη λίστα των «εμβασμάτων εξωτερικού».
Οι εκκρεμείς φορολογικοί έλεγχοι στις παραπάνω υποθέσεις «πάγωσαν», ενώ όσοι έλεγχοι δεν έχουν ξεκινήσει δεν μπορούν πλέον να διενεργηθούν. Επίσης, όσοι έλεγχοι έχουν ήδη ολοκληρωθεί αναμένεται να καταπέσουν είτε στη ΔΕΔ είτε στα διοικητικά δικαστήρια, όπου έχουν προσφύγει ή πρόκειται να προσφύγουν οι φορολογούμενοι, καθώς:
• Τις χρονικές περιόδους στις οποίες ξεκίνησαν και ολοκληρώθηκαν οι ελεγκτικές διαδικασίες θεωρείται πλέον ότι το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλει φόρους και πρόστιμα είχε ήδη παραγραφεί (!) ή
• τα στοιχεία τα οποία επικαλέστηκαν οι φορολογούμενοι για να δικαιολογήσουν αδήλωτα εισοδήματα μη παραγεγραμμένων ετών αφορούν έτη προηγούμενα τα οποία την περίοδο διενέργειας των ελέγχων θεωρούνται πλέον ότι, βάσει των αποφάσεων του ΣτΕ, είχαν ήδη παραγραφεί, σύμφωνα με οδηγίες που έδωσε η ΑΑΔΕ με μία ακόμη εγκύκλιο, την ΠΟΛ. 1175/16-11-2017!
Ως εκ τούτου, ακόμη και σε υποθέσεις όπου οι έλεγχοι ολοκληρώθηκαν, όποια ποσά προστίμων και φόρων έχουν ήδη επιβληθεί αναμένεται να διαγραφούν κι αν έχουν πληρωθεί στο Δημόσιο θα πρέπει να επιστραφούν στους ελεγχθέντες φορολογουμένους!
Σημειώνεται ότι από τους ήδη διενεργηθέντες ελέγχους στις παραπάνω λίστες τα βεβαιωθέντα έσοδα υπερβαίνουν το 1 δισ. ευρώ, ενώ αυτά που θα μπορούσαν να βεβαιωθούν από μελλοντικούς ελέγχους, οι οποίοι πλέον δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ, εκτιμώνται σε περισσότερα από 2 δισ. ευρώ.
3 Με την υπ’ αριθμόν 254/2017 γνωμοδότηση του ΝΣΚ, που αποδέχτηκε επίσης άμεσα η ΑΑΔΕ και κοινοποίησε στις αρμόδιες υπηρεσίες με την υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1190/1-12-2017 εγκύκλιο, έγινε δεκτό ότι για όσες εκκρεμούσες για έλεγχο υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος θεωρούνται πλέον παραγεγραμμένες με βάση τις αποφάσεις του ΣτΕ δεν είναι δυνατή η έκδοση οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, οπότε αυτομάτως δεν είναι δυνατή ούτε η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από τα αρμόδια φορολογικά όργανα και οι εμπλεκόμενοι δεν μπορούν να διωχθούν ποινικά.
Ουσιαστικά, με τη γνωμοδότηση αυτή, όσα ποινικού χαρακτήρα αδικήματα φοροδιαφυγής συνδέονται με τις θεωρούμενες ως παραγεγραμμένες υποθέσεις των ετών 2006-2011 δεν θα καταστεί δυνατό να διερευνηθούν ποτέ πλέον από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές και οι υπεύθυνοι θα παραμείνουν ατιμώρητοι. Στις περιπτώσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται και χιλιάδες εκκρεμείς υποθέσεις παράνομης προσαύξησης περιουσίας προερχόμενες από τις λίστες μεγαλοκαταθετών των «65 CD» και τις λίστες «Λανγκάρντ» και «εμβασμάτων εξωτερικού», οι οποίες λόγω των αποφάσεων του ΣτΕ είναι αδύνατον πλέον να ελεγχθούν διότι αφορούν σε έτη προ του 2012 και θεωρούνται παραγεγραμμένες!
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΑΙΤΣΑΚΗΣ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]