Η ιδέα της προληπτικής πιστωτικής γραμμής δεν βρίσκει πλέον πολλούς οπαδούς. Μόνο ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, προωθεί τη λύση μιας επέκτασης της χρηματοδότησης μέσω προληπτικής γραμμής. Μέσω ενός νέου προγράμματος που θα συνοδεύεται από νέα μέτρα, η ΕΚΤ θα έχει τη δικαιολογία να συνεχίσει τη χρηματοδότηση των τραπεζών. Ο κ. Ντράγκι φοβάται το ενδεχόμενο, μετά το τέλος του προγράμματος, οι ελληνικές τράπεζες να επιστρέψουν στον ακριβό δανεισμό από τον ELA, αφού με βάση τον κανονισμό της Κεντρικής Τράπεζας του ευρώ τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία βρίσκονται ακόμη στην κατηγορία «σκουπίδια», δεν θα μπορούν να γίνουν αποδεκτά ως εγγυήσεις.
Με ακριβή χρηματοδότηση, όμως, και υπό το βάρος του… βουνού των «κόκκινων» δανείων που εκκαθαρίζονται με μεγάλη καθυστέρηση, ο κίνδυνος νέας ανακεφαλαιοποίησης ή ακόμη και κατάρρευσης είναι μεγάλος και εντελώς ανεπιθύμητος σε ένα ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα που «κάθεται» σε «κόκκινα» δάνεια ύψους 796 δισ. ευρώ. Από την άλλη, οι Ευρωπαίοι θέλουν να σταματήσουν ένα νέο δάνειο αλλά όχι και την εποπτεία της Ελλάδας.
Ο νέος πρόεδρος του Eurogroup, Μάριο Σεντένο, έδειξε το δρόμο που επιλέγουν οι Ευρωπαίοι για τη συνέχεια. «Αυτό που προέχει είναι η Ελλάδα να σταθεί στα πόδια της» είπε, ενώ για το ενδεχόμενο προληπτικής πιστωτικής γραμμής τόνισε το τυπικό: «Είναι στο χέρι της Ελλάδας να ζητήσει προληπτική πιστωτική γραμμή», αφήνοντας να εννοηθεί ότι το Eurogroup δεν πρόκειται να προτείνει τέτοια λύση.
Το αναθεωρημένο πρόγραμμα αναφέρει το μαξιλάρι ρευστότητας που θα προσφέρει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος. Το ποσό που είχε αποφασιστεί ήταν 9 δισ. ευρώ και υπάρχουν σκέψεις το ποσό αυτό να αυξηθεί στα 10 δισ. ευρώ. Αν στα χρήματα αυτά υπάρχουν και 6-7 δισ. ευρώ από τις δοκιμαστικές εξόδους της Ελλάδας στις αγορές που έγιναν και σχεδιάζονται να γίνουν (προγραμματίζεται ήδη η έκδοση νέου 7ετούς ομολόγου ως τα μέσα Φεβρουαρίου), θα δημιουργηθεί ένα μαξιλάρι ασφαλείας 17-18 δισ. ευρώ που καλύπτει τις ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους ως τα μέσα του 2020.
Στον τομέα της εποπτείας τα ερείσματα για αυστηρή και μακροχρόνια εποπτεία δίνουν από τη μια η ελάφρυνση του χρέους, που πρόκειται να αποφασιστεί στο σύνολό της τους επόμενους μήνες, και η γαλλική πρόταση που θα συνδέει την αποπληρωμή του χρέους με τον οικονομικό κύκλο.
Αν και ακούγονται πολύ αισιόδοξα ως προοπτικές, οι δύο αυτές συνθήκες θα εδραιώσουν μια σταθερή και βαριά εποπτεία μέχρι η Ελλάδα να αποπληρώσει το 75% των 242 δισ. ευρώ που θα πάρει από ευρωπαϊκά δάνεια μέχρι και το τέλος του τρίτου προγράμματος.
Τα έτη 2019-2020 η Ελλάδα δεν θα… αισθανθεί καμία διαφορά σε ό,τι αφορά την πίεση από τους δανειστές. Οι αποφάσεις για το χρέος, που θα αρχίσουν να υλοποιούνται σταδιακά από το 2019, και ο φόβος του εκλογικού κύκλου αλλά και η υποχρέωση εκ μέρους της Ελλάδας για περικοπή των συντάξεων έως και 18% το 2019 και της έκπτωσης φόρου κατά 650 ευρώ το 2020 θα διατηρήσουν την εποπτεία σε «μνημονιακά» επίπεδα.
Στη συνέχεια η εποπτεία θα ακολουθήσει τη λογική του ευρωπαϊκού εξαμήνου αλλά με κάποιες τροποποιήσεις ειδικά για την Ελλάδα. Η εξάμηνη εποπτεία μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής πολιτικής που προβλέπει το European Semester θα είναι στην ουσία τρίμηνη (όπως και στη μνημονική εποχή) αφού ειδικά για την Ελλάδα θα υπάρξουν αυστηρότεροι μηχανισμοί έγκαιρης προειδοποίησης για αποκλίσεις που, αν δεν διορθώνονται άμεσα με νέα μέτρα, θα έχουν ως ποινή τη διακοπή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.
Η παρακολούθηση του ρυθμού ανάπτυξης που επιβάλλει η γαλλική πρόταση θα είναι άλλη μια «μέγγενη». Το αναπτυξιακό πλάνο που θα υποβάλει τον Μάιο η Ελλάδα θα πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένους και, αυτή τη φορά, δεσμευτικούς στόχους για αποκρατικοποιήσεις, επενδύσεις, συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας προϊόντων και υπηρεσιών. Αν η απόκλιση του στόχου του ρυθμού ανάπτυξη έγινε λόγω καθυστερήσεων σε μεταρρυθμίσεις ή ολιγωρίας σε αποκρατικοποιήσεις, θα αντιμετωπίζεται το ίδιο με την απόκλιση στο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
ΟΙ ΦΟΒΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ
Παράταση παραμονής του ΔΝΤ και νέα μέτρα την εκλογική χρονιά
Μέσα σε όλα αυτά η παρουσία του ΔΝΤ θα ξεκαθαρίσει τον Μάιο, όταν το Ταμείο θα κληθεί να αποφασίσει αν η Ελλάδα μπορεί να πιάσει το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2019 ή η Ελλάδα θα πρέπει να εφαρμόσει ταυτόχρονα περικοπή συντάξεων και αφορολόγητου το 2019, ξεχνώντας οποιαδήποτε αντίμετρα.
Με δεδομένη την επιθυμία του Ταμείου να παραμείνει στην Ελλάδα και το γεγονός ότι το πρόγραμμα εν αναμονή -που έχει από τον Ιούλιο- βρίσκεται στον… αέρα, αφού η ελάφρυνση του χρέους θα αρχίσει στην πράξη από το τέλος του 2018, η πρόωρη εφαρμογή μέτρων, που το ίδιο το Ταμείο επέβαλε, θα του δώσει ένα ισχυρό ρόλο εποπτείας και για το 2019 και για το 2020.
Αυτός είναι και ο μεγάλος φόβος του οικονομικού επιτελείου: η παράταση της παραμονής του ΔΝΤ με νέα -ή μάλλον πρόωρα- μέτρα την εκλογική χρονιά, με αντάλλαγμα μια θετική έκθεση βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος.
Υπάρχει όμως και ένας δεύτερος φόβος. Ο ορισμός από τους Ευρωπαίους του ΔΝΤ ως θεματοφύλακα της βιωσιμότητας του χρέους για τα επόμενα χρόνια. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που δέχθηκε χωρίς αντιρρήσεις τη γαλλική πρόταση, αφού μέσω της ευελιξίας του οικονομικού κύκλου γεφυρώνεται η διαφορά των δημοσιονομικών προβλέψεων για την Ελλάδα μεταξύ της Ε.Ε. και του ΔΝΤ.
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
tdasopoulos@e–typos.com
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]