Ο στόχος είναι πλέον ένα ενιαίο σύστημα ελέγχου και ποινών σε πολυεθνικές οι οποίες προχωρούν σε αθέμιτες πρακτικές και η δημιουργία ενός επίσης πανευρωπαϊκού πίνακα επιδόσεων για όλες σε ό,τι αφορά την εμπορική πρακτική τους εντός της Ε.Ε.
Η επιστολή που έστειλε πρόσφατα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει στόχο να κινητοποιήσει την Επιτροπή και ειδικότερα την Επιτροπή Ανταγωνισμού στην κατεύθυνση του εξορθολογισμού της τιμολόγησης των προϊόντων των πολυεθνικών εντός της Ε.Ε. Τούτο στην κατεύθυνση του να λειάνει και τις μεγάλες αυξήσεις που εντοπίζονται από το 2022 στην Ελλάδα για τα προϊόντα των εταιριών αυτών.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, πατώντας στους κανονισμούς της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ζητά να επανεξεταστούν οι λεγόμενοι γεωγραφικοί εφοδιαστικοί περιορισμοί (Territorial Supply Constraints-TSCs) που εφαρμόζουν οι πολυεθνικές για να διασφαλίζουν τα κέρδη τους. Η μέθοδος αυτή δεν είναι γενικά παράνομη και αφορά στην απαγόρευση ή τον περιορισμό της τροφοδοσίας κάποιου συγκεκριμένου προϊόντος ή ομάδας προϊόντων μίας πολυεθνικής σε ένα κράτος ώστε η τιμή να κρατηθεί ψηλά.
Παράδειγμα
Χαρακτηριστική επίπτωση της στρατηγικής των εδαφικών εφοδιαστικών περιορισμών είναι η περίπτωση της AB InBev με την μπίρα Jupiler στο Βέλγιο. Το 2019, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε στην AB InBev πρόστιμο 200.409.000 ευρώ για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της Ε.Ε. Η AB InBev, η μεγαλύτερη εταιρία μπίρας στον κόσμο, κρίθηκε ένοχη για κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στη βελγική αγορά μπίρας παρεμποδίζοντας τις φθηνότερες εισαγωγές από την Ολλανδία στο Βέλγιο. Ως αποτέλεσμα, οι Βέλγοι καταναλωτές πλήρωναν περισσότερα λόγω των εσκεμμένων ενεργειών της AB InBev για τη διατήρηση υψηλών τιμών. Ενώ η δεσπόζουσα θέση στην αγορά, όπως στην περίπτωση της AB InBev, δεν είναι παράνομη στους αντιμονοπωλιακούς κανόνες της Ε.Ε., η AB InBev ακολουθούσε σαφώς σκόπιμη στρατηγική για να «περιορίσει τη δυνατότητα των σούπερ μάρκετ και των χονδρεμπόρων να αγοράζουν μπίρα Jupiler σε χαμηλότερες τιμές στην Ολλανδία και να την εισάγουν στο Βέλγιο», σύμφωνα με την Επιτροπή.
Με βάση το σκεπτικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού, αυτό περιόρισε αθέμιτα τη δυνατότητα των Βέλγων να πληρώνουν φθηνότερα τη δημοφιλή μπίρα με τους εξής τρόπους:
- Αλλαξε τις συσκευασίες και τις ποσότητες στις Κάτω Χώρες, στις οποίες περιλαμβάνεται και το Βέλγιο.
- Αρνήθηκε την πώληση προϊόντων σε λιανοπωλητές.
- Δημιούργησε προϊόντα προωθητικής ενέργειας (προσφορές) αποκλειστικά για την Ολλανδία, τις οποίες δεν πρόσφερε στο Βέλγιο.
Μέσω αυτών των στρατηγικών, οι τιμές για τη δημοφιλή μπίρα επηρεάστηκαν μαζικά στη βελγική αγορά και στέρησαν από τους Ευρωπαίους καταναλωτές το κεντρικό όφελος της ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς, δηλαδή τη δυνατότητα να έχουν περισσότερες επιλογές και να έχουν καλύτερη προσφορά.
Στην επιστολή του πρωθυπουργού αναφέρεται ότι οι υψηλές τιμές των πολυεθνικών πλήττουν, εκτός από την Ελλάδα, χώρες όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Κροατία, η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Δανία, το Λουξεμβούργο και η Σλοβακία και ζητά να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή νομοθεσία ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια στην τιμολόγηση των προϊόντων των πολυεθνικών εντός της Ε.Ε.
Τι μπορεί να γίνει
Από την άλλη, το ισχύον ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού εφαρμόζεται μόνο όταν οι εδαφικοί περιορισμοί εφοδιασμού αποτελούν αντικείμενο συμφωνιών (καθώς θα ήταν αντίθετοι με το άρθρο 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης – ΣΛΕΕ) ή όταν εκτελούνται από δεσπόζουσα θέση (σε αντίθεση με το άρθρο 102 της ΣΛΕΕ).
Ωστόσο, οι εδαφικοί περιορισμοί εφοδιασμού είναι συχνά μονομερείς πρακτικές (επομένως όχι συμφωνίες που εμπίπτουν στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ) που επιβάλλονται από ορισμένους κατασκευαστές που ενδέχεται να έχουν δεσπόζουσα θέση για τους σκοπούς του άρθρου 102 της ΣΛΕΕ.
Τα περιθώρια διόρθωσης, ειδικά για μία μικρή αγορά, όπως η Ελλάδα, είναι μεγάλα ειδικά σε ό,τι αφορά αθέμιτες πρακτικές από τις πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας. Τούτο με δεδομένο ότι οι περισσότερες από αυτές έχουν δεσπόζουσα θέση στον χώρο τους και μπορούν να καθορίσουν τις τιμές μόνες τους ή σε εναρμονισμένη πρακτική με άλλες ομοειδείς στο πλαίσιο ενός ολιγοπωλίου.
Τρανό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της τιμής του βρεφικού γάλακτος, που μειώθηκε με μία παρέμβαση εκτός γραμμής από το υπουργείο Ανάπτυξης, λόγω και του ανελαστικού της δαπάνης αγοράς του από οικογένειες με βρέφη. Στο συγκεκριμένο είδος εντοπίστηκε ότι οι τιμές στην Ελλάδα ήταν αυξημένες από 32% έως και 130% σε σχέση με τη χαμηλότερη τιμή εντός της Ε.Ε., ανάλογα με τη μάρκα και τη συσκευασία του προϊόντος.
Το υπουργείο Ανάπτυξης αναγκάστηκε να επιβάλει πλαφόν στο κέρδος των εταιριών. Συγκεκριμένα, στο τέλος Ιανουαρίου όρισε ότι το μικτό περιθώριο κέρδους δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το λειτουργικό κόστος της επιχείρησης, στην οικεία κατηγορία προϊόντων, βάσει των οικονομικών καταστάσεων της αμέσως προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου, προσαυξημένο κατά 7% επί των καθαρών πωλήσεων, αφαιρουμένων των εκπτώσεων, των πιστώσεων ή άλλων παροχών. Μάλιστα θεσπίστηκαν και υψηλά πρόστιμα σε όσους παραβιάζουν το ποσοστό κέρδους άπαξ ή κατ’ εξακολούθηση. Ωστόσο η λύση που δόθηκε, αφού δεν εξετάστηκε από την πλευρά του ανταγωνισμού, μπορεί να ανατραπεί από τα δικαστήρια, στα οποία έχουν προσφύγει οι εκπρόσωποι των εταιριών στην Ελλάδα.
Συνεπώς, εκτός από τη βούληση θα πρέπει να βελτιωθούν οι διαδικασίες οι οποίες θα οδηγούν σύντομα σε διόρθωση. Τούτο διότι τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι διαδικασίες ελέγχου διαρκούν μήνες ή και χρόνια και η εξέτασή τους γίνεται ad hoc. Με άλλα λόγια, θα πρέπει κάθε περίπτωση να εξεταστεί ξεχωριστά πριν επιβληθεί το πρόστιμο, το οποίο υποτίθεται ότι θα διορθώσει την κατάσταση. Επίσης θα πρέπει να διασφαλιστεί και σε εθνικό αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ότι η υποτροπή μιας εταιρίας θα επισύρει ασφυκτικές ποινές τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο φήμης.
Περιορισμός
Το μεγάλο στοίχημα είναι να πετύχουν η Ελλάδα και άλλες μικρές χώρες της Ε.Ε. την ενίσχυση των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού ώστε να περιορίζονται οριζόντια οι πρακτικές που κρατούν τις τιμές ψηλά. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα αποτελέσει αντικείμενο πανευρωπαϊκής διαβούλευσης και πολύμηνων διαπραγματεύσεων εντός της Ε.Ε. Απαιτεί συμμαχίες με χώρες που έχουν το ίδιο πρόβλημα ώστε να είναι δυνατό το νέο δίκαιο να οδηγήσει σε καλύτερες τιμές.
Στη διαβούλευση θα μετέχουν και οι χώρες που έχουν έδρα οι μητρικές των πολυεθνικών. Συνεπώς η συζήτηση δεν θα είναι ούτε γρήγορη ούτε απλή, όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές με γνώση του αντικειμένου. Οι ίδιες πηγές τονίζουν ότι οι ποινές που θα επιβάλλονται πρέπει να είναι πανευρωπαϊκής ισχύος. Αν δηλαδή μία πολυεθνική καταδικαστεί για αθέμιτες πρακτικές σε κάποια χώρα της Ε.Ε. (π.χ. Ελλάδα), αν υποπέσει σε ανάλογη πρακτική στην Ολλανδία, να θεωρείται υποτροπή και να της επιβάλλεται η ανώτερη ποινή.
Ο στόχος είναι κάθε περίπτωση τυχόν αθέμιτης εμπορικής τακτικής να τυγχάνει πανευρωπαϊκού ελέγχου με τη δημιουργία ενός «πανευρωπαϊκού πίνακα επίδοσης» πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στην Ε.Ε.
Τα… τεχνάσματα που κρατούν ψηλά τις τιμές
Βασικός στόχος των πολυεθνικών είναι η μεγιστοποίηση των κερδών τους. Στην κατεύθυνση αυτή, έχουν θεσπίσει σειρά από τεχνάσματα που εκμεταλλεύεται την παρουσία τους σε διαφορετικές χώρες για να αυξήσουν ή να διατηρήσουν ψηλά τις τιμές. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που η θυγατρική στην Ελλάδα δεν έχει παραγωγική αλλά μόνο εμπορική δραστηριότητα, μπορεί η μητρική να επιβάλει υψηλότερο κόστος χρήσης της φίρμας των προϊόντων (Royalties) κρατώντας έτσι τις τιμές ψηλά για μία συγκεκριμένη αγορά.
Στην περίπτωση που έχει και παραγωγική εκτός από εμπορική δραστηριότητα, μπορεί η μητρική να επιβάλει την αγορά πρώτων υλών με υψηλές τιμές από άλλες θυγατρικές της που έχουν έδρα εκτός Ελλάδας, διατηρώντας ή και αυξάνοντας τις τιμές για τον καταναλωτή στην Ελλάδα.
Επίσης, αν μία εταιρία κατέχει μεγάλο μερίδιο αγοράς χωρίς ισχυρό ανταγωνισμό, η θυγατρική εταιρία που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα είναι δυνατό να εμφανίζει ότι δανείζεται από τη μητρική της με -σκόπιμα- υψηλά επιτόκια, μεταφέροντας το υψηλό κόστος δανεισμού στις τελικές τιμές για τον καταναλωτή.
Γενικά, η μεγιστοποίηση του κέρδους οδηγεί τις πολυεθνικές να συγκρατούν το κόστος των προϊόντων τους σε μεγάλες αγορές, όπου αντιμετωπίζουν ισχυρό ανταγωνισμό, αυξάνοντας τις τιμές των προϊόντων τους σε μικρότερες αγορές, όπου κατέχουν μεγάλο μερίδιο αγοράς, εφαρμόζοντας εναρμονισμένες πρακτικές στη διαμόρφωση των τιμών.