Αρχικά να επισημάνουμε ότι ενώ το ναυάγιο συμβαίνει στις 15 Απριλίου 1912 οι ελληνικές εφημερίδες κάνουν τις πρώτες δημοσιεύσεις τους με ημερομηνίες 5-6 και 7 Απριλίου, αφού η χώρα δεν έχει υιοθετήσει ακόμα το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Παρότι βρισκόμαστε στις παραμονές της έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (ιταλοτουρκικός πόλεμος, με τους πρώτους να βομβαρδίζουν τα Δαρδανέλια και να καταλαμβάνουν τα Δωδεκάνησα και νησιά του ανατολικού Αιγαίου), οι εφημερίδες αφιερώνουν επί μακρόν πολλές στήλες στην τρομακτική είδηση του ναυαγίου.
Ενημέρωση
Οι πρώτες ημέρες είναι οι δυσκολότερες για την ενημέρωση αφού οι ειδήσεις που φτάνουν, αποκλειστικά από διεθνή πρακτορεία και τηλεγραφήματα, έχουν πολλές ανακρίβειες και υπερβολές που είναι αδύνατο να διασταυρωθούν. Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι ο πρωτοφανής αριθμός θυμάτων και πως το «αβύθιστο» υπερσύγχρονο πλοίο ναυαγεί στο πρώτο του κιόλας ταξίδι. Τα «βέλη» των Ελλήνων αρθρογράφων στρέφονται κυρίως εναντίον της εταιρίας που το καθέλκυσε «Διότι όχι μόνο δεν εφρόντισε να εφοδιάση το πλοίο με πλήρη ναυαγοσωστικά μέσα, αλλά φαίνεται ότι με την επιδίωξη του ρεκόρ ταχύτητος το οδήγησε εις την καταστροφήν».
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στον αριθμό των Ελλήνων θυμάτων. Κυκλοφορούν μάλιστα φήμες που τον ανεβάζουν σε πάνω από εκατό άτομα, αλλά υπάρχουν και πληροφορίες από ναυτιλιακές εταιρίες που αναφέρουν ότι δεν υπάρχει ουδείς νεκρός ή αγνοούμενος με ελληνικό όνομα.
Το επιχείρημα των δεύτερων είναι γιατί ένας Ελληνας μετανάστης να ταξιδέψει με τον «Τιτανικό», αφού το κόστος της Γ’ θέσης του αντιστοιχούσε με εισιτήριο της Α’ θέσης σε οποιοδήποτε άλλο υπερωκεάνιο; Η πραγματικότητα αποκαλύπτεται λίγες ημέρες μετά. Στο τραγικό ναυάγιο χάνουν τη ζωή τους τέσσερις άνδρες, φίλοι από χωριό της Μεσσηνίας.
Οι Παναγιώτης Λυμπερόπουλος (30 ετών), Βασίλης Καταβέλος (19 ετών) και τα αδέλφια Απόστολος και Δημήτρης Χρονόπουλος (26 και 18 ετών αντίστοιχα). Στο χωριό τους μάλιστα υπάρχει μέχρι σήμερα μνημείο προς τιμήν τους. Εκτός των ανθρώπινων απωλειών στον Τιτανικό υπήρχαν και έντεκα ταχυδρομικοί σάκοι από την Αθήνα που περιείχαν έντυπα και την αλληλογραφία της 24ης και 25ης Μαρτίου, οι οποίοι φυσικά δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους.
Ανταποκρίσεις
Από τις ανταποκρίσεις της εποχής ξεχωρίζουν όσες αναφέρονται στην αυτοθυσία του καπετάνιου, στα 42 ζευγάρια νεόνυμφων που έκαναν το γαμήλιο ταξίδι τους, στην ορχήστρα που έπαιζε μέχρι το τέλος, στις δραματικές μαρτυρίες των διασωθέντων, στη γυναίκα που βρέθηκε πνιγμένη αγκαλιά με τον σκύλο της, ενώ εκτενείς είναι οι αναφορές στην τρομακτική κατάθεση του τηλεγραφητή του πλοίου που ίσως είναι ο τελευταίος που είδε τον καπετάνιο του.
«Είδα μια μικρή λέμβο απέναντι από την καπνοδόχο και κατευθύνθηκα εκεί. Δώδεκα άντρες προσπάθησαν να την καθελκύσουν. Ηταν η τελευταία. Την κοίταξα με πόθο επί πολλή ώρα, κατόπιν πλησίασα και βοήθησα στη καθέλκυση. Οταν αυτή κατέβηκε, όλοι πήδησαν εντός της. Εγώ επέστρεψα στον σύντροφό μου και του είπα ότι η τελευταία λέμβος έχει φύγει. Τότε ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του πλοιάρχου ενώ το κεφάλι του εμφανίστηκε στην πόρτα του δωματίου μας και είπε: “Παιδιά, κάνατε το καθήκον σας ως το τέλος. Δεν μπορείτε πλέον να κάνετε τίποτε. Τώρα είναι ο καιρός του ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Σας απαλλάσσω από της υπηρεσίας. Ο καθείς διά τον εαυτό του. Ετσι είναι εις τοιαύτας περιστάσεις”».
Ο συνάδελφος του τηλεγραφητή εξακολουθεί να στέλνει απεγνωσμένα τηλεγραφήματα με τα νερά να γεμίζουν την καμπίνα τους, όταν δέχεται την επίθεση κάποιου που επιχειρεί να του αφαιρέσει το σωσίβιο, με τον τηλεγραφητή να τον χτυπά με κάτι που δεν θυμάται τι είναι και να τον σωριάζει κάτω.
Αξιομνημόνευτα
Εν μέσω της παγκόσμιας θλίψης για τα θύματα του ναυαγίου ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ένα τηλεγράφημα από το Βερολίνο, που αναφέρει ότι σε συνέδριο αναρχικών που γινόταν εκείνες τις ημέρες στη πόλη «…επανηγύρισαν την πρόνοιαν της φύσεως η οποία κατόρθωσε, πράγμα δυσχερές για τους ανθρώπους, να ελαττώση τον αριθμόν μερικών πλουτοκρατών. Είθε, αναφώνησε κάποιος ρήτωρ, η φύσις διά του ύδατος και του πυρός να καταπαύση την ανισότητα και την τυραννίαν».
Στα αξιομνημόνευτα εκείνων των ημερών είναι δύο ακόμα γεγονότα. Στις 17 Απριλίου υπήρξε, όπως και τώρα, ολική έκλειψη ηλίου ορατή σε όλη τη δυτική Ευρώπη. Στις 20 Απριλίου τορπίλη ανατινάζει το ατμόπλοιο «Τέξας» που βρίσκεται έξω από το λιμάνι της Σμύρνης, προκαλώντας πάνω από 150 νεκρούς, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Ελληνες.
Χρονογράφημα από τον Ζ. Παπαντωνίου
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το χρονογράφημα που δημοσιεύει εκείνες τις ημέρες στην εφημερίδα «Εμπρός» ο λογοτέχνης, ποιητής και δημοσιογράφος Ζαχαρίας Παπαντωνίου, με τίτλο «Το ναυάγιον». Σε αυτό, ο συγγραφέας του κλασικού πεζογραφήματος «Τα ψηλά βουνά», αναδεικνύει ως μεγάλο πρωταγωνιστή του ναυαγίου αλλά και κάθε τραγωδίας, το πώς λειτουργεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης του ανθρώπου μπροστά στο ενδεχόμενο του θανάτου, μετατρέποντάς τον σε κτήνος.
Τραυματική εμπειρία που έχει βιώσει ο ίδιος ο συγγραφέας, αφού ως διασωθείς άλλου ναυαγίου θυμάται κάθε λεπτό εκείνων των δραματικών στιγμών, κάτι που τον οδηγεί έκτοτε να έχει άποψη «όχι τιμητικήν διά το ανθρώπινο γένος»: «Οι επιβάται, σωθέντες ευτυχώς και υπάρχοντες τώρα ήρωες εις την οδόν Σταδίου, ήσαν εκεί πρόβατα βελάζοντα. Ανδρες πελώριοι, δυνάμενοι να σκοτώσουν βόδι με την δύναμίν των, έπεφταν εις τους ώμους αγνώστων επιβατών ζητούντες έλεος, άγνωστον τι, αλλά έλεος. Ο,τι δηλαδή ζητεί ο άνθρωπος μόλις παύσει να είναι ανώτερος της φύσεως».
Συνεχίζοντας τη συγκλονιστική αναφορά του ο συγγραφέας αναφέρει: «Ο θεός, αν ναυαγήση μαζί με χιλιάδες γυναικοπαίδων, θα χάση το θάρρος του. Αυτή η κοινωνία του ατμόπλοιου γίνεται αμέσως αγέλη από τον τρόμον και μέσα εις τα επικλήσεις αγίων και θεών, εις την κραυγήν όλων των θησαυρών που βυθίζονται, πορτοφολιών, κομποδεμάτων, τίτλων, φίλτρων εις το άκουσμα χιλιάδων εαυτών που παλεύουν. Τέλος, ω φρίκη, να σωθούν μόνο αυτοί λησμονόντες οποιονδήποτε άλλον που πνίγεται, εις το ανακάτεμα τούτο μιας μάζας όντων η οποία προ ενός λεπτού ήτο κοινωνία με δεσμούς και τώρα επί των κυμάτων είναι πλήθος τομαριών που αγωνιούν διά την αυτοσυντήρησιν και λέγουν “ας σωθώ και ας σωθώ χωρίς κανένα στον κόσμον”. Εις την ακαταμέτρητην αυτήν αθλιότητα τα ανθρώπινα αισθήματα είναι τα πρώτα που βυθίζονται και το ζώων είναι το πρώτον που επιπλέει”».