Από Σεπτέμβριο
Ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, οι προετοιμασίες για τον χειμώνα ξεκινούν στα μέσα Σεπτεμβρίου και διαρκούν ένα μήνα. Οι νοικοκυρές, αφού πρώτα σφουγγαρίσουν καλά, τοποθετούν χαλιά και φλοκάτες στο πάτωμα, ενώ τα πλέον καλαίσθητα χαλιά με τις όμορφες παραστάσεις μπαίνουν στον τοίχο για διακόσμηση αλλά και καλύτερη θέρμανση του δωματίου. Στη συνέχεια βγάζουν από τα μπαούλα (ή «γιούκους») τα χειμωνιάτικα ρούχα, στα οποία ξεχωρίζουν οι ολόσωμες μάλλινες πιτζάμες και οι πλεκτοί σκούφοι με τη φούντα στην άκρη.
Οι άνδρες αναλαμβάνουν να μπαλώσουν τις τρύπες σε πόρτες και στέγη καρφώνοντας ξύλα ή παραγεμίζοντάς τες με πούπουλα ώστε να μην μπαίνει η παγωνιά. Τα ξύλα του χειμώνα κόβονται με μαεστρία και αποθηκεύονται ομοιόμορφα για να μη χαρακτηριστεί το σπίτι… ανοικοκύρευτο, καθότι «κούτσουρα ανακατωμένα, νύφη μακριά από μένα». Ακόμα και το άναμμα της πρώτης φωτιάς του χειμώνα αποτελεί ιεροτελεστία που ξεκινά ο σπιτονοικοκύρης ή ο πρεσβύτερος της οικογένειας. Οταν δεν υπάρχει κανένας από τους δυο, καλείται ένα αγόρι της γειτονιάς, πάνω από 12 ετών, που παίρνει με κερί τη φλόγα από το καντήλι του σπιτιού και μετά το πρώτο άναμμα δέχεται τα κεράσματα της οικογένειας.
Πρώτη φορά
Η πρώτη σόμπα στην πρωτεύουσα εμφανίζεται το 1832 στην αυστριακή πρεσβεία, εντυπωσιάζοντας τους πάντες με τη θερμότητα και τις ανάγλυφες παραστάσεις της. Ο λογοτέχνης Δημήτριος Φωτιάδης αναφέρει: «Ουδεμία θερμάστρα υπήρχε εν Αθήναις μολονότι κατά το φθινόπωρον εκείνο η Πάρνης είχε καλυφθεί υπό χιόνος τον Σεπτέμβριον και ο χειμών ήτο βαρύτερος πάντων των από του 1813. Ο Λύδερς όμως ηυτοσχεδίασε μίαν σιδηράν θερμάστραν θεωρηθείσαν ως θαύμα και προκαλέσασαν την επίσκεψιν του επισκόπου και την συρροήν των προεξαρχόντων Τούρκων εις των οποίων ανεφώνησεν: “Ο Θεός είναι μεγάλος αλλ’ η επίνοια των Φράγκων δεν έχει όρια”».
Φυσικά η τιμή της «εκπολιτισμένης εστίας», όπως την αναφέρουν οι εφημερίδες της εποχής, είναι απλησίαστη για τους πολλούς, αφού εισάγεται αποκλειστικά από τη Γερμανία. Κάποιος Ελληνας επιχειρηματίας μάλιστα προσπαθεί ν’ αντιγράψει την τεχνογνωσία της νέας εφεύρεσης αλλά χωρίς επιτυχία.
Μπορεί τα τζάκια στην Αθήνα του 19ου αιώνα να είναι ελάχιστα (εξ ου και η έκφραση «αυτός είναι από τζάκι»), αλλά πολλά από αυτά είναι ιδιαίτερα περίτεχνα. Εχουν σκαλισμένα γύρω τους παραστάσεις της καθημερινής ζωής, του κυνηγιού ή εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, εμφανίζοντας ένα αποτέλεσμα υψηλής αισθητικής, που προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό στους ξένους περιηγητές της εποχής.
Δύο κατηγορίες
Αν η αριστοκρατία ζεσταίνεται με τζάκια, ο λαός περιορίζεται στα φτωχικά μαγκάλια και αυτά με τη σειρά τους χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στα «ατζέμικα» που είναι στατικά και στις «καρούσες» που διαθέτουν τροχούς ώστε να μετακινούνται στον χώρο. Τα μαγκάλια θερμαίνονται με πετροκάρβουνο -υλικό κακής ποιότητας, που καπνίζει και μυρίζει απαίσια-, ποιοτικό κάρβουνο, κουκουνάρια από πεύκα και έλατα και φυσικά ξύλο. Φυσικά, ακόμα και στα μαγκάλια υπάρχει ποιοτική διάκριση. Αυτά των πλουσίων είναι από μπακίρι και υπάρχει ένα σε κάθε δωμάτιο συμπληρώνοντας το τζάκι, ενώ των φτωχών είναι μία και μοναδική πρόχειρη κατασκευή που μπαίνει συνήθως κάτω από το τραπέζι, ώστε να ζεσταίνει τα πόδια των μελών της οικογένειας. Τέλος, ανάβει μόνο τις πολύ κρύες ημέρες, τις γιορτές ή όταν έρχονται μουσαφίρηδες στο σπίτι.
Παντελής Ζερβός: Η 12χρονη κόρη του θάφτηκε ζωντανή στο σεισμό του 1956 στη Σαντορίνη - Πώς αντέδρασε ο ηθοποιός
Οι φτωχότεροι δημιουργούν ένα ποιοτικό, για την εποχή, θερμαντικό υλικό, αλλά ιδιαίτερα χρονοβόρο στην παρασκευή του, τις λεγόμενες «φράπες». Οι τελευταίες παρασκευάζονται από ψιλοκομμένο κάρβουνο, στάχτη, ρετσίνι και ροκανίδι, τα οποία αφού ζυμωθούν ρίχνονται στο καζάνι όπου γίνονται πολτός. Στη συνέχεια αφού στεγνώσουν γίνονται μικρές μπάλες που ξεραίνονται στον ήλιο και στον αέρα, ώστε να καταλήξουν τελικά στη φουφού. Η φτωχική φράπα έχει ιδιαίτερη πέραση και στους πλούσιους, αυτή τη φορά όχι για λόγους οικονομίας, αλλά γιατί έτσι αποφεύγουν τις ανεπιθύμητες παρενέργειες (δηλητηριάσεις, λιποθυμίες, πονοκεφάλους, εμετούς) που πολλές φορές δημιουργεί με τις αναθυμιάσεις του το κάρβουνο. Ο λογοτέχνης και ιστοριοδίφης της εποχής Δημήτριος Καμπούρογλου περιγράφει μάλιστα τη φράπα ως «…περίφημον είδος καυσίμου ύλης το μίγμα τούτο, καθ’ ότι αναπλήρωνε επαρκέστατα το ήμερον κάρβουνο».
Φυσικά, η… οικονομικότερη λύση στο κρύο δίνεται στα καφενεία όπου η ζέστη επιτυγχάνεται από τον συνωστισμό, το ντουμάνι από τα τσιγάρα και τους ναργιλέδες, ενώ κάποια «καλά» καφενεία, όπως του «Ζαχαράτου», διαθέτουν μαγκάλια. Οι πρώτοι μηχανισμοί τύπου καλοριφέρ κάνουν την εμφάνισή τους στο τέλος του 19ου αιώνα. Ουσιαστικά μιλάμε για μια σόμπα που παίζει ρόλο λέβητα, που παίρνει τον ατμοσφαιρικό αέρα, τον θερμαίνει και εν συνέχεια τον μεταφέρει μέσω σωλήνων στα δωμάτια.
«Οι Αθηναίοι δεν γνωρίζουν τι θα πει ζεστασιά»
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις θερμαντικές συνήθειες των Αθηναίων της εποχής δίνει το γράμμα που στέλνει η βαρόνη Ντόρντεφιλντ στην αδελφή της στη Βιέννη, τον χειμώνα του 1838. Σε αυτό, η κυρία των τιμών τους Αμαλίας αναφέρεται στις θερμαντικές πρακτικές της εποχής.
«Να σκεφθείς, αγαπητή μου Βέρθα, ότι ολόκληρη η μικρή πρωτεύουσα τους Ελλάδας δεν έχει ούτε μία σόμπα. Οι Αθηναίοι δεν γνωρίζουν τι θα πει ζεστασιά. Κι απορώ πώς καταφέρνουν να ζουν με τέτοιες συνθήκες. Μερικοί πλούσιοι Αθηναίοι έχουν ωραία τζάκια στα αρχοντικά τους. Τζάκια που καίνε ξύλα. Κι η ξυλεία αφθονεί σε όλη την Αττική, γιατί υπάρχουν πολλά δάση και όποιος θέλει κόβει. Κανένας δεν τους εμποδίζει. Μετρημένοι ανάβουν τα τζάκια τους και αυτό σε έκτακτες μονάχα περιστάσεις. Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Πολύ σπάνια, όταν δέχονται στο σπίτι τους ξένους, ανάβουν τα μαγκάλια τους με κάρβουνο.
Τα μαγκάλια από αληθινό μπακίρι είναι αληθινά κομψοτεχνήματα. Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα στον τόπο μας. Τούτα τα μαγκάλια, όταν φτάσουν οι μουσαφιραίοι για βεγγέρα, τα βάζουν πάντοτε κάτω από το τραπέζι και μετά αρχίζουν να παίζουν χαρτιά. Τώρα πόση ζεστασιά μπορεί να δώσει ένα μαγκάλι, μόνο ο Θεός το ξέρει. Αυτό που δεν μπορώ να χωνέψω είναι γιατί δεν ανάβουν τα τζάκια τους. Είναι δυνατόν να τσιγκουνεύονται τα ξύλα, αφού δεν κοστίζουν; Πόσες φορές θέλησα να ρωτήσω κάποιον, αλλά δεν τόλμησα.
Οσοι δεν έχουν τζάκια ή μπακιρένια μαγκάλια ανάβουν τις περίφημες φουφούδες τους. Αυτά τα περίεργα κατασκευάσματα δεν μπορώ να τα περιγράψω. Πρέπει να τα δεις με τα μάτια σου για να καταλάβεις. Πάνω στα τραπέζια ακόμα, μέσα σε κάτι πήλινες γαβάθες, καίνε ένα είδος μπαμπακιού περιχυμένο με λάδι. Βρομάει απαίσια, καπνίζει με τον χειρότερο τρόπο, αλλά οπωσδήποτε κρατάει ζέστη».
Ειδήσεις σήμερα
Eurovision 2025: Χαμός με την «Αστερομάτα» στην Τουρκία – Γιατί ετοιμάζουν καταγγελία
Καθηγητής γεωλογίας:«Κινδυνεύουν τα σπίτια με θέα, στο χείλος της Καλντέρας»
Σοκ στη Γερμανία με Τούρκο κτηνοβάτη: Μπήκε σε στάβλο και βίασε πόνυ
Σεισμοί στις Κυκλάδες: Αναστολή αθλητικών δραστηριοτήτων σε νησιά των Κυκλάδων συστήνει ο Βρούτσης
Η ινσουλίνη δεν θυμίζει σήμερα πικρή καραμέλα
Βαγγέλης Νίκας: «Θέλω να αξιοποιήσω τις απλές πρώτες ύλες με τον δικό μου τρόπο στο fine dining»