«Το τηλεφώνημα»
Σύμφωνα με πληροφορίες (χωρίς να είναι απολύτως αληθείς) το τηλεφώνημα προήλθε από μια γυναίκα, η οποία διατηρούσε δεσμό με ένα από τα μέλη της οργάνωσης. Κατά καιρούς όλοι έχουμε ακούσει για το «τέρας της ζήλιας» και τι συμβαίνει όταν αυτό «ξυπνάει». Έτσι και σε αυτήν την περίπτωση, όταν αντιλήφθηκε ότι την απατά, ζήλεψε και τηλεφώνησε στην αστυνομία. Από την άλλη γραμμή ενημερώνει την αστυνομία, ότι τα μέλη της οργάνωσης την επόμενη μέρα το πρωί, στις 8, θα πραγματοποιούσαν δολοφονική επίθεση κατά δικαστικού λειτουργού. Αν δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα θα συγκεντρώνονταν στην οδό Λουίζης Ριανκούρ όπου κάνουν και τις πρόβες του χτυπήματος.
«Αστυνομική επιχείρηση»
Στο σημείο φτάνουν τέσσερις αστυνομικοί των ΕΚΑΜ. Παρακολουθούν το βαν και βλέπουν να βγαίνει από αυτό ένας άντρας με περούκα. Θεωρώντας άκρως ύποπτη την παρουσία του, ένας από τους αστυνομικούς έτρεξε να τηλεφωνήσει στα κεντρικά, προκειμένου να εξακριβωθεί αν πρόκειται για κλεμμένο όχημα. Αίσθηση προκάλεσε ότι ένα από τα μέλη της «17 Νοέμβρη» είχε το θράσος και την ψυχραιμία ν΄ακολουθήσει τον αστυνομικό, όταν εκείνος πήγε να τηλεφωνήσει στο κέντρο, για να δει αν η πινακίδα ΥΒΝ-5926 ήταν ύποπτη. Παρότι οι πινακίδες του οχήματος απέδειξαν ότι πρόκειται για κλεμμένο, δεν βοήθησε τις αστυνομικές δυνάμεις να επέμβουν εγκαίρως.
Το βαν φεύγει αμέσως από την οδό και οι αστυνομικοί το καταδιώκουν χωρίς όμως επιτυχία. Στην στροφή προς τα Τουρκοβούνια έχασαν το βαν από το οπτικό τους πεδίο, καθότι για ανεξήγητο λόγο έστριψε προς την Κηφισίας. Η αστυνομία έχασε την ευκαιρία να συλλάβει τους υπόπτους, οι οποίοι, σύμφωνα με το τηλεφώνημα της γυναίκας, έκαναν πρόβα για την επερχόμενη επίθεση, που θα γινόταν τέσσερις μέρες μετά.
Η υπόθεση, ωστόσο, παρέμεινε κρυφή για τουλάχιστον ένα μήνα. Μέχρι και την αποκάλυψη της, η οποία έμεινε στην ιστορία ως το απόλυτο φιάσκο της ΕΛ.ΑΣ. Ο τότε υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Θεόδωρος Αναγνωστόπουλος, παραδέχθηκε πως «μονάδα των ΕΚΑΜ, που πήρε μέρος στην επιχείρηση, δεν έκανε καλά τη δουλειά της». Παράλληλα ο υπουργός δήλωσε, πως «από την αστυνομία υπήρχαν “διαρροές” προς τις τρομοκρατικές οργανώσεις». Το φιάσκο είχε ως αποτέλεσμα ο τότε επικεφαλής των ΕΚΑΜ, Μιχάλης Μαυρουλέας, να απομακρυνθεί από τη θέση του.
Η 23η Μαρτίου, ήταν το τρίτο φιάσκο για την αστυνομία, όσον αφορά στην σύλληψη της «17 Νοέμβρη». Είχε προηγηθεί η 26η Σεπτεμβρίου του 1989. Ελάχιστο διάστημα μετά την δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, ένας αστυνομικός αντί να κυνηγήσει τους υπόπτους, προτίμησε να ανοίξει τον φάκελο, που πέταξαν στο έδαφος. Ο φάκελος είχε μέσα μια προκήρυξη της οργάνωσης. Τον Νοέμβριο του 1991 η αστυνομία έλαβε πληροφορία για μια κλοπή αυτοκινήτου από τρεις άγνωστους άντρες. Οι αστυνομικοί φτάνουν στο σημείο, ακινητοποιούν τους τρεις δράστες. ωστόσο υπήρχε και ένας τέταρτος μέσα στο όχημα. Το περιστατικό κατέληξε σε τραυματισμό των αστυνομικών, από τις σφαίρες και τις χειροβομβίδες των αγνώστων.
Παρά την αποτυχία, ο αστυνομικός συντονισμός υπήρξε μεγάλος. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής στήθηκε τεράστια επιχείρηση παρακολούθησης, από την οποία δύσκολα θα ξέφευγε κάποιος. Μάλιστα υπάρχουν αναφορές για μια πολύ αποτελεσματική (μέχρι και την αποτυχία της) επιχείρηση, κατά την οποία «αστυνομικοί και μέλη της «17 Νοέμβρη» βρέθηκαν, να κάθονται δίπλα-δίπλα στο ίδιο παγκάκι».
«ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑ»
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας παρουσιάζει με τρομακτικές λεπτομέρειες τα λεπτά που χρειάστηκαν για να εξαφανιστούν από την Λουίζης Ριανκούρ και να μην καταλήξει η επιχείρηση σε πολύνεκρη.
«Έφτασε ο οδηγός της καμιονέτας (άσπρο βαν), κατέβηκε και πήγε να καθίσει σε ένα κοντινό παγκάκι. Εμείς μέσα στο χώρο φόρτωσης είδαμε από το κουρτινάκι που κάλυπτε το πίσω τζάμι της ένα Φιατ, ασφαλίτικο, με τρεις κλασικούς ασφαλίτες όρθιους απ΄ έξω. Είχαν κάνει πηγαδάκι, πίνοντας καφέ από τα αιώνια πλαστικά ποτηράκια τους. Τότε ο ένας ξεκίνησε, αργά και βαριεστημένα, με το κυπελλάκι τον καφέ στο χέρι, να έρχεται προς την καμιονέτα. Ταυτόχρονα ο ένας από τους άλλους δυο, έδειξε με τα μάτια τον οδηγό μας που μόλις είχε καθίσει στο παγκάκι. Ο πρώτος ασφαλίτης είχε φτάσει ήδη στην καμιονέτα. Είχε κολλήσει το πρόσωπό του στο πίσω τζάμι προσπαθώντας να δει μέσα. Σαραντάρης, γεμάτος δεν φαινόταν εκπαιδευμένος εκαμίτης. Δεν το ήξερε, αλλά από την άλλη πλευρά στο τζάμι ακουμπούσε η κάννη ενός αυτόματου όπλου, οπλισμένου, δίχως ασφάλεια, με δυο γεμάτους γεμιστήρες. Ένα άλλο σημάδευε σταθερά τους άλλους δυο ασφαλίτες. Έφυγα από το πίσω μέρος της καμιονέτας και πήγα μπροστά. Ζήτησα από τον οδηγό να ξεκινήσει ήρεμα. Πίσω μας οι τρεις ασφαλίτες μπήκαν στο Φιατ και μας ακολούθησαν. Ίσως κατάλαβαν τη σοβαρότητα της κατάστασης και δεν πλησίασαν πολύ. Δυο αυτόματα τους είχαν κάτω από την κάννη τους, τρεις χειροβομβίδες είχαν βγει από τη θήκη τους» (Βιβλίο «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη»)!