Ο επιθεωρητής αποτελεί διαχρονικά αναπόσπαστο κομμάτι της σχολικής ζωής με δασκάλους και μαθητές να θυμούνται τη φιγούρα του να εισβάλλει στην τάξη, επιτηρώντας το μάθημα και θέτοντάς ερωτήσεις. Ο θεσμός είναι από τους σημαντικότερους και μακροβιότερους στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, καθώς θεσμοθετείται ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1830 και διαρκεί ενάμιση αιώνα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα η δράση των επιθεωρητών δημιουργεί πολιτικέ εντάσεις και εκπαιδευτικές αντιπαραθέσεις.
Σε χωριά και κωμοπόλεις αποτελεί σύνηθες φαινόμενο ο επιθεωρητής να φιλοξενείται σε σπίτια δασκάλων, η παραγόντων της κοινότητας. Άλλοτε συμπαθής και προσηνής, άλλοτε αυστηρός, κάποτε αυταρχικός, η παρουσία του επιθεωρητή στην τάξη προκαλεί άγχος και φόβο στα παιδιά, καθώς πιστεύουν πως οι ερωτήσεις που τους απευθύνει αφορούν την δική τους αξιολόγηση. Ουσιαστικά όμως ελέγχει μέσω των μαθητών αποκλειστικά την παιδαγωγική επάρκεια και ικανότητα του δασκάλου, με αποτέλεσμα οι δάσκαλοι μιλώντας με φόβο για τον ερχομό του επιθεωρητή μεταφέρουν στους μαθητές την δική τους ανασφάλεια.
Οι επιθεωρητές, σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο ΒΤΜΘ/1895 πρέπει να επιθεωρούν τους δασκάλους κατά τη διάρκεια των μαθημάτων και στη συνέχεια να συντάσσουν ημερολόγιο “υπηρεσιακής ικανότητας” τους, το οποίο υποβάλλουν στο Εποπτικό Συμβούλιο. Σε αυτό εμπεριέχονται λεπτομερείς παρατηρήσεις για όλα όσα αφορούν τη λειτουργία του κάθε σχολείου (ύλη, μέθοδοι διδασκαλίας, πρόοδος μαθητών, ακρίβεια εφαρμογής του προγράμματος και των κανονισμών του υπουργείου Παιδείας).
Από το ημερολόγιο αυτό εξαρτιέται η υπηρεσιακή εξέλιξη και η σταδιοδρομία του δασκάλου, και επειδή η αξιολόγηση αυτή εμπεριέχει έντονο το στοιχείο της υποκειμενικότητας, παρατηρούνται πολλά φαινόμενα άνισης μεταχείρισης των δασκάλων, με αποτέλεσμα δυσμενείς συνέπειες στην εξέλιξη τους, καθώς άλλοι επιθεωρητές είναι φειδωλοί και άλλοι γενναιόδωροι στην αξιολόγηση τους.
Το αποτέλεσμα των παραπάνω είναι να αναπτύσσονται συχνά κόντρες μεταξύ επιθεωρητών και δασκάλων λόγω της δυσαρέσκειας των τελευταίων, οι οποίες υποδαυλίζουν την ουσία του εκπαιδευτικού έργου. Έτσι, οι σχολικές δυσλειτουργίες που εμφανίζονται οι δάσκαλοι την αποδίδουν στην υποκειμενικότητα, στον χαρακτήρα και την νοοτροπία του επιθεωρητή, στην επιφανειακή επικοινωνία μαζί του, καθώς θεωρούν ότι ο τελευταίος διατυπώνει αξιολογική κρίση με βάση ελλιπή παρακολούθηση μαθημάτων, κάτι που οδηγεί σε λάθος διαπιστώσεις και εκτιμήσεις του διδασκαλικό έργου.
Οι δάσκαλοι ακόμη αντιδρούν στον κανονισμό του υπουργείου Παιδείας που απαιτεί αξιολόγηση με μεγάλα περιθώρια αυθαιρεσίας καθώς αυτή αφορά την προσωπικότητα, το ήθος και τον χαρακτήρα του δασκάλου. Τέλος, οι παραβάτες επιθεωρητές δεν υπόκεινται σε πειθαρχικό έλεγχο, με ότι μπορεί αυτό να σημαίνει για την αξιολογική τους κρίση.
Σε περιόδους περιορισμού ή απαγόρευσης της δημοκρατίας, ο θεσμός γίνεται αυταρχικότερος με τον επιθεωρητή να εξελίσσεται σε διοικητικό-πειθαρχικό προϊστάμενο που ελέγχει την συμπεριφορά των δασκάλων και συνήθως δεν δημιουργεί σχέση συνεργασίας μαζί τους. Γι αυτό και οι τελευταίοι ζητούν επίμονα την αντικατάσταση του θεσμού αυτού από τον σχολικό σύμβουλο, ευελπιστώντας πως ο τελευταίος θα φέρει νέα κουλτούρα συνεργασίας και συναδελφικότητας. Τελικά ο θεσμός του επιθεωρητή καταργείται στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και αντικαθίσταται από τα Συμβούλια Καθηγητών.