Από τον κανόνα αυτό δεν ξεφεύγει ουδείς πιστός, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης ή ανθρώπινου αξιώματος, αφού έναντι του Θεού είμαστε όλοι ίσοι, όπως άλλωστε αναφέρει το απόσπασμα της νεκρώσιμης Ακολουθίας της Ορθόδοξης εκκλησίας :“Και είδον τα οστά γεγυμνωμένα και είπον: άρα εστί Βασιλεύς ή στρατιώτης, πλούσιος ή πένης, δίκαιος ή αμαρτωλός ;“
Εξήντα χρόνια πριν, Μάρτιο του 1964, στο ανθρώπινο αυτό αδιέξοδο βρίσκεται η ελληνική βασιλική οικογένεια. Τότε, ο βασιλιάς Παύλος παραμένει κλινήρης στο παλάτι κλονισμένος από τον καρκίνο στομάχου που τον ταλαιπωρεί από το 1963. Η επέμβαση που του γίνεται ένα μήνα πριν από Έλληνες και Άγγλους γιατρούς δεν έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, η πορεία προς το τέλος δείχνει αναπόφευκτη, όταν η βασίλισσα Φρειδερίκη εναποθέτει τις τελευταίες ελπίδες στη Παναγία της Τήνου. Έτσι, ζητά από το ίδρυμα της Ευαγγελίστριας της Τήνου την έκτακτη μεταφορά της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας στο παλάτι.
Εκτός από τη γνωστή τάση της Φρειδερίκης προς το μεταφυσικό, η βασίλισσα γνωρίζει πως ο Παύλος είναι βαθειά θρησκευόμενος και γνώστης της ορθόδοξης πίστης. Εξάλλου όλη η βασιλική οικογένεια τηρεί απαρέγκλιτα όλο το ορθόδοξο τελετουργικό που περιλαμβάνει τη νηστεία του Σαββάτου και τη μετάληψη μετά τη Θεία Λειτουργία, ενώ ακολουθεί τη νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας. Λέγεται μάλιστα ότι όταν σε μια ακολουθία στο παλάτι ο ιερέας παραλείπει μια ευχή, ο βασιλιάς το επισημαίνει λίγη ώρα μετά λέγοντας του :“Πάτερ, γιατί απόψε παραλείψατε να πείτε το “Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου”;
Επιστρέφοντας στις κρίσιμες εκείνες στιγμές, το ίδρυμα της Ευαγγελίστριας της Τήνου συναινεί στο βασιλικό αίτημα όπως η εικόνα “…μεταφερθεί εις τα Ανάκτορα Τατοΐου προς επίσκεψιν, ίασιν, και θεραπείαν του ασθενούντος Βασιλέως”. Άμεσα το αντιτορπιλικό του βασιλικού ναυτικού “Σφενδόνη”, φτάνει στη Τήνο. Η ιερή εικόνα φτάνει στις 3 Μαρτίου 1964 στον Πειραιά, όπου την υποδέχονται με τιμές ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ο διάδοχος Κωνσταντίνος που ασκεί πλέον χρέη αντιβασιλέα, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Β΄ και πλήθος επισήμων.
Όταν η εικόνα φτάνει στις 2.15 στο Τατόι χιλιάδες πολίτες περιμένουν γονυπετείς και σιωπηροί, κατ’ εντολήν των γιατρών του Παύλου που ζητούν ησυχία, ενώ έχουν συστήσει να κλειστούν οι πόρτες των δωματίων για να μην αναστατωθεί ο ασθενής. Στην είσοδο των ανακτόρων βρίσκεται σύσσωμη η βασιλική οικογένεια, οι αυλικοί, μέλη του υπουργικού συμβουλίου, όλοι με επίσημες στολές για την απόδοση τιμών. Ο Κωνσταντίνος παραλαμβάνει την εικόνα, τη δίνει στη μητέρα του Φρειδερίκη η οποία με τη σειρά της τη μεταφέρει στο δωμάτιο του βασιλιά Παύλου που έχει μεταβληθεί σε νοσοκομειακό θάλαμο.
Κατά τον βασιλικό βιογράφο Γ. Τσοκόπουλο μεταξύ Παύλου και Φρειδερίκης ακολουθεί ο παρακάτω μικρός διάλογος ενώ γίνεται και ένα θαύμα… : “- Τι είναι ; -Σου έφεραν την εικόνα της Ευαγγελίστριας, από την Τήνο. Ο Βασιλεύς ανετινάχθη εις την κλίνην του, ανεσηκώθη, την επήρε εις τα χέρια του, την ησπάσθη και είπε :-Ωραία εικών και πολύτιμος ! Και την ησπάσθη ακόμη μιαν φοράν. Η Βασίλισσα την επήρε και την ετοποθέτησεν επάνω από το κεφάλι του Βασιλέως. Λέγεται ότι η ορμητική ανατίναξις του Βασιλέως εις το κρεβάτι του συνετέλεσε όπως εσωτερικόν απόστημα να διαρραγεί και να τρέξει άφθονον πύον, το οποίον απετέλει τον μεγαλύτερον κίνδυνον για τον ασθενή. Το βέβαιον είναι ότι από εκείνης της στιγμής επαισθητή βελτίωσις παρετηρήθει εις την κατάστασιν του”.
Η Φρειδερίκη στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο “Μέτρον κατανοήσεως” αναφέρει για εκείνες τις τελευταίες στιγμές :“Η Αγία Εικόνα που είχε μεταφερθεί από την Τήνο, μας εκοίταζε όλους από ψηλά. Ήταν τοποθετημένη στον απέναντι τοίχο του δωματίου. Και καθώς ο Παύλος άφηνε την τελευταία πνοή του, ξαφνικά η μικρή φλόγα του καντηλιού που έκαιγε μπροστά της έσβησε. Ήταν άραγε αυτό ένα σημάδι για εμάς ότι θα έπρεπε να ζήσουμε μέσα στο φως ;”
Ο βασιλιάς Παύλος φεύγει τελικά από τη ζωή ελάχιστες ημέρες μετά στις 6 Μαρτίου. Η εικόνα της Παναγίας “συνοδεύει” τον εκλιπόντα στο τριήμερο λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών, ενώ προπορεύεται στον κιλλίβαντα της πομπής μέχρι τους βασιλικούς τάφους στο Τατόι. Εκεί παραμένει μέχρι τις 13 Μαρτίου όπου με ανακτορικό αυτοκίνητο φτάνει στον Πειραιά και επιστρέφει στη Τήνο με το ίδιο πολεμικό πλοίο.