Γράφει ο Ιωάννης Κατσαβός (Ανθυπασπιστής Π.Ν. – Νοσηλευτής)
Ας γυρίσουμε το νου μας πίσω, εκεί που η Ιστορία μάς παίρνει από το χέρι και μας οδηγεί στους ηρωικούς χρόνους των Πολιορκιών και της Εξόδου, πέρα κει στην παλικαρότοκη και μαρτυρική πόλη. Η πόλη ήταν αποκλεισμένη από στεριά και θάλασσα. Οι υπερασπιστές της, ταμπουρωμένοι στα χαρακώματα κάτω από το αδιάκοπο σφυροκόπημα των κανονιών του εχθρού. Οι γυναίκες και τα παιδιά δεν ήταν στις συνηθισμένες εργασίες τους, όπως έπρεπε, οι πρώτες στο νοικοκυριό και τα άλλα στο παιχνίδι. Επαιζαν τους ρόλους που τους μοίρασε ο πόλεμος και δεν μπορούσαν να αρνηθούν. Γνώριζαν και μας έδειξαν πως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια μετριέται με το πόση ελευθερία μπορείς να βαστάξεις.
Συμμετοχή
Γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης: «…Οσο για τα παιδιά, βλέπουν τα ντουφέκια, τις πάλες, τα γιαταγάνια, τις μπιστόλες και τα ρέγεται η ψυχή τους. Ξεκολλημό δεν έχουν από τις ντάπιες και ταμπούρια και χύνουν με μολύβι κανονάκια και μπάλες». Ο Κωστάκης Πετρόπουλος σημειώνει: «…Μια ομάδα από μικροπαίδια, επηρεασμένα απ’ τη μεγαλόπρεπη τελετή του όρκου του λόρδου Βύρωνα, που τον έδωσε φορώντας την τιμημένη ελληνική φουστανέλα πάνω στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη, παρατάχτηκε σε δύο στοίχους στη Μεγάλη Ντάπια, κι ύστερα ορκίστηκαν όλα τους ζωσμένα ψεύτικα σπαθιά στη μέση να υπερασπίσουν την πατρίδα μέχρι θανάτου… Γεμίζουν κατά τις μάχες τα ντουφέκια των αγωνιστών, μένοντας δίπλα τους, εξουδετερώνουν πολλές φορές, με μια καταπληκτική επιδεξιότητα και ψυχραιμία, αλλά και με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους, τις μπόμπες των Αγαρηνών, βγάζοντας το φιτίλι τους, και παίρνουν κι αυτά μέρος στα γιουρούσια, άλλοτε με αληθινά όπλα και άλλοτε με σφεντόνες».
Χωρίς φόβο
Διαβάζουμε στο «Ημερολόγιον της Πολιορκίας του Μεσολογγίου» του Ι. Ι. Μάγερ:
24-5-1825 «Περιεργότερον είναι προσέτι να θεωρεί τις τους παίδας οίτινες κατασκεύασαν τώρα μικρά κανόνια και βόμβας από μόλυβδον και από μόνην την έμφυτον ροπήν κινούμενοι, παρατάσσονται εις τας αγοράς και κάμνουσιν όλα τα κινήματα προς άμυναν και φύλαξιν. Θαυμασμού άξιον είναι πόσον επιτηδεύθησαν οι νέοι ούτοι μηχανικοί εις την αναλογίαν και ακρίβειαν των πολυβόλων των, και εις την τακτικήν των πολεμικών κινημάτων αρμονίαν».
2-7-1825 «Μετά την παύσιν του τυφεκισμού ηνώθησαν οι παίδες μας μετά των στρατιωτών και ήρχισαν τον πετροπόλεμον με τους Τούρκους. Εις το είδος τούτο της μάχης έδειξαν πλέον ηρωικά σημεία οι παίδες μας, μη λογαριάζοντες ποσώς τον κίνδυνον». Κι άλλος ιστορικός παρατηρεί: «…Τα παιδιά του Μεσολογγίου με πόση διαβολιά και σβελτάδα, άλλα κουβαλάνε πέτρες κι άλλα τις ρίχνουν ψηλοκρεμαστά να ζυαστούν και να πέσουν με ορμή μέσα στο ταμπούρι του εχθρού. Δύο ώρες βάστηξε τούτη η μάχη και κείνη τη μέρα το βραβείο της αξιοσύνης το πήραν τα παιδιά».
Μια επικίνδυνη αποστολή που εκτελούσαν τα παιδιά ήταν και αυτή του ταχυδρόμου. Τα μικρά παιδιά περνούσαν κάτω από τη μύτη του εχθρού για να πάνε ή να φέρουν μηνύματα. Αναφέρεται πως ο Κιουταχής τρία από τα παιδιά που συνέλαβαν οι στρατιώτες του τα κρέμασε στη μέση του στρατοπέδου απέναντι από τις ντάπιες, για να βλέπουν το ανατριχιαστικό θέαμα οι γονείς τους και οι πολιορκoύμενοι. Στη συλλογική δράση τους αναφέρεται και τούτο: «Το πρώτο βράδυ που οι Τούρκοι έκοψαν το νερό χαλώντας τον αγωγό του υδραγωγείου που ήταν έξω από το φρούριο, χρειάστηκαν στην πόλη για μερικούς λαβωμένους κι αρρώστους καθαρό νερό. Τότε μια ομάδα παιδιών ηλικίας 12 με 15 ετών ανέλαβε το επικίνδυνο εγχείρημα να πάει σε μια γνωστή τους πηγή. Επρεπε, όμως, να περάσουν ανάμεσα από τις εχθρικές σκηνές. Γλιστρούν σαν ίσκιοι και φτάνουν έρποντας πάνω από την πηγή και πιασμένα το ένα από το χέρι του άλλου κατεβάζουν τον μικρό και ανάλαφρο της παρέας στο βάθος, και έτσι προμηθεύονται το πολύτιμο νερό και γυρίζουν σιγά σιγά πάλι στο φρούριο, αστράφτοντας από χαρά κάτω από τις επευφημίες μικρών και μεγάλων».
Πράξεις μεγαλείου
Σταχυολογώ από την πλούσια δράση των Γελεκτζήδων διάφορες σκηνές μεγαλείου όπως: Νύχτα Χριστουγέννων του 1822 κατά την πρώτη πολιορκία. Οι Τούρκοι αιφνιδιάζουν, σε μια αφρούρητη σχεδόν θέση, που την υπερασπίζεται βαριά τραυματισμένος ο σκοπός, καλώντας απεγνωσμένα σε συναγερμό. Τότε ένα δωδεκάχρονο παιδί, ο Γιωργάκης Χρ. Αρτης, σώζει την κατάσταση. Αρπάζει το όπλο του πατέρα του που ήταν βαριά άρρωστος δίπλα στο σπίτι τους και, την ώρα που ένας Αρβανίτης σηκώνει το γιαταγάνι για να πάρει το κεφάλι του φρουρού και να ανοίξει δρόμο προς το εσωτερικό του φρουρίου στους ακολουθούντες συντρόφους, του ρίχνει μια και τον ξαπλώνει νεκρό. Οι άλλοι λιποψυχούν και οπισθοχωρούν, αφού εν τω μεταξύ έχει προστρέξει και η Φρουρά. Ο μικρός μας ήρωας πιάστηκε με τον αδελφό του και τη μάνα του αιχμάλωτος τη βραδιά της Εξόδου. Απελευθερώθηκε μαζί με τη μάνα του με την καταβολή λύτρων.
Μετά τη ναυμαχία που έλαβε χώρα στις 25 Ιουλίου 1825 στον Πατραϊκό Κόλπο, μπρος απ’ το Βασιλάδι, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, οι δικοί μας προώθησαν μέσα στη λιμνοθάλασσα περίπου 20 ένοπλα πλοιάρια, τα οποία ενωθέντα με τρεις μεσολογγίτικες κανονιοφόρες πάσσαρες καταναυμάχησαν τον εκεί τουρκικό στολίσκο, τον διέλυσαν και κυρίευσαν 7 πλοιάρια. Στην επίθεση αυτή διακρίθηκε ο Μάνθος Τρικούπης, 18 ετών, αδελφός του ιστορικού και μετέπειτα πρωθυπουργού Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος είχε για συμπολεμιστές του στο πλεούμενό του τον μικρότερο αδελφό του Θεμιστοκλή και άλλα ψαροπούλια της ηλικίας του. Και ο οποίος δυστυχώς τραυματίστηκε θανάσιμα. Γράφει σχετικά ο Μάγερ στα «Ελληνικά Χρονικά»: «Εις την ναυμαχίαν ταύτην εφονεύθησαν επτά και επληγώθησαν πέντε, εν οις θανατηφόρως και ο Μάνθος, υιός του Ιωάννη Τρικούπη».
Αυτοθυσία
Το Βασιλάδι, ισχυρό επιθαλάσσιο προπύργιο του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, δέχεται το πρωί της 25ης Φεβρουαρίου 1826 τη μοιραία επίθεση. Σε ένα από τα 14 κανόνια του, πυροβολητής είναι ένα δεκάχρονο αγόρι, ο Σπύρος, γιος του αντιστράτηγου Αν. Παπαλουκά, αρχηγού της Φρουράς του νησιού. Σε μια προσπάθειά του κι από τη βιασύνη του να βάλει φωτιά στο κανόνι, πέφτει από το αναμμένο δαυλί του ένα μικρό κομματάκι κάρβουνο κι έτσι παίρνει φωτιά η μπαρουταποθήκη και τινάζεται στον αέρα. Δυστυχώς ο ζήλος του να υπηρετήσει την πατρίδα γίνεται αιτία να πέσει το Βασιλάδι και ύστερα από δύο μήνες και το Μεσολόγγι. Το παιδί πιάστηκε τότε αιχμάλωτο μαζί με τη μάνα του, και αργότερα απελευθερώθηκε με λύτρα και επέστρεψε στο Μεσολόγγι, όπου έζησε μέχρι το 1900 με κατάστικτο το πρόσωπό του από την έκρηξη.
Στην εποποιία της Κλείσοβας στις 25 Μαρτίου 1826, διακρίθηκε για την τόλμη του ο 18ετής Μεσολογγίτης Ζαφείρης Ράπεσης. Το νερό και τα πολεμοφόδια πάνε να εξαντληθούν. «Τότε», γράφει ο Στασινόπουλος, «φορτώνει το πριάρι του νερό και πολεμοφόδια, πίπτει εις την θάλασσαν, κρύβεται πίσω από την πρύμνην του πριαρίου του, το σπρώχνει με τα χέρια, περνά από το μέσον των πολιορκητών και σώος φτάνει στην Κλείσοβα με το φορτίον του. Τον υποδέχονται με ευγνωμοσύνην, κι ο Τζαβέλας τον φιλεί επανειλημμένα».
Ενα άλλο παλικαρόπουλο, ο Γιωργάκης Βαλτινός, ακολούθησε τον εξάδελφό του χιλίαρχο Καρακώστα Δροσίνη και με το πριάρι του Πέτρου Γαλιώτου ή Αγγούρα, που είχε μαζί του και τον γιο του Σωτήρη, 14 ετών, φορτώνουν 5 στρατιώτες και 4 κιβώτια φυσέκια με δύο βαρέλια νερό και διασχίζουν τον εχθρικό στόλο με χίλιους κινδύνους. Και λίγο πριν αράξουν στην Κλείσοβα (25 Μαρτίου 1826), σκοτώνεται ο πατέρας μαζί με το παιδί του, καθώς και 4 στρατιώτες.
Επίσης, Βορίλας Τάσος ή Ντάσης είναι το όνομα του 16χρονου παιδιού που διέσπασε τον κλοιό των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων και έφερε τον Κίτσο Τζαβέλα με λίγα παλικάρια πάνω στο νησί της Κλείσοβας (25 Μαρτίου 1826), που το υπερασπιζόταν ο Παν. Σωτηρόπουλος με 125 άνδρες, ενώ Σφήκας είναι το παρατσούκλι του ψυχογιού του αξιωματικού Απόστ. Καρατζογιάννη από το Νεοχώρι, που κατά τον Κασομούλη σκότωσε τον αρχηγό των Αιγυπτίων, Χουσεΐν πασά, όταν αυτοί απετόλμησαν και έκτη επίθεση, αναγκάζοντας τους εχθρούς να οπισθοχωρήσουν άτακτα.
Και κορίτσια
Να σημειώσουμε εδώ και την ευψυχίαν που επέδειξαν δύο Μεσολογγιτοπούλες, η Τασούλα Γυφτογιάννη και η Χρυσάιδω Καραγγελέ, που κάτω από το φοβερό σφυροκόπημα των τουρκικών κανονιών φόρτωναν τα πριάρια με πολεμοφόδια και νεροβάρελα. Δεκαεπτάχρονος Γελεκτζής ήταν και ο Μανώλης (το επώνυμο δεν το γνωρίζουμε) που ανέλαβε να ξεπαστρέψει έναν Τούρκο ο οποίος κάθε πρωί ανέβαζε στο στρατόπεδό τους τη σημαία τους επιδεικτικά, απειλώντας με το σπαθί του και βρίζοντας. Το παλικαράκι μας παίρνει ένα καλοακονισμένο γιαταγάνι, μπαίνει κρυφά στο στρατόπεδο, κάθεται κρυμμένο όλη τη νύχτα στους θάμνους στο σημείο που σήκωνε τη σημαία ο Τούρκος και, όταν αυτός αρχίζει τις ασχήμιες του, του καταφέρνει μία κατακούτελα. Ο Τούρκος πέφτει νεκρός κι ο Μανώλης σβέλτος κάτω από τις ομοβροντίες των εχθρών μπαίνει στο φρούριο, όπου του έγινε θριαμβευτική υποδοχή.
Ενα παλικαράκι 13 χρονών, ο Αντώνης Μπάκας, στις 19 Ιουλίου 1825, έπεσε νεκρό σε μια πολύνεκρη μάχη. Τον έκλαψε σύσσωμος ο λαός της πόλης.
Ενα παιδί ασχολείται με την επισκευή κάποιας σπουδαίας μισογκρεμισμένης ντάπιας. Δίπλα έχει και το καριοφίλι του, γιατί όταν χρειάζεται αφήνει το χτίσιμο και πολεμά. Μία σφαίρα, όμως, του αφαιρεί τη ζωή. Τον κηδεύουν στις 16 Αυγούστου 1825 με όλες τις οφειλόμενες τιμές και με την ανάλογη των περιστάσεων παράταξη. Πρόκειται για τον Παντελέοντα Πλατύκα.
Στους προμαχώνες ένα παιδί βοηθάει τον πατέρα του στο γέμισμα του κανονιού. Κρατούσε αναμμένο φιτίλι και, όταν του έκανε σήμα ο πατέρας του, πλησίαζε στο μπαρούτι και το κανόνι εκπυρσοκροτούσε. Σε κάποια στιγμή ο πατέρας δεν έκανε σήμα. Το παιδί ανυπομονούσε. Ο πατέρας είχε σκοτωθεί. Η ηλικία του μικρού μας πολεμιστή ήταν μόλις 12μισι ετών. Αναφέρει το γεγονός ο Γάλλος περιηγητής Μανζάρ και ανακοινώθηκε στο φύλλο της 25ης Μαρτίου 1987 της εφημερίδας «Καθημερινή».
Σφαγή…
O Μάγερ αναφέρει και τους ανώνυμους στο «Ημερολόγιον της Πολιορκίας του Μεσολογγίου»:
30.4.1825: Οι εχθρικαί σφαίραι εφόνευσαν κατά δυστυχίαν μίαν νέαν 14 ετών.
11.5.1825: Εφονεύθη μία Ελληνίς 17 ετών.
18.6.1825: Από δε την έκρηξιν μιας βόμβας, εφονεύθη εις την πόλιν μας μια γυνή και από εν βόλι ένας νέος.
2.7.1825: Εν τούτοις εφονεύθη μια παρθένος χωρική 12 ετών.
Σφαγή τη βραδιά της γενναίας Εξόδου
Επίσης, ενδεικτικά, κατά τη βραδιά της Εξόδου: Από την οικογένεια του Τάσου Μπακανδρέα σκοτώθηκαν τα τέσσερα παιδιά του και τα άλλα τρία, ο Αντρέας, 20 ετών, ο Κώστας, 15 ετών, κι ο Σπύρος, 11 ετών, πιάστηκαν μαζί με τη μάνα τους αιχμάλωτα και, αφού έμειναν στη σκλαβιά επτά χρόνια, γύρισαν ελεύθερα πια στην πόλη τους το 1833, αφού εξαγοράστηκαν.
Και από την οικογένεια Μπαλαμπάνη από τη Σταμνά έπεσαν τη βραδιά της Εξόδου έξι παιδιά, ο Θανάσης, ο Βασίλης, ο Γιώργος, ο Δημήτρης, ο Κώστας κι ο Τάσος, οι δύο αδελφές, Ελένη και Μαρία, πιάστηκαν αιχμάλωτες και επέζησε ο ένατος αδελφός, ο Στάμος. Εκείνες τις μέρες όλος ο Ελληνισμός ακουμπούσε πάνω στο Μεσολόγγι, που αναδείχτηκε σε παγκόσμιο σύμβολο θυσίας.
Από κατάσταση που συντάχτηκε στις 5 Αυγούστου 1828 στον Κάλαμο και περιλαμβάνει ονομαστικά τους αιχμαλώτους που αναζητούνται, μετράμε 1.582, 306 παιδιά μέχρι 10 ετών και άλλα 583 από 11 έως 20 ετών.
Στα σκλαβοπάζαρα
Πολλά από αυτά τα παιδιά πέθαναν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, άλλα κατάφεραν αργότερα να γυρίσουν στο Μεσολόγγι, σε ελεεινή κατάσταση, όπως ο Σπύρος Παπαλουκάς ή η αρχοντοπούλα Κρίνα, κόρη του Αναστάση Μπάκα, που μετά από δέκα χρόνια σκλαβιάς στην Αίγυπτο, λυτρώθηκε «δι’ υπεκφυγής και επανήλθεν στερουμένη του φωτός των οφθαλμών της», και άλλα στάθηκαν τυχερά και κατέλαβαν επίζηλες θέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αναφέρουμε τον Δημητράκη Γιαξίμη, που ήταν ο ονομαστός μετέπειτα Αραμπή πασάς της Αιγύπτου και Πάππος της ωραίας Φαρίντα που νυμφεύτηκε ο βασιλιάς της Αιγύπτου Φαρούκ ο Α’, και τον Πάνο Γαλανό, που ο Ιμπραήμ έστειλε στον πατέρα του Μοχάμεντ Αλι, και εκεί σπούδασε και έφτασε να γίνει υπουργός των Εξωτερικών, γνωστός ως Ζουφλικάρ πασάς. Η μάνα του αλωνίζει όλη την Αρβανιτιά, Ασία και Αραπιά και καταφέρνει να βρει και τα άλλα δύο παιδιά της, τον Ασημάκη και τον Σπύρο, και αφού μαθαίνει και για τον Πάνο, ξανασμίγουν στην Αίγυπτο και ατυχώς παραμένουν πια εκεί.
Ο Γιώργος Μηλιώνης έπεσε σε χέρια πονόψυχου και πλούσιου Τούρκου, σπούδασε, έγινε πλωτάρχης του τουρκικού Ναυτικού και, όταν πληροφορήθηκε μυστικά ότι ζούσε ο πατέρας του, Χρήστος, τον καλεί στην Πόλη και μετά γυρίζουν στο Μεσολόγγι όπου κατατάσσεται στον Ελληνικό Στρατό.
Είχε αγοράσει το παιδί από σκλαβοπάζαρο
Τέλος, αναφέρομαι σε ένα γεγονός που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 1ης Απριλίου 1923 της Εφημερίδας «Στερεά Ελλάς»:
Ο γιατρός Αθανάσιος Δροσίνης, ταξιδεύοντας κατά το 1868 από την Εσπερία στην Ελλάδα, γνωρίστηκε πάνω στο ατμόπλοιο με κάποιον Τζοβάνο Σπεράντζα, ο οποίος διέμεινε εμπορευόμενος στο Σπαλάτο της Δαλματίας. Του εξομολογήθηκε ότι είναι Μεσολογγίτης και πηγαίνει να συναντήσει συγγενείς στο Μεσολόγγι. Οι συνεννοήσεις γινόταν στην ιταλική γλώσσα. Του απεκάλυψε ότι πριν από λίγο καιρό πέθανε ο πατέρας του και άφησε μέσα στο χρηματοκιβώτιο ένα δέμα που είχε μέσα ένα πανωφοράκι μπλε, ένα σκουφάκι, ένα πουκαμισάκι, ένα ζωνάρι και δύο κόκκινα τσαρουχάκια, ανήκοντα σε παιδί 3-4 ετών, και ένα σημείωμα που έλεγε:
«Στις 25 Απριλίου 1826, αγκυροβολημένος στο Κρυονέρι του Μεσολογγίου ένεκα κακού καιρού, αγόρασα τον Τζοβάνο μου 2-3 ετών από Αραβα στρατιώτη αντί 10 ταλήρων. Ο στρατιώτης είχε και ένα μεγαλύτερο κοριτσάκι και, όταν εγώ πήρα τον Τζοβάνο και έφυγα, αυτό έκλαιγε. Θα ήταν φαίνεται αδερφάκια. Ο Τζοβάνος μου φορούσε τα ρουχαλάκια που τα έχω κρυμμένα».
Από κάτω υπήρχε η υπογραφή του πατέρα μου. Ο γιατρός με τον Τζοβάνο κατέβηκαν στο Μεσολόγγι και εκεί σε μια δραματική συνάντηση τον αναγνώρισε η υπέργηρη μάνα του, από τα ρούχα που της έδειξε και του τα είχε φορέσει τη βραδιά της Εξόδου και από ένα σημάδι του σώματός του. Ο ξένος ξαναβαφτίστηκε στο πραγματικό του όνομα, Κώστας Ν. Σκεπετάρης, αλλά εξακολούθησε όμως εμπορευόμενος στο Σπαλάτο.