Αγρότες
Ο Γιάννης Κορδάτος στην «Ιστορία του αγροτικού κινήματος» γράφει χαρακτηριστικά για τον αγρότη της εποχής: «Ξυπόλυτος, γυμνός, κουρελής, ατροφικός. Το κρέας δεν το δοκίμαζε παρά μόνο δύο φορές τον χρόνο. Το κρομμύδι, η μπομπότα και η ελιά ήταν το μόνιμο φαγητό του, χρόνο καιρό πεινούσε. Τον καρπό που έφτυνε αίμα για να τον μαζέψει του τον έπαιρναν οι τοκογλύφοι, οι έμποροι και οι άλλοι εκμεταλλευτές του. Σχολεία δεν υπήρχαν, γράμματα δεν μάθαινε, ζούσε σε τρώγλες και έκλαιγε τη μοίρα του… Ολα του ήταν μαύρα και σκοτεινά, γι’ αυτό άμα άνοιξε της Αμερικής ο δρόμος, εκπατριζόταν. Η μετανάστευση του ήταν η μόνη σανίδα σωτηρίας».
Παρόμοια είναι η κατάσταση στα αστικά κέντρα, με τους εργάτες των εργοστασίων να δουλεύουν 16ωρα για ένα πιάτο φαγητό, ενώ οι υπάλληλοι εργάζονται χωρίς ωράριο, αργίες, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εργασιακά δικαιώματα, σύνταξη και, κυρίως, χωρίς ελπίδα για το μέλλον. Το μόνο εμπόριο που ανθεί είναι αυτό της… ελπίδας. Σε όλη τη χώρα ανοίγουν μεταναστευτικά γραφεία ενώ οι ταξιδιωτικοί πράκτορες υπόσχονται καλύτερη ζωή στην αναπτυσσόμενη νέα «γη της επαγγελίας», Αμερική.
Τοκογλύφοι
Μόνοι πρόθυμοι να «βοηθήσουν» τους εξαθλιωμένους αυτούς πληθυσμούς είναι οι κάθε είδους τοκογλύφοι που τους δανείζουν τον ναύλο του μακρινού ταξιδιού, με υποθήκη το κτήμα ή το πατρικό τους. Οταν θα έφταναν στη νέα γη, θα εξοφλούσαν τις υποθήκες, θα προίκιζαν τις αδελφές ή θα βοηθούσαν την οικογένεια και θα επέστρεφαν γρήγορα, έχοντας μάλιστα κάποια λεφτά στην άκρη. Για όσους δεν διέθεταν χρήματα ή κτήματα προς υποθήκη, ο ναύλος δίνεται από τον δουλέμπορο της εποχής, ο οποίος δεσμεύει στρατιές νέων ανθρώπων, κυρίως ανηλίκων, με μακροχρόνια συμβόλαια εργασίας και όρους σκλαβοπάζαρου για δουλειές σε ορυχεία, σιδηροδρομικούς σταθμούς ή στιλβωτήρια.
Μέχρι το 1907 το μεταναστευτικό κύμα διακινείται αποκλειστικά από ξένες ναυτιλιακές εταιρίες. Τότε, δραστηριοποιούνται στη γραμμή Ελλάδα – Αμερική οι ελληνικές εταιρίες «Μωραΐτης» και «Υπερωκεάνιος Ελληνική Ατμοπλοΐα» οι οποίες όμως σύντομα χρεοκοπούν. Στον χώρο των υπερωκεανίων κυριαρχούν σύντομα οι αδελφοί Εμπειρίκοι, με τα πλοία «Πατρίς», «Ιωάννινα», «Θεσσαλονίκη», «Μεγάλη Ελλάς», «Κωνσταντινούπολις» και «Μωρέας».
Στη συγκινησιακά φορτισμένη αναχώρηση δίνεται πανηγυρικός τόνος, με την μπάντα να παιανίζει και τους συγγενείς να κλαίνε κουνώντας μαντίλια αποχωρισμού.
Στους προνομιούχους επιβάτες πρώτης και δεύτερης θέσης παρέχονταν πολλές ανέσεις, κάτι που δεν ισχύει για εκείνους της τρίτης θέσης. Γι’ αυτούς, το ταξίδι αποτελεί τρομακτική δοκιμασία, αφού δεν τους αντιστοιχεί περισσότερος χώρος από όσο είναι το μήκος και το πλάτος του σώματός τους. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικά περιορισμένο πλαίσιο, άνδρες, γυναίκες και παιδιά στον ίδιο χώρο, πρέπει για τις επόμενες τρεις εβδομάδες να φάνε το άθλιο φαγητό του πλοίου, να κοιμηθούν και να αλλάξουν.
Την έλλειψη στοιχειώδους καθαριότητας επιβαρύνουν ο ιδρώτας των εκατοντάδων σωμάτων σε κλειστό χώρο, το τσιγάρο, οι αρρώστιες και οι εμετοί από τη ναυτία, αφού οι περισσότεροι έντρομοι επιβάτες της τρίτης θέσης δεν έχουν δει ποτέ στη ζωή τους πλοία και θάλασσα. Οι ταξιδιώτες πρώτης και δεύτερης θέσης απαντούν σε ερωτηματολόγιο για το αν είχαν θέσεις υπέρ της αναρχίας και της… πολυγαμίας και αν είχαν μπει σε φυλακή, ψυχιατρείο ή πτωχοκομείο. Οι απαντήσεις έχουν νομική ισχύ και αν δεν είναι… σωστές, δεν επιτρέπεται η επιβίβασή τους.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Αποβίβαση
Το πλοίο δένει ανοιχτά της Νέας Υόρκης και ρυμουλκείται προς το λιμάνι. Αφού ελέγχονται όλοι οι επιβάτες από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Δημοσίας Υγείας, πρώτα αποβιβάζονται εκείνοι της πρώτης-δεύτερης θέσης, οι οποίοι δηλώνουν τα αντικείμενα που φέρουν μαζί και την αξία τους. Αν αυτή είναι άνω των 100 δολαρίων, οι δασμοί και τα πρόστιμα είναι εξαιρετικά υψηλά, ενώ πολλές φορές αυτά κατάσχονται. Τσιγάρα, ποτά και καπνός επιτρέπονται μόνο για προσωπική χρήση.
Τελευταίοι εξετάζονται οι ταξιδιώτες της τρίτης θέσης, με ιδιαίτερα επίπονη διαδικασία. Αρχικά, τους παραλαμβάνει μαζί με τις αποσκευές τους ατμόπλοιο που τους μεταφέρει στο περίφημο Ελις Αϊλαντ, οπού κυριαρχεί ένα δαιδαλώδες κτιριακό συγκρότημα που εξυπηρετεί μέχρι 5.000 άτομα ημερησίως. Οι εμφανώς εξασθενημένοι ή άρρωστοι μετανάστες έχουν ήδη τσεκαρισμένη από τους ελεγκτές καρτέλα, ώστε να προσεχθούν από τους γιατρούς.
Εξονυχιστικοί έλεγχοι
Οταν οι μετανάστες παρουσιάζονται στην επιτροπή ελέγχου, τους ζητείται, με τη βοήθεια μεταφραστή, εκτός των στοιχείων, αναφορά για τον χώρο διαμονής και εργασίας. Οσοι κάνουν το λάθος ν’ αναφέρουν ότι ουσιαστικά είναι μισθωμένοι εργάτες δουλεμπόρων, δεν λαμβάνουν άδεια εισόδου, ενώ στις εταιρίες που προορίζονται να εργαστούν επιβάλλεται πρόστιμο 1.000 δολαρίων και υποχρέωση πληρωμής των ναύλων επιστροφής. Οταν δεν προκύπτουν νομικά προβλήματα, εξετάζονται από υγειονομική επιτροπή και οι σοβαρές περιπτώσεις επιστρέφουν με πλοιάρια στο πλοίο κι από εκεί άμεσα στη χώρα προέλευσης με έξοδα της ναυτιλιακής εταιρίας. Βλέποντας τις ελπίδες τους να σβήνουν, κάποιοι από αυτούς πηδούν στη θάλασσα, με τους περισσότερους να μη φτάνουν ποτέ στη στεριά. Αλλοι νοσηλεύονται για μικρό διάστημα σε νοσοκομείο εντός του Ελις Αϊλαντ, ζώντας την αγωνία της τελικής έγκρισης εισόδου στη χώρα.
Μετά τις συμπληγάδες των ελέγχων, δεν τελειώνουν τα βάσανά τους. Το αντίθετο μάλιστα. Οποιοι δεν έχουν κανέναν να τους περιμένει, αποβιβαζόμενοι γίνονται βορά επιτηδείων, που αξιοποιώντας την άγνοια και την αφέλειά τους, παρουσιάζονται ως ξεναγοί, φίλοι και διερμηνείς, πρόθυμοι να βοηθήσουν τους συμπατριώτες τους στη νέα πατρίδα. Στην πραγματικότητα οι μόνοι αληθινοί σύμμαχοι που διαθέτουν όσοι φτάνουν στον πολυπόθητο προορισμό είναι η εξυπνάδα και το πάθος για καλύτερη ζωή.
Οι επίσημες στατιστικές αναφέρουν ότι μεταξύ 1890-1920 μεταναστεύουν στις ΗΠΑ 368.399 άτομα, νούμερο που αντιστοιχεί στο 1/10 του πληθυσμού ή στο 1/5 του ενεργού πληθυσμού της χώρας, στερώντας έτσι το πιο δυναμικό κομμάτι της. Τα νούμερα φυσικά δεν λένε την πλήρη αλήθεια, αφού σε αυτά δεν περιλαμβάνεται ο αλύτρωτος μέχρι τότε ελληνισμός των τουρκοκρατούμενων περιοχών. Σε συντριπτικά ποσοστά, οι Ελληνες που μεταναστεύουν τότε στην Αμερική δεν επιστρέφουν ποτέ στην πατρίδα, αποτελώντας τα… χελιδόνια που δεν γυρίζουν πίσω.