Το πλαίσιο της φρίκης καθορίζεται από το κορυφαίο στέλεχος των Νεότουρκων, Σακίρ Μπεχαεντίν, που σε μυστική σύσκεψη του κινήματος ανέφερε τα παρακάτω: «Τα έθνη που απόμειναν από παλιά στην αυτοκρατορία μας μοιάζουν με ξένα και βλαβερά χόρτα που πρέπει να ξεριζωθούν. Να ξεκαθαρίσουμε τη γη μας. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της επανάστασής μας. Θέλω να ζήσει ο Τούρκος. Και θέλω να ζήσει μόνο σε αυτά τα εδάφη και να είναι ανεξάρτητος. Εκτός των Τούρκων όλα τα άλλα στοιχεία να εξοντωθούν, άσχετα σε ποια θρησκεία ή πίστη ανήκουν. Αυτή η χώρα πρέπει να καθαρίσει από τα ξένα στοιχεία. Οι Τούρκοι πρέπει να κάνουν την εκκαθάριση».
«Τελική λύση»
Εκτός των Αρμενίων και των χριστιανών Ασσυρίων, «ξένα και βλαβερά χόρτα που θα πρέπει να ξεριζωθούν» αποτελούσαν και οι Ελληνες κάτοικοι του μικρασιατικού Πόντου, η κοινότητα των οποίων κατοικούσε χιλιάδες χρόνια στα παράλια και την ενδοχώρα του Εύξεινου Πόντου. Αφορμή για την εκτέλεση της «τελικής λύσης» του ελληνισμού της περιοχής, αποτέλεσε η κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τότε, επιστρατεύθηκαν στον οθωμανικό στρατό οι Πόντιοι ηλικίας 15 έως 45 ετών και στη συνέχεια οι ομάδες που δημιουργήθηκαν μετατράπηκαν, αρχικά, σε τάγματα εργασίας για οποιαδήποτε βαριά δραστηριότητα -π.χ. δημιουργία δρόμων στον Καύκασο- και στη συνέχεια οδηγήθηκαν σε ατέρμονες πορείες στην ενδοχώρα με μοναδικό προορισμό τον, αναμενόμενο, θάνατο από τις κακουχίες.
Οσα γυναικόπαιδα και μεγαλύτεροι σε ηλικία άνδρες παρέμειναν πίσω, είχαν να υποστούν απαγορεύσεις ασκήσεως επαγγέλματος και επαγγελματικής συνεργασίας με μουσουλμάνους, καθώς και τις καθοδηγούμενες και ατιμώρητες επιθέσεις από ορδές άτακτων που έκλεβαν, δολοφονούσαν, άρπαζαν γυναίκες και πυρπολούσαν απομονωμένα χωριά στοχεύοντας στη τρομοκράτηση, εθνολογική αλλοίωση του γηγενούς ελληνισμού και στην ασφυκτική πίεση για βίαιο εκτουρκισμό του εναπομείναντος πληθυσμού. Οπως φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα έκθεσης που εστάλη στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών από την Κωνσταντινούπολη, η μεθοδολογία του τρόμου ήταν γνωστή στις ελληνικές κυβερνήσεις: «Μεταξύ των υπό του Νεοτουρκικού κομιτάτου ληφθεισών αποφάσεων είναι και ο εκτουρκισμός των ελληνικών πληθυσμών, ο οποίος δεν είναι δυνατός, εφ’ όσον υπάρχουν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί».
Περιορισμός της φρίκης -που ύστερα από μερικές δεκαετίες θα ονομαζόταν εθνοκάθαρση- υπήρξε την περίοδο κατάληψης της Τραπεζούντας από τα ρωσικά στρατεύματα. Το ομόθρησκο των λαών και η ανάθεση της δημαρχίας της πόλης στους Ελληνες αναπτερώνει το ηθικό των Ποντίων αλλά δεν αποτρέπει τη συνέχιση των σφαγών, όπως περιγράφει το τηλεγράφημα της ελληνικής πρεσβείας στην Αγία Πετρούπολη προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών: «Την 15ην Απριλίου οι κάτοικοι των 16 χωριών της περιοχής Βαζελώνος, περιφερείας Τραπεζούντας, άπαντες Ελληνες, λαβόντες διαταγή των τουρκικών στρατιωτικών αρχών να φύγωσιν εις το εσωτερικόν της Αργυρουπόλεως ίνα φοβηθέντες μη έμμελον καθ’ οδόν να σφαγώσιν, καθ’ ον τρόπον είδον σφαγέντας τους Αρμενίους, εγκατέλειπον τας κατοικίας των και εισήλθον εις τα δάση, ελπίζοντες να σωθώσι εκ ταχείας τυχόν προελάσεως του Ρωσικού στρατού».
Το αίτημα για αυτονόμηση της περιοχής με δημιουργία Ποντιακής Δημοκρατίας, με σημαία την ελληνική και ανάμεσα στον σταυρό τον μαύρο μονοκέφαλο αετό, έμβλημα της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών, τίθεται από τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο, αλλά βρίσκει ελάχιστους συμμάχους, ακόμα και εντός της ελληνικής επικράτειας. Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η παρουσία αρμοστών των Συμμάχων στην περιοχή καθώς και οι διακηρύξεις της περιόδου περί αυτοδιάθεσης των λαών αναπτερώνουν τις ελπίδες των Ποντίων για δικαίωση των θυσιών τους. Στη διεθνή διπλωματία, όμως, αν δεν αξιοποιήσεις τη θετική συγκυρία να καταφέρεις το μέγιστο των προσδοκιών σου, τότε είναι πιθανό να χάσεις και τα κεκτημένα σου, όπως συνέβη και στην περίπτωση των Ποντίων.
Ο Κεμάλ
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Η δεύτερη φάση της γενοκτονίας ξεκινά με την άφιξη στη Σαμψούντα του Μουσταφά Κεμάλ. Ο μετέπειτα ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας φτάνει στις 19 Απριλίου στον Πόντο για να καταστείλει τις αντάρτικες δυνάμεις των Ποντίων που δημιουργήθηκαν στην περιοχή ως αμυντική απάντηση στις τουρκικές θηριωδίες. Ο Κεμάλ θα συσπειρώσει γύρω του ομάδες άτακτων και ληστρικές συμμορίες δημιουργώντας ουσιαστικά τάγματα θανάτου που σκορπούσαν τρόμο και θάνατο στους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής. Σε βιβλίο του τότε υπουργού Υγείας της εποχής, Ριζά Νουρ, με ένα εκ των σφαγέων και πρώην ληστή, Οσμάν Αγάς, αποκαλύπτεται η μεθοδολογία και η ψυχρότητα που τηρούνταν στη γενοκτονία: «“Αρχηγέ, καθάρισέ τον καλά τον Πόντο!”, του είπα. “Καλά τον καθαρίζω”, μου είπε. “Στα Ρωμαίικα χωριά, πέτρα πάνω στην πέτρα μην αφήνεις”. “Ετσι κάνω, αλλά αφήνω μόνο μερικά καλά κτίρια και εκκλησίες μήπως και μας χρειαστούν”, του είπα. “Και εκείνα χάλασέ τα και τις πέτρες τους σκόρπισέ της μακριά, ώστε να μην μπορέσει κανείς να πει ότι εδώ υπήρξε εκκλησία”. “Εντάξει, αυτό δε το σκέφτηκα, έτσι θα κάνω”, του είπα».
Τελικός απολογισμός της φρίκης που κράτησε μέχρι και το αποκρουστικό μέτρο της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών, το 1923, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε να περιοριστεί σε νούμερα. Οι συγκεχυμένες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των θυμάτων σε εξαντλητικές πορείες, μαζικές πορείες, εκτελέσεις μετά από δίκες-παρωδίες, σφαγές σε χωριά και πόλεις ανάμεσα σε 250-350 χιλ. χωρίς να υπολογίζονται οι βίαια εξισλαμισμένοι και τα καραβάνια προσφύγων προς Σοβιετική Ενωση και Ελλάδα όπου τους περίμενε νέος Γολγοθάς. Ακόμα και σήμερα, παρότι έχει περάσει σχεδόν ένας αιώνας από τότε, το δημιουργημένο πάνω στις στάχτες των χριστιανικών πληθυσμών τουρκικό κράτος δεν αναγνωρίζει καμία γενοκτονία από όσες έγιναν στα εδάφη του και φυσικά όχι αυτή των Ποντίων. Η κραυγή των Νεότουρκων «Η Τουρκία στους Τούρκους» αντηχεί μέχρι σήμερα αναδεικνύοντας έτσι ότι η «μήτρα» που έθεσε τις βάσεις για τις γενοκτονίες του προηγούμενου αιώνα που κορυφώθηκαν με τη ναζιστική θηριωδία κατά των Εβραίων είναι ενεργή και αμετανόητη ακόμη και σήμερα…
Εκκλήσεις για βοήθεια
Στην προσπάθειά τους να δημοσιοποιήσουν τις τουρκικές φρικαλεότητες, οι Ελληνες της περιοχής έστελναν συνεχείς αναφορές σε Ελλάδα και εξωτερικό, προσδοκώντας σε οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση η οποία όμως δεν έγινε ποτέ. Στις 12 Νοεμβρίου 1918 ο μητροπολίτης Ροδοπόλεως Κύριλλος αναφέρει: «Φρίττει ο νους του ανθρώπου διά τας διαπραχθείσας φρικαλεότητας και τον αριθμό των θυμάτων, ανερχομένων εις 487 ψυχάς, αίτινες εύρον φρικτόν θάνατον εν τοις όρεσι, τοις σπηλαίοις και ταις γης, όπου εκρύβησαν ίνα αποφύγωση την δολοφόνον μάχαιραν των σφαγέων. Μεταξύ των δολοφονηθέντων τούτων θυμάτων κατατάσσονται άλλαι 14 νεάνιδες κόραι, αίτινες φεύγουσαι τον βαρύν πέλεκυν του δημίου, κατέφυγον, ως άσυλον θρησκευτικόν, εις την διαληφθείσαν ιεράν μονήν του Βαζελώνος, όποθεν οι τύραννοι ούτι, αφού απήγαγον τους φιλησύχους πατέρας της μονής αιχμαλώτους, προέβησαν ούτοι εις κορεσμόν των σωματικών αυτών ηδονών, βίαια ατιμάσαντες τας παρθένους ταύτας, ων τελευταίον αφού απέκοψαν τους μαστούς και τας κεφαλάς, αφήκαν τα πτώματα και απήλθον».
Στις 22 Νοεμβρίου 1921 κορυφαίοι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, όπως οι Νίκος Καζαντζάκης, Αγγελος Σικελιανός, Γεώργιος Δροσίνης, Παύλος Νιρβάνας, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Κωστής Παλαμάς και πολλοί άλλοι, απευθύνουν διαμαρτυρία για τη σιωπή των διανοουμένων σε όλο τον κόσμο για τα γεγονότα χαρακτηρίζοντας την ανοχή απέναντι σε αυτά «πένθος της ανθρωπότητας», και συνεχίζουν: «Εκλεισαν εντός του ναού του χωρίου Ελεζλή εν Σουλού-Τερέ 535 Ελληνας και τους κατέσφαξαν διασωθέντων μόνο τεσσάρων. Πρώτους έσφαξαν επτά ιερείς διά πελέκεως προ της θύρας του ναού. Απαγχόνισαν εν Αμασεία 168 προκρίτους Αμισού και Πάφρας. Εβίασαν όλους ανεξαιρέτως τας γυναίκας, τας παρθένους και τα παιδιά των άνω πόλεων, τας ωραιωτέρους δε παρθένους και νέους έκλεισαν εις τα χαρέμια. Πλείστα βρέφη εφόνευσαν, σφενδονίζοντες αυτά κατά των τοίχων».