Ολα ξεκινούν όταν οι βουλευτικές εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1902… μοιράζουν από 102 έδρες στο Εθνικόν Κόμμα και στο Νεωτερικόν Κόμμα των Θεόδωρου Δηλιγιάννη και Γεωργίου Θεοτόκη, αντίστοιχα, αφήνοντας σε ρόλο ρυθμιστή τον σχηματισμό του Αλέξανδρου Ζαΐμη που συγκεντρώνει 19 βουλευτές. Τελικά, ύστερα από πολυήμερες διαπραγματεύσεις και διαφόρων ειδών παζάρια, ο Δηλιγάννης καταφέρνει να συγκεντρώσει τον απαραίτητο αριθμό βουλευτών ώστε να συγκροτήσει κυβέρνηση. Επειδή όμως βρισκόμαστε στην κορύφωση του δικομματισμού της περιόδου, οι δύο αρχηγοί δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε για το ποιος θα είναι ο προσωρινός Πρόεδρος της Βουλής που θα ορκίσει τη νέα κυβέρνηση.
Ενδεικτικό του τεταμένου πολιτικού κλίματος είναι ότι τα κλειδιά του κοινοβουλίου (που τότε είναι στην οδό Σταδίου) βρίσκονται στα χέρια ανθρώπων της προηγούμενης κυβέρνησης οι οποίοι αρνούνται να τα παραδώσουν στην επόμενη, «αξιοποιώντας» τα ως… διαπραγματευτικό όπλο για την εκλογή δικού τους προσωρινού Προέδρου. Ο υπό ψήφιση πρωθυπουργός Δηλιγιάννης καταφεύγει στον αστυνομικό διευθυντή πρωτευούσης ζητώντας το άνοιγμα της Βουλής. Η εντολή προσκρούει στην άρνηση του διευθυντή του κτιρίου -και βουλευτή του κόμματος Θεοτόκη- που αρχικά, επικαλούμενος τον κανονισμό, δεν επιτρέπει την είσοδο της αστυνομίας και εν συνεχεία αναχωρεί παίρνοντας μαζί όλα τα κλειδιά του κτιρίου αποτρέποντας έτσι την επιχειρούμενη απόπειρα κατάληψής του από αστυνομική δύναμη εκατό ανδρών… Τραγέλαφος.
Ελλείψει χώρου ο Δηλιγιάννης συγκαλεί υπουργικό συμβούλιο στο σπίτι του το οποίο ολοκληρώνεται στις 3.30 τα ξημερώματα της 9ης Δεκεμβρίου έχοντας λάβει τη ρητή εντολή: «Δι’ οιουδήποτε τρόπου να καταληφθή η Βουλή αποβαλλομένου παντός όστις ήθελεν ευρεθεί εν αυτή», να συνταχθεί πρωτόκολλο που θα παραδοθεί στον διοικητή της φρουράς και τέλος «…να γίνει πάσα δυνατή προετοιμασία διά την δεξίωση του βασιλέα και των πριγκίπων».
Ο Δηλιγιάννης έχει καλέσει ήδη τον αντεισαγγελέα Ορεινό και τον ανακριτή Αγγελέα ώστε σε συνεννόηση με την αστυνομία να καταλάβουν τη Βουλή ακόμα και αν χρειαστεί να τη διαρρήξουν. Οι δύο τελευταίοι κατευθύνονται με άμαξα αρχικά στη διεύθυνση της Αστυνομίας και από εκεί στο κοινοβούλιο, αφού πρώτα έχουν ειδοποιήσει δύο εργάτες με λοστούς να είναι εκεί σε περίπτωση που χρειαστεί να σπάσουν την πόρτα.
Σε μια εξαιρετικά παγωμένη βραδιά, περίπου στις 4 τα ξημερώματα, οι εκπρόσωποι του δικαστικού σώματος ανακοινώνουν στους φρουρούς της Βουλής ότι το άνοιγμά της αποτελεί κυβερνητική εντολή και εν συνεχεία οργανώνουν τα σχέδια εφόδου. Οι δημοσιογράφοι που βρίσκονται εκεί καταγράφουν τους παρακάτω αμίμητους διαλόγους:
– «Να σπάσουμε τη μεγάλη πόρτα», εγνωμάτευσαν προσκληθέντες να χρησιμοποιηθώσι διά την διάρρηξην.
– «Μπα», είπαν δύο πρώην υπάλληλοι της Βουλής. «Είναι σιδεροδεμένη και δεν σπάζει εύκολα».
– «Τότε από τα κάγκελα της οπισθίας θύρας».
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
– «Οχι. Και να μπούμε, θα βρούμε κλειστές πόρτες».
– «Τότε πώς θα γίνει;», παρατήρησεν ένας αστυφύλαξ λαβών μέρος εις την σύσκεψιν των αρχηγών της εφόδου.
– «Από το περιβόλι».
«Δεν το κουνώ από εδώ»
Οι… εισβολείς στήνουν μια σκάλα στα κάγκελα, αριστερά της κεντρικής εισόδου του κτιρίου, ανοίγουν το παράθυρο και αρχίζουν να πηδούν μέσα με σειρά εισόδου, ένας αστυνομικός, ένας ενωμοτάρχης της Χωροφυλακής, ο αντεισαγγελέας και ο ανακριτής και ακολουθούν πολίτες που έχουν ξυπνήσει από τον θόρυβο και θεωρούν πιο ενδιαφέρον να μπουν στη Βουλή από το παράθυρο και όχι από την πόρτα. Οι εκπορθητές σπάνε με λοστό κάποια κλειδωμένη πόρτα και, ανεβαίνοντας ο ένας στην πλάτη του άλλου, έναν φεγγίτη, που οδηγεί στο βουλευτήριο και εν συνεχεία βάζοντας μια σκάλα, κατεβαίνουν στον χώρο. Η κατάληψη έχει ολοκληρωθεί.
Τα φώτα ανάβουν, οι πόρτες ανοίγουν και στον χώρο μπαίνουν υπάλληλοι της Βουλής, δεκάδες δηλιγιαννικοί βουλευτές, ενώ ο βουλευτής Αλεξάκης καταλαμβάνει την προεδρική θέση λέγοντας: «Τώρα ας έλθη όποιος θέλει να μας πάρη την έδρα. Δεν το κουνώ από εδώ. Πρέπει να έχη… δόντια όποιος το προσπαθήσει». Στις 4.30 τα ξημερώματα οι καταληψίες βουλευτές αρχικά αναστατώνονται ακούγοντας βήματα έξω από τον χώρο πιστεύοντας ότι πρόκειται για… αντεπίθεση των θεοτοκικών βουλευτών, αλλά στη συνέχεια καθησυχάζονται όταν διαπιστώνουν ότι πρόκειται για λόχο πεζικού που καταφθάνει για τη φρούρηση του χώρου.
Λίγο πριν ξημερώσει στην προεδρική θέση κάθεται ο υπέργηρος βουλευτής Λευκάδας Ευάγγελος Τσαρλαμπάς ο οποίος αναλαμβάνει τη θεσμική θωράκιση των τετελεσμένων της επεισοδιακής κατάληψης, με τον Γεώργιο Σουρή να του αφιερώνει το παρακάτω δίστιχο: «Προς χάριν σου γινήκαν πανηγύρια, για σένα μπήκαν νύκτα στη Βουλή, κι έσπασαν κλειδαριές και παραθύρια, κι άναψαν και τα φώτα μπαμπαλή».
Το πρωινό της ίδιας ημέρας γίνεται η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης παρουσία της αντιπολίτευσης και του βασιλιά Γεωργίου Α’…