Οι αντίστοιχες ελληνοτουρκικές συζητήσεις, που γίνονταν τέτοιες ημέρες μεταξύ των δύο υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, Ευάγγελου Αβέρωφ και Φατίν Ρουστού Ζορλού, πριν από 58 χρόνια, κατέληξαν ύστερα από έναν περίπου μήνα στις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, που δημιούργησαν μια «λύση» που οδήγησε σε ένα άλυτο πρόβλημα…
Η δεκαετία του ’50 είναι αυτή που θέτει τις βάσεις για τα σημερινά αδιέξοδα στη Μεγαλόνησο. Η άνοδος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην εξουσία, στις αρχές αυτής της δεκαετίας, φέρνει αρχικά την αποτυχημένη προσπάθεια για Ενωση με την Ελλάδα, τον ένοπλο αγώνα για ανεξαρτησία, το μπάσιμο των Τούρκων στο παιχνίδι, την εξορία του Μακάριου στις Σεϋχέλλες και τα απανωτά «σχέδια λύσης», που ήταν όλα προσαρμοσμένα στις απαιτήσεις Αγγλων και Τούρκων. Τα σχέδια αυτά είναι τόσο δυσμενή για τους Ελληνοκυπρίους που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, απαντώντας στον τότε Βρετανό πρωθυπουργό Χάρολντ ΜακΜίλαν για μία εκ των προτάσεων, του είπε πως προτιμά την αγγλική κυριαρχία από τη «λύση»: «Εφόσον αποκλείετε διά του σχεδίου σας επί μίαν επταετίαν το κύριο θέμα, δηλαδή το δικαίωμα του κυπριακού λαού να αποφαίνεται περί της τύχης του, θα ήτο περισσότερον εποικοδομητική ακόμη και η πρότασίς σας περί προσωρινής λύσεως μιας δημοκρατικής αυτοκυβερνήσεως, υπό την βρετανικήν κυριαρχίαν, αναβαλλομένης της λύσεως του κυρίου θέματος δι’ ευθετώτερον χρόνον». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε απειλήσει το ΝΑΤΟ ότι σε περίπτωση αποδοχής του σχεδίου Μακμίλαν, θα κινδύνευε η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτό.
Το Κυπριακό πλέον χρησιμοποιείται από τους Τούρκους ως εστία μόνιμης έντασης, με πρώτους ζημιωμένους τους Ελληνες της Κωνσταντινούπολης, που δέχονται τις συνέπειες της αλλαγής πλεύσης με τα Σεπτεμβριανά το 1955. Την ίδια στιγμή, οι Τούρκοι αρχίζουν να δραστηριοποιούνται με τη βοήθεια των Βρετανών στη Βόρεια Κύπρο, εισάγοντας στους Τουρκοκυπρίους τη λογική της «μη συμβίωσης» με τους Ελληνοκυπρίους, προετοιμάζοντάς τους έτσι για την επερχόμενη διχοτόμηση.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επανεκλέγεται πρωθυπουργός το 1958, έχοντας ως άμεση προτεραιότητα την οριστική επίλυση του Κυπριακού, που αποτελεί πλέον το μόνιμο διπλωματικό «αγκάθι» της χώρας. Λίγες ημέρες μετά τις εκλογές γίνεται σύσκεψη με την παρουσία του πρωθυπουργού Καραμανλή, του υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ, του υφυπουργού Εξωτερικών Γεωργίου Σεφέρη, του διευθυντή του υπουργείου Εξωτερικών Γεωργίου Χριστόπουλου, των πρεσβευτών μας σε Ουάσινγκτον, Αγκυρα και Λονδίνο, καθώς και των αντιπροσώπων μας σε ΝΑΤΟ και ΟΗΕ, με μοναδικό θέμα συζήτησης το Κυπριακό. Εκεί αποφασίζεται ο τερματισμός της γραμμής αυτοδιάθεσης-ένωσης και η εξεύρεση άλλης λύσης με μυστικές διαπραγματεύσεις. Οι τελευταίες γίνονται εν γνώσει του Μακαρίου, αλλά η γραμμή Αθήνας-Λευκωσίας δεν είναι πια αρραγής, αφού ο Κύπριος ηγέτης θεωρεί ότι η Αθήνα βιάζεται να κλείσει το θέμα.
Ετσι φτάνουμε στον Φεβρουάριο του 1959, οπότε μετά από συνεχείς συναντήσεις μεταξύ εκπροσώπων των τεσσάρων μερών -που ήταν από την πλευρά των Ελληνοκυπρίων ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο Φαζίλ Κιουτσούκ εκ μέρους της τουρκοκυπριακής κοινότητας, οι πρωθυπουργοί και υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας (Καραμανλής, Αβέρωφ), Τουρκίας (Μεντερές, Ζορλού), και Μεγάλης Βρετανίας- καθορίζεται η τύχη της Μεγαλονήσου. Η Κύπρος πλέον είναι για πρώτη φορά ανεξάρτητη χώρα, αλλά ο τίτλος είναι περισσότερος τυπικός παρά ουσιαστικός, αφού η λύση που αποφασίζεται είναι έξω ακόμα και από τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ. Με βάση το Σύνταγμα του νέου κράτους, ο πρόεδρος θα ήταν Ελληνοκύπριος και ο αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος, ενώ οι αποφάσεις θα λαμβάνονταν με δικαίωμα βέτο του καθενός εκ των δύο στους τομείς εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, κάτι που δημιουργούσε προβλήματα και απαιτούσε προσεκτικές κινήσεις.
Επιπλέον, προβλεπόταν ενιαία Βουλή με 70% αντιπροσώπευση για τους Ελληνοκυπρίους και 30% για τους Τουρκοκυπρίους (παρότι οι δεύτεροι εκπροσωπούσαν μόλις το 18% του πληθυσμού του νησιού), καθώς και ξεχωριστές Βουλές για ζητήματα πολιτιστικά, εκπαιδευτικά και θρησκευτικά. Οσον αφορά τον ένοπλο αγώνα των Κυπρίων τα προηγούμενα χρόνια, προβλεπόταν αμνηστία και απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων.
Εν ολίγοις, οι συνθήκες δημιουργούσαν ένα δυσλειτουργικό κρατικό μόρφωμα που έμοιαζε με ομοσπονδία, εμπνεύσεως της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής. Εκτός όμως από τη συνθήκη που καθόριζε το Σύνταγμα του νέου κράτους, μεγαλύτερη σημασία είχε η λεγόμενη Συνθήκη Εγγυήσεων. Με βάση το επίμαχο 2ο άρθρο της Συνθήκης Εγγυήσεων, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα του νέου κράτους εγγυούνταν τρεις χώρες που ελάχιστα χρόνια μετά θα την κατέλυαν ή θα ανέχονταν την κατάλυσή της: «Η Ελλάς, το Ηνωμένον Βασίλειον και η Τουρκία λαμβάνουσαι υπό σημείωσιν τας υποχρεώσεις της Δημοκρατίας της Κύπρου τας καθιερουμένας υπό του άρθρου 1, αναγνωρίζουν και εγγυώνται την ανεξαρτησίαν, την εδαφικήν ακεραιότητα και την ασφάλειαν της Δημοκρατίας της Κύπρου».
Με αυτό το άρθρο δινόταν επίσημα το δικαίωμα τουρκικής επέμβασης στο νησί, αφού η Τουρκία ήταν πλέον εγγυήτρια δύναμη, ενώ επίσης, με βάση τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, απαγορευόταν η ένωση της Κύπρου με οποιοδήποτε άλλο κράτος, καθώς και οι δραστηριότητες που έτειναν προς αυτό το σκοπό. Η Μεγάλη Βρετανία, με τη σειρά της, εξασφάλιζε με τις συμφωνίες παράταση της παρουσίας της στη Μεγαλόνησο, τη οποία ανέκαθεν θεωρούσε γεωστρατηγικά πολύ σημαντική για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Πιο συγκεκριμένα, οι Αγγλοι έθεταν όρους προκειμένου να συναινέσουν σε αυτού του είδους την κυπριακή ανεξαρτησία, με καθοριστικότερο αυτών τη διατήρηση των στρατιωτικών βάσεων στις περιοχές Ακρωτήρι-Επισκοπή-Παραμάλι και Δεκέλεια-Πέργαμο-Αγ. Νικόλαο. Στο κείμενο των συμφωνιών αναφέρονται τα εξής: «Οτι θέλουσι εξασφαλισθεί εις την Κυβέρνησιν του Ηνωμένου Βασιλείου τα δικαιώματα εκείνα, άτινα είναι αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατό να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικώς αι δύο ως άνω περιοχαί ως στρατιωτικαί βάσεις».
Κέρδη και ζημίες μετά τις υπογραφές
Το ότι ύστερα από σχεδόν 60 χρόνια συζητάμε για το Κυπριακό με όρους δυσμενέστερους για την ελληνοκυπριακή πλευρά, δείχνει ότι οι συμφωνίες της εποχής δεν επιτέλεσαν το σκοπό των εμπνευστών τους. Με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου οι Τούρκοι εγκαταλείπουν την καταστατική Διακήρυξη του Σιβάς, η οποία ανέφερε ότι «η Τουρκία δεν αποβλέπει εις την προσάρτησιν εδαφών μη κατοικουμένων κατά πλειοψηφίαν από Τούρκους», ενώ στους κερδισμένους περιλαμβάνεται και η Βρετανική Αυτοκρατορία, η οποία, παρότι παραπαίουσα, καταφέρνει να διατηρήσει το γεωστρατηγικό της ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο. Το μεγαλύτερο κέρδος για τη μαρτυρική Μεγαλόνησο ήταν η ίδια η ανεξαρτησία της, η οποία όμως θα είναι και αυτή τα επόμενα χρόνια έρμαιο των αποφάσεων Αγγλων-Τούρκων-ΟΗΕ, με όλους να έχουν στα εδάφη της στρατό, εκτός από την ίδια, και με στέρεες τις βάσεις για τη διχοτόμηση, που ήρθε 15 χρόνια μετά. Η συνθήκη ήταν τόσο δυσμενής για τους Ελληνοκυπρίους, που οι συνέπειές της την έχουν κάνει πιο ελκυστική από αυτά που προτείνονται ως «λύσεις» σήμερα…
Παρότι συμμετείχε και ο ίδιος στις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις, ο μεγάλος μας ποιητής και διπλωμάτης Γεώργιος Σεφέρης ήταν αντίθετος με τις υπογραφείσες συμφωνίες, αλλά δεν κατάφερε να επιβάλει τις προφητικές θέσεις του: «Τώρα, διά του προσχεδίου, η δικλείς αυτή περιέρχεται εις χείρας των Τούρκων: η διχοτόμησις προετοιμάζεται ως ώριμος καρπός (διεθνείς τίτλοι, χωρισμός των δύο πληθυσμών, ουδείς συγχωνευτικός αυτών θεσμός αναλογίας). Την στιγμήν που θα το εθεώρουν σκόπιμον, θα ήτο τόσον εύκολον να προωθήσουν τας επιδιώξεις των. Υπό τοιαύτας συνθήκας το οριστικόν ελληνοτουρκικόν καθεστώς της νήσου πάλι μεταβατικόν θα ήτο κατ’ ουσίαν -μεταβατικόν προς τον διαμελισμόν- και είναι προβληματικόν αν θα μας εξασφάλιζε την περιπόθητον γαλήνην».
Αμέσως μετά την υπογραφή, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επιστρέφει στην Κύπρο ως θριαμβευτής και στον πανηγυρικό του λόγο αναφέρει ότι «Νυξ αιώνων παραχωρεί ήδη την θέσιν της εις το γλυκύ φως της ημέρας και αθάνατον, από τα βάθη της μακρυνής ιστορίας, αναδύεται το πνεύμα των προγόνων μας, διά να μεταφέρει παντού το μέγα μήνυμα “Νενικήκαμεν”. Η Κύπρος είναι σήμερον ελευθέρα. Πανηγυρίσατε, αδελφοί»!
Στην πράξη, όμως, ούτε ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος πίστεψε στη λύση που προέκυψε από τις συμφωνίες, αφού, όπως θα γράψει στον Γεώργιο Παπανδρέου, «Ουδέ επί στιγμήν όμως επίστευσα ότι αι Συμφωνίαι θα αποτελούσαν μόνιμο καθεστώς», αλλά απλά ένα μέσο προς τον τελικό του στόχο που ήταν η αυτοδιάθεση.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΡΔΟΚΑΣ
Διαβάστε περισσότερα στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής